Κρυφοκοιτούσαμε για καιρό το παρελθόν κι αναρωτιόμασταν. «Δεν μπορεί, κάπου πρέπει να υπάρχουν ακόμα», σκεφτήκαμε. Βγήκαμε και ψάξαμε και σκοντάψαμε πάνω σε κάποιους και αφού διπλοτριπλοτσεκάραμε ότι όντως ήτανε εκείνοι, είπαμε να σας τους παρουσιάσουμε. Ίδιοι με τότε κι εντελώς διαφορετικοί. Ανθρώπινοι όσο κανένας. Οι 12 θεοί του Ολύμπου, όπως περπατάνε ή κρύβονται ή απλά υπάρχουν στη σύγχρονη Αθήνα. Ορίστε, την επόμενη φορά που θα χρειαστεί, θα ξέρετε πού θα τους βρείτε.
Δήμητρα
Θεότητα της καλλιέργειας και της γεωργίας //
αλλά και της ελεύθερης βλάστησης, του εδάφους και της γονιμότητας
Ένα κουτί Kellogg’s
Δεν ήταν ιδέα μου… δεν μπορεί να ήταν ιδέα μου. Να ’ταν ο τρόπος που ήταν παραταγμένα; Να ’ταν που δεν είχα φάει πρωινό (μα γι’ αυτό είχα πάει στο μάρκετ, για να κυνηγήσω το πρωινό μου); Τέλος πάντων. Την είδα. Τη θεά Δήμητρα. Ήταν εκεί. Σχηματισμένη απ’ τα κουτιά των corn flakes. Τράβηξα το κουτί με τα Kellogg’s, αυτό ήταν κάπου στο δεξί της γόνατο, σαν να έχασε την ισορροπία της και πάρ’ την κάτω.
Τα ξηροκάρπια
Άπλωσε αποφασιστικά την παλάμη της και σκέπασε το μπολάκι με τα ξηροκάρπια — το τρίτο που μας πρόσφερε το κατάστημα. Εγώ έμεινα ενεή. Είχε μάλλον ακούσει που πριν από λίγο είχα πει στον φίλο μου: «Αχ πάρ’ τα από μπροστά μου, όλα τα ’χω φάει. Ειδικά αυτά τα καλαμπόκια… δεν μπορώ να σταματήσω».
Η φακή στην αγελαδίτσα
Σαν μαγικό μάς έμοιαζε όταν ήμασταν μικρά. Είναι δυνατόν να φυτρώνει πράγμα μέσα σ’ ένα κεσεδάκι μαζί με βαμβάκι! Κι όμως. Περνούσαν έξι εφτά μέρες και τσουπ… να σου τα πρώτα πράσινα βλαστάρια. Ένας μικροσκοπικός κήπος μέσα στο σπίτι μας. Μία βλάστηση που την φτιάξαμε με τα χέρια μας.
Αθηνά
Θεά της σοφίας // της ελιάς // της στρατηγικής // του σώφρονος πολέμου
Μια Μανίνα κι ένας Ήλιος
Πίσω από την ακινησία των σκονισμένων βιβλίων, στα πιο κρυμμένα παλαιο-
βιβλιοπωλεία της πόλης, η θεά της σοφίας περιμένει κάτι να συμβεί. Έχει δει κι έχει διαβάσει τα πάντα κι ήταν παρούσα σε όλα και τώρα –τι να κάνει;– ξεφυλλίζει εναλλάξ μια παλιά Μανίνα και την εγκυκλοπαίδεια του Πασσά. Καγχάζει πού και πού.
Καλού κακού
Όταν βαριέται –όποιος είναι αθάνατος φαίνεται πως συχνά βαριέται θανάσιμα– πετάει το δόρυ της με μια γρήγορη κίνηση ως την ελιά του Πεισίστρατου και τρέχει να το βρει και να το τροχίσει στη σκιά της. Αν κι έχει πολλά φεγγάρια να μπει σε μάχη, της αρέσει να ναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο.
Βωμός
Ένα βράδυ που είχα πιει πολύ, την είδα –ναι, είμαι σίγουρη πως ήταν αυτή‒ να φτιάχνει το γκραφίτι-κουκουβάγια στο εγκαταλελειμμένο κτίριο στο Μεταξουργείο. Μου φάνηκε να αγωνιά, να μάχεται να αφήσει άλλον ένα βωμό κατάδικό της στην πόλη. Σε μια πόλη που έτσι κι αλλιώς φέρει το όνομά της. Ακόμα κι οι θεοί παλεύουν με τη λήθη, σκέφτηκα.
Ποσειδώνας
Θεός των υδάτων // των σεισμών // της τρικυμίας // των αλόγων

Πως τον λεν τον ποταμό;
Γνωστός για τα επικά πάρτι του σε παραλίες, ποτάμια, παραπόταμους, ρέματα και χειμάρρους. Ηριδανός rave, Ιλισός jamming, Κηφισός unplugged. Σήμερα ο Ποσειδώνας κοιτάει από ψηλά τα εργοστάσια, τις βιομηχανίες και τις βιοτεχνίες βαρέος τύπου να χουν καταπιεί τα παλιά του βασίλεια. Φαντάζεται τα νερά του φυλακισμένα κάτω απ’ τη γη και κλαίει απαρηγόρητος. Όταν είσαι ο υπέρτατος θεός των υδάτων, είσαι και των δακρύων.
Ποιόν έχεις ξεδιψάσει;
Για κάποιους λέμε ότι δε δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό. Το Αδριάνειο Υδραγωγείο μεταφέρει νερό και ποτίζει και φροντίζει από 140 μ.Χ., υπό τη στενή παρακολούθηση του Ποσειδώνα. Είναι γνωστοί για την ευαισθησία τους σε ζητήματα αναβροχιάς, δίψας κι απελπισίας. Αν υποθέσουμε ότι όλοι κρινόμαστε σύμφωνα με το ποιον έχουμε ξεδιψάσει, τότε ο Ποσειδώνας και το Αδριάνειό του μας βάζουν κάτω κανονικά.
Άρτεμις
Βασίλισσα των βουνών και των δασών // θεά του κυνηγιού //
προστάτιδα των μικρών παιδιών και ζώων // θεά του φεγγαριού
Στην Πάρνηθα
Ανάμεσα σε πεύκα και έλατα, σε τουλίπες, καμπανούλες, μανιτάρια, κυκλάμινα, τσάι και
ρίγανη. Σε ελάφια, οχιές, σαύρες, δρυοκολάπτες, αλεπούδες, σκαντζόχοιρους και χελώνες. Στις σχισμές των βράχων και στις άκρες των φύλλων — εκεί όπου στέκεται η πρωινή υγρασία. Στο φεγγάρι που τα ντύνει όλα με φορεσιές του ίσκιου κάθε βράδυ. Εκεί, μαζί με τα υπάρχοντά της, φεγγαροστόλιστη και τοξοκρατούσα, επιμένει να εμφανίζεται η Άρτεμις. Στο πιο δικό της μέρος μέσα στο λεκανοπέδιο της Αθήνας.
Στα ζώα που έχουν ανάγκη
Άνθρωποι,
Θα έρθουν φωτιές και πλημμύρες. Πύρινα και υδάτινα μέτωπα. Ζώα που θα τρέχουν. Καψαλισμένα αυτιά, γούνες που μοιάζουν τσόχινες, ουρές που αφήνουν πίσω τους ρυάκια. Εσείς, μέσα στον χαμό, θα είστε οι προστάτες τους. Θα μπείτε σε αυλές, θα ανοίξετε μαντριά, θα ξεκλειδώσετε στάβλους. Πεινασμένα πλάσματα –αγριόχοιροι και αλεπούδες– θα αναγκαστούν να ψάχνουν τροφή μέσα στις πόλεις. Θα τους ανοίξετε το δρόμο να επιστρέψουν στα φυσικά τους τοπία.
Σας αφήνω στο πόδι μου,
Θεά Άρτεμις
Στο κυνηγόσκυλο του δίπλα διαμερίσματος
Ίσως είναι ένα μπίγκλ, ίσως ένα σπανιέλ μπρετόν ή ένα βαϊμαράνερ. Ακούς την όσφρησή του όποτε βγαίνει για βόλτα, μέχρι να μπει στο ασανσέρ. Ιχνηλάτες μέσα στην πόλη. Λαγωνικό πρώτης τάξεως που του ’μελλε να ζει στον τέταρτο. Η μύτη του είναι φτιαγμένη γι’ άλλα, μα ξετρυπώνει νεκρά περιστέρια κάτω από κάδους σκουπιδιών του δήμου Αθηναίων και πεταμένα μπαλίτσες διαφημιστικά φυλλάδια κάτω από παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Ήρα
Θεά του γάμου // των γυναικών // του τοκετού // των παγωνιών
Το παγώνι σε θαμπώνει
Ζευγαρώνω όταν βρέχει. Μια φορά να με δεις, δεν ξεχνιέμαι. Παραείμαι έλεγκαντ για να τρέξω, γι’ αυτό παίρνω το χρόνο μου. Έχω μάτια στην ουρά μου. Η φωνή μου, αν με ταράξει τίποτα, είναι ο πιο δυνατός συναγερμός. Ξέρω να ποζάρω στο φακό και –off the record– είμαι τόσο όμορφο που κάθε φορά που κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη κινδυνεύω να λιποθυμήσω από το σοκ.
Γραφεία συνοικεσίων «Ήρα»
Λοιπόν, τι ’ναι αυτά; Εσύ, για να δω, μια χαρά, αυτόν εδώ να πάρεις. Ναι, ναι, είναι ο άντρας που ονειρεύεσαι. Τι που το ξέρω; Είμαι ή δεν είμαι η θεά του γάμου; Τα ψυχανεμίζομαι αυτά, τόσα χρόνια στην πιάτσα. Δεν πειράζει που είναι λίγο κακοφτιαγμένος, σημασία έχει να ’ναι καλός και πιστός. Κι εγώ που πήρα τον Θεό με «Θ» κεφαλαίο τι κατάλαβα; Ε, καλά, μην τον παίρνεις, δεν είναι κι υποχρεωτικό. Επόμενος.
Απόλλωνας
Θεός της μουσικής // της ποίησης // του φωτός // της μαντείας
Εναερίτες του φωτός
Κοιτάω ψηλά. Σας βλέπω να επισκευάζετε ένα μεγάλο φανοστάτη πάνω από τον σταθμό του ηλεκτρικού του Αγίου Νικολάου. Μεγάλα γάντια, μικρές μετατοπίσεις, αιωρήσεις κι αυθόρμητες πόζες. Είστε απολλώνιοι, φέρνετε φως, ρίξτε το κατά ’δω που το χρειαζόμαστε.
Ζωντανοί μουσικοί
Περπατώντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η καλύτερη θέα δεν είναι της Ακρόπολης, είναι απ’ την άλλη πλευρά, εκεί που βρίσκονται οι μουσικοί του δρόμου. Μπάντες, μουσικάρες, φωνάρες, φορητά ηχειάκια, παλιά μικρόφωνα, κουτάκια και καπελάκια οικονομικής ενίσχυσης. Μην αγνοείτε, μην προσπερνάτε τα παιδιά του Απόλλωνα. Για εσάς τραγουδάνε.
Περασμένα και μελλούμενα
Μια λατέρνα διασχίζει αργά το στενό, παίζοντας το «της μιας δραχμής τα γιασεμιά». Η περιστροφική κίνησή της –επαναλαμβανόμενη και μαγνητική– και η μελωδία με υπνωτίζουν κανονικά. Ξαφνικά έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι ταξιδεύω στο χρόνο. Βρίσκομαι στη Δήλο, στη γέννηση του θεού, όταν ακόμα το νησί έπλεε ελεύθερο στα κύματα. Τώρα βλέπω τα μελλούμενα: ναι, η μουσική θα σώσει τον κόσμο, δεν το μαντεύω, το ξέρω.
Ερμής
Ο αγγελιαφόρος των θεών // ψυχοπομπός (όπως μαθαίνουμε από την Οδύσσεια) //
προστάτης των κλεφτών, των τυχερών παιγνίων και του εμπορίου
Πάσης φύσεως μεταφορείς
Δεν θα μπορούσε να είναι κάποιοι άλλοι πέρα απ’ αυτούς. Από τους ταχυδρόμους με τη δερμάτινη τσάντα γεμάτη τις συντάξεις, τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και τα πάλαι ποτέ ερωτικά γράμματα, μέχρι το παιδί με το παπάκι και το κράνος που σου φέρνει το κινέζικο ή το καινούριο μπλουζάκι που αγόρασες — γιατί δεν είχες ήδη καμιά εικοσαριά παρόμοια στην ντουλάπα σου. Όλοι τους μεταφορείς επτασφράγιστων δεδομένων προς παράδοση. Δε θα βρισκόταν τίποτα στα χέρια σου, αν δεν ήταν αυτοί.
Στης Αθηνάς τους δρόμους
Είδε ένα όνειρο ένα βράδυ. Όλα τα μαγαζιά στην Αθηνάς, λέει, είχανε τοποθετήσει τεράστια ομοιώματα του Ερμή έξω απ’ την πόρτα τους. Δεκάδες Ερμήδες σε παράταξη φτιάχνανε, αν κοιτούσες τον δρόμο από την αρχή του, μία γύψινη πύλη, μία ασπίδα προστασίας, έναν ευάριθμο –μα θαρραλέο– στρατό. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και οι Αθηναίοι συνέρρεαν μιλιούνια να δουν το θέαμα. Και αφού κατέβηκαν που κατέβηκαν, όλο και ψώνισαν το κατιτίς τους. Το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία.
Άρης
Θεός του πολέμου
Το μαγαζί που πουλάει τα όπλα
Όποτε περνούσε από την Ομόνοια, το έβλεπε. Γωνία πλατείας με Πανεπιστημίου. Σπαθιά, τόξα, πιστόλια, μαχαίρια όλων των μεγεθών, καραμπίνες… όλ’ αυτά, τέλος πάντων, με τα οποία οι άνθρωποι παλιότερα μπορούσαν να κάνουν πόλεμο. Μετά πάντα ξεχνούσε την ύπαρξή του, γιατί δε βρισκόταν και κανείς να της πει εκεί που πίνανε καφέ «ρε συ, να σε ρωτήσω, χρειάζομαι ένα γιαταγάνι, ξέρεις πού μπορώ να βρω;» Όποτε ξαναπερνούσε, χαμογελούσε γιατί ήξερε ότι μετά θα το ξεχάσει· γιατί ήξερε ότι δεν έχει κανέναν κοντινό που θα την ρωτήσει πού μπορεί να βρει το μαγαζί που πουλάει τα όπλα. Το μαγαζί, βέβαια, είναι πάντα εκεί.
Εδώ μόνο εμείς
Έγραψε το σύνθημα, κλεφτοκοίταξε για μπάτσους και αλλόθρησκους. Σήκωσε τον γιακά όπως έκανε ο Τόμυ σε ένα αγγλικό έργο με χούλιγκανς που όλο ξέχναγε τον τίτλο. Ξαφνικά τρεις με παπακια –καλώς το ιππικό– σταμάτησαν και ξεπήδησαν τσαμπουκαλεμένοι. Ο Άρης έκανε ένα βήμα πίσω και ακούμπησε πλάτη στο ρολό που ’χε γράψει το σύνθημα. «Θα λερώθηκα», σκέφτηκε και λυπήθηκε για το καινούριο του φουλ φέις. Ο πρώτος που ’ρθε κοντά δέχτηκε μια βολή από το σπρέι στα μάτια του.
Ο δεύτερος γονάτισε από την κλωτσιά στ’ αχαμνά του. Ο τρίτος καβάλησε το παπάκι και έφυγε πανικόβλητος. Ο Άρης ούρλιαξε «εδώ μόνο εμείς ρε». Ο τέταρτος –πάντα υπάρχει ένας τέταρτος– απλά του κάρφωσε ένα μαχαιράκι στην καρωτίδα. Ο Άρης αγνάντεψε το σύνθημά του…
Αφροδίτη
Θεά του έρωτα, της ομορφιάς, της σεξουαλικότητας,
της ηδονής και της τεκνοποίησης // προστάτιδα των εταίρων
Στο κρεβάτι 1
Ξύπνησαν γυμνοί πάνω στο διπλό κρεβάτι με το θαλασσί σεντόνι. Σαν ο καθένας να είχε από ένα αραιό, γλυκό συννεφάκι πάνω απ’ το κεφάλι του. Του χάιδεψε το στέρνο, της χάιδεψε την κοιλιά. Τα συννεφάκια τους ενώθηκαν. Τα σώματά τους ξαναενώθηκαν. Ο ήλιος άρχισε να μπαίνει απαλά από τα κατεβασμένα στόρια. Τα φωτισμένα τετραγωνάκια τραμπαλίζονταν πάνω στα παλλόμενα σώματα. Μπορεί να ήταν πρωί, μπορεί και μεσημέρι.
Στο κρεβάτι 2
Το δωμάτιο μύριζε υγρασία, λάτεξ και αλμύρα. Έπλυνε τα χέρια της και έστρωσε το επόμενο λευκό σεντόνι. Χτενίστηκε και με την άκρη του μεσαίου της δάχτυλου έστρωσε το κραγιόν της. Άνοιξε την πόρτα, το κόκκινο φως χύθηκε στον υποφωτισμένο διάδρομο. Σε λίγη ώρα το κραγιόν της είχε αποτυπωθεί στο λευκό σεντόνι που τα χέρια αυτού είχαν ξεστρώσει. Το δωμάτιο μύριζε υγρασία, λάτεξ και αλμύρα Έπλυνε τα χέρια της και έστρωσε το επόμενο λευκό σεντόνι.
Στο παγκάκι
Το παγκάκι λαξευμένο από βαθιά μονογράμματα. Όλη η αλφαβήτα έχει περάσει από πάνω του, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς της, μαζί με συν και ίσον και καρδιές και l.f.e. Το παγκάκι, απάγκιο εφηβικών ερώτων. Σκέφτομαι το χέρι, μ’ ένα κλειδί στο χέρι, να παλεύει με το ξύλο. Σκέφτομαι τα χαραγμένα σημάδια, βαθύτερα ή ρηχότερα — ανάλογα με τη δύναμη και την υπομονή του ερωτευμένου. Ο έρωτας όμως, λένε, όλα τα νικά. Το παγκάκι-έργο-τέχνης.
Εστία
Θεά της εστίας, του σπιτιού, της οικογενειακής ζωής
Λαχτάρησα μια φωλιά
Θα γεμίσω τα στενά με μικρά σπιτάκια, ενισχυμένες κουβερτούλες, μπολάκια με νερό και κροκέτες. Μικρές εστίες θαλπωρής σε κάθε δρόμο. Σπίτι, καταφύγιο, απάγκιο. Όσα ζώα δε βρίσκουν κάπου να κρυφτούν όταν βρέχει, θα εμφανίζω μπροστά τους μια απ’ αυτές τις μικρές φωλιές και δε θα αφήσω κανένα εκτεθειμένο, αλλιώς να μη με λένε Εστία.
Απ’ το 1876
Τρελαίνομαι για το πολυτονικό. Εδώ κοίτα πόσες γραμμούλες, πόση λεπτοδουλειά. Άμα προσέξεις καλά το λογότυπο, είμαι εγώ, σε μια απονομή κάποιου βραβείου — μη με ρωτάς, έχω πάρει τόσα, δε θυμάμαι ποιο ήταν αυτό. Ξέρω πως όλα γίνονται προς τιμήν μου και κάθε τόσο περνάω να κεράσω σοκολατάκια τα παιδιά που δουλεύουν τόσο σκληρά για να με ικανοποιήσουν.
Ήφαιστος
Ο θεός της φωτιάς // της γης και οποιασδήποτε τεχνικής Ή τέχνης
σχετικης με αυτήν, όπως της χαλκουργίας, και, εν γένει, της μεταλλουργίας.
Αργυροχρυσοχόοι
Στο τρία επί πέντε εργαστήριό της στου Γκύζη, σκυμμένη με αφοσίωση πάνω από τον ξύλινο πάγκο εργασίας της, με τη μεγάλη λάμπα να φωτίζει τα χέρια της σαν έκθεμα. «Βασανίζει» ένα φύλλο ασημιού για να του δώσει τη μορφή ενός βραχιολιού. Το ραδιόφωνο παίζει το «Silver springs» των Fleetwood Mac. Μία σταγόνα ιδρώτα ξετρυπώνει στις ρίζες του κόκκινου καρέ της –το οποίο αντανακλάται πάνω στο ασημί ασήμι– και τρέχει στο μέτωπό της. Όταν τελικά φτάνει κάπου κάτω από το μάτι της, το κόσμημα είναι έτοιμο.
Μεταλλευτική κληρονομιά
Όταν έκλεισαν τα μεταλλεία του Λαυρίου, πάνω από το είκοσι τοις εκατό των κατοίκων του εγκατέλειψε την πόλη. Οι εγκαταστάσεις τους όμως στέκουν ακόμη ν’ αγναντεύουν τη θάλασσα, η οποία διαρκεί από πάντα και για πάντα και ξέρει όλη την ιστορία τους, από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Χιλιόμετρα στοών, που αν της διαβείς, θα σε οδηγήσουν πίσω στη μεταλλευτική δραστηριότητα των προγόνων και στα κουρασμένα χέρια των εργατών του 20ού αιώνα.
Το σίδερο στο καρότσι
Σέρνει ολημερίς ένα καρότσι. Κάθε κάποια μέτρα στέκεται, βουτάει σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, σαν ανθρωπόμορφη γάτα, και ξαναβγαίνει με λογής σιδερικά στα χέρια· αν κάτι είναι αφημένο δίπλα από τον κάδο, δεν είναι τόσο βρόμικη η δουλειά. Ρίχνει τα λάφυρα μες στο καρότσι και συνεχίζει την αργή κι ασήκωτη πορεία του.
Δίας
Πατέρας των θεών // θεός του ουρανού // του κεραυνού //
του νόμου // της τάξης // της δικαιοσύνης //της φιλοξενίας
Πανταχού παρών
Ψάχνει αιχμαλώτους κι ευκαιρίες. Αυτός τα βλέπει όλα, Αυτός τ’ ακούει όλα και φέρνει τούμπα τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας. Πιο πάνω απ’ το νόμο, πιο πάνω απ’ τη μαγεία, προστάζει και δεν συνδιαλέγεται, δεν κάνει ούτε μισό βήμα πίσω. Πανταχού παρών, ο ένας, ο μοναδικός, το μέγα αφεντικό, ο μπαμπάς
Αλγόριθμος.
Μη σε πάρει πρέφα
Κι άμα σε δει να περπατάς, θα καταγράψει ποιο πόδι σου κουτσαίνει λίγο. Θα σημειώσει την κάθε μικρή σου ατασθαλία. Θα σε βάλει στη μαύρη λίστα του μόνο και μόνο για ένα αμφιβόλου πολιτικής θέσης t-shirt που φοράς και για το ύποπτο σήκωμα του δεξιού σου φρυδιού. Ποιος ξέρει πού καταλήγει το υλικό του, σε ποια γραφεία, σε ποια χέρια. Περπάτα με την πλάτη στον τοίχο, θυμήσου να νυχοπατάς, κράτα την αναπνοή σου και ρούφα την κοιλιά σου. Η κάμερα σε βλέπει.
Γ@μι€τ@ι!
Όταν ένα λεπτό πριν φτάσεις στη στάση έχει περάσει ήδη το λεωφορείο, όταν φοράς πρώτη μέρα τα ξώφτερνα κι ο αττικός ουρανός αποφασίσει να βρέξει, όταν θεοί και δαίμονες μοιάζουν να ναι εναντίον σου… Γαμιέται. Όταν ξεχνάς τι πρέπει να θυμάσαι, όταν δε βρίσκεις βενζινάδικο ανοιχτό και το λαμπάκι είναι αναμμένο, όταν πριν φτάσεις στη συνέντευξη ρίχνεις όλο τον καπουτσίνο στο λευκό μπλουζάκι… Γαμιέται. Όταν τα ωραία φεύγουν γρήγορα και τα στραβά σου κατσικώνονται… Ε, γαμιέται ο Δίας.