Πρώτη Ιστορία, «ο παλιός φίλος»
“Συνάντησα τις προάλλες έναν καλό και παλιό μου φίλο
Να σας πω την αλήθεια δεν μπορώ να απαντήσω πόσο παλιό
Πολύ παλιό
Τον αναγνώριζα από το βάδισμά του, την κοψιά του, τον ήχο των βημάτων, την ριπή της
ματιάς του, από τον βήχα πριν γίνει βήχας, από το σχέδιο της σκιάς του, από την
απάντηση πριν γίνει απάντηση
Τόσο παλιό
Σε τέτοιους φίλους οι δηλώσεις και οι όρκοι φιλίας κι αγάπης είναι άκομψο περιτύλιγμα
δηλωτικό ζαχαρωτών και γλυκισμάτων Δεν είναι ταιριαστοί..
Μόνο οι πράξεις ριζωμένες στο στέρνο αποδίδουν τις αντάξιες τιμές της κοινής
περπατησιάς στ’ άυλα του νου πεδία
Τις προάλλες στο απέναντι πεζοδρόμιο του εκτεταμένου λοιμοκαθαρτηρίου -που
αυλιζόμαστε άπαντες , υγιείς και ασθενείς σε κοινό προαύλιο-υπό τον ήχο μεγαφώνων
που ηχούσαν σα στρίγγλες καρακάξες στα αυτιά μας
η άκρη της ματιάς μου αντίκρισε τον παλιό μου φίλο
Με κάλυψη στο πρόσωπο αυτός με κάλυψη και του λόγου μου
Απλώσαμε χέρια στον αέρα
Ήταν αδύνατο να διασχίσουμε τον δρόμο καλυμμένο από μια ξαφνική μπόρα και
αποτέλεσμα τα χειμμαρώδη νερά να ρέουν ορμητικά
Συναντήθηκαν στον αέρα η χαρά και το χρονικό συνταίριασμα
Σταματήσαμε και ανταλλάσσαμε σκιτσάκια με σχήματα από τα δάκτυλα
Για μια στιγμή ο παμπάλαιος φίλος το σοβάρεψε
Τραβώντας το μουσκεμμένο από την βροχή πανί και κάνωντας τα χέρια του χωνί ,
φωνάζει: “κοράκια εκατομμύρια ρήμαξαν τα στάχυα, ξεκοίλιασαν και τους σπόρους στα
σπλάχνα της γης, μόνος μου βάλθηκα να τα σταματήσω και να τα διώξω, με πήραν με
τις πέτρες οι περαστικοί, αλαλάζοντας και ρωτώντας — πώς χωρίς τα κοράκια θα
ζήσουμε.;;-……Η έκπληξή μου ήταν η μόνη στέρεη λογική εκείνη τη στιγμή—είμαι υπό
κράτηση για διασάλευση της υγειονομικής τάξης—-στρίψε και κάνε πώς δεν με ξέρεις”
Τά χασα
Ήξερα οτι έλεγε την αλήθεια,
όμως δεν την ήθελα
Ηθελα να πούμε τα δικά μας . Να σκουντήσουμε στις παλιές κοινές διαδρομές
Να παρακάμψουμε τον εφιάλτη
Ήθελα την φαντασία Δηλαδή τα φαντάσματα
Ξεχείλισαν φωνές από μέσα μου σαν πίδακες χαλασμένοι
Τα βαλα μαζί του
Του είπα ότι φταίει σε όλα
Ότι αυτός ήταν ένα λάθος και ξέρει μόνο να μας πληγώνει
Αποχωριστήκαμε, εγώ χολωμένη κι ο φίλος πικραμένος
Έχωσε το πηγούνι του στο βρεγμένο πανί και το βήμα δεν ήταν το δικό του
Η πλάτη δεν ήταν η γνωστή
Τί έκανα ;; Τι πλήγμα του κατάφερα, εγώ η άθλια;;
Εγώ που ήξερα από την εποχή του χαλκού ότι ο άνθρωπος χωρίς την πλήρη αλήθεια δεν
ζει;;
……………………………………………….Τον αναζητώ για συγχώρεση
Τον ψάχνω για να γαληνέψω και για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για τα κοράκια από
κοινού, μαζί
Πόσο ελάχιστη και συγκεχυμένη η απόσταση της αρετής από την σφαλερή πράξη
Πόση μεγάλη πίκρα και δηλητήριο μας ποτίζει η δική μας άδικη πράξη
Η φιλία είναι ένα από τα ιερά του ανθρώπου
Η παραβίαση της είναι γλίστρημα σε θολά νερά και σε γεμίζει μόνο πίκρα
Δεύτερη Ιστορία, «ο ελάχιστος γραφέας»
Ένας σημερινός γραφιάς όπου μέσα του τρίζει η ιστορία
όπου τρέμει από την πολλή αγάπη στο κοινό
που δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την ανάσα του άλλου ή των άλλων
τότε με ποιό τρόπο θα έγραφε ως μικρό χρονικό τα σημερινά;;
————-ΕΔΩ ραδιοφωνικός Σταθμός (ψιθυριστά Αθηνών )
Η γενική τοποθεσία μας (ψιθυριστά η Ελλάς) ευρίσκεται εις εμπόλεμο κατάστασιν προς
(απαριθμήσατε)
Μεταδίδουμε το πρώτον ανακοινωθέν του (ψιθυριστά Ελληνικού) Γενικού Στρατηγείου
Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται σε όλη την μεθόριο του ελληνικού αλφαβήτου με
ουρανομήκεις φωνάς απαγγέλλοντας το κάθε γράμμα με το όνομά του
Είς τα κορυφογραμμάς υψώνεται ο ίαμβος και οι τραγωδίες
Ο Ομηρος παιανίζει εις τα ακτάς
Η αποστήθιση χορικών μεταδίδεται εις τους παίδας
Η θεατρική παράσταση σκηνοθετείται με έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
ΣΗΜΕΡΑ τα νέα είναι οτι η εμψύχωση μετεφέρθη στα πεδινά
Σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός άδει την Ελληνική ιστορία και εδάφια των νικηφόρων
Αγώνων
Η ΝΙΚΗ είναι δική μας Ελληνίδες και Ελληνες
Και ως επίλογο ο ευτυχής γραφιάς θα πρόσθετε
τον Αγγελο Σικελιανό
«Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα!
Ελέγαμε: μια Σαλαμίνα ακόμα!
Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα!
Και ήρτες τέλος Συ, Μητέρα-Μέρα,
όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα
στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους.
στον υπέρτατό τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!….
Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι στο τεράστιο ύψος
που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα
των Εικοσιοκτώ του Οχτώβρη του 1940,
κι ως τώρα με τη συντέλεια των αιώνων,
είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη
το γιγάντιο φως Σου,
θα βρισκόμαστε στα σπλάγχνα Σου,
ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί».
Επίλογος η προσευχή των Χριστουγέννων
………..γιατί αναρτάς λογοτεχνία, αυτή την πιό δύσκολη ώρα;;
τί έπαθες, τι σου συμβαίνει;;
………..προσεύχομαι……. τον θεό τον βλέπω στην αιώνια των λόγων σκόνη,
στις λέξεις των ανθρώπων λίγο πριν την πτώση στο ικρίωμα,
την ασάλευτη σιωπή στο σκοινί που με λυγμό αποζητά την συγχώρεση
προσεύχομαι
στην ιερή της ψυχής μας ταλάντωση