Κακά τα ψέματα, η Αθήνα προτού γίνει πρωτεύουσα και για αρκετούς αιώνες δεν ήταν παρά μια κωμόπολη για να μην πούμε ένα μεγάλο χωριό.
Πέρασε μία μακρά παρακμιακή περίοδο που την απομάκρυνε από τα περασμένα μεγαλεία της, την αποψίλωσε από μνημεία, της στέρησε την πνευματική της ακτινοβολία, και, τέλος, δεν της έδωσε την ευκαιρία να επηρεαστεί από τις μεταμορφώσεις άλλων σημαντικών ευρωπαϊκών κυρίως πόλεων.
Κειτόταν αποκομμένη μακριά ακόμα και από τα μεγάλα “αστικά” κέντρα και κέντρα εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, δεν δεχόταν εξωτερικές επιρροές όπως τα νησιά ή πολλές πόλεις της βόρειας χώρας χάρις στους ναυτικούς των τα μεν ή στους “βαλκάνιους πραματευτάδες” των οι δε.
Την εσωστρέφειά της διαρρηγνύανε ουσιαστικά μόνο οι δυτικοί περιηγητές που αναζητούσαν τα απομεινάρια των μεγαλείων που τους δίδασκε η ανθρωπιστική τους παιδεία. Μα τα έβρισκαν μόνον στα ερείπια που αφθονούσαν στην πόλη, τα οποία κάποιοι λεηλατούσαν αναίσχυντα.
Οι λίγες οικογένειες που ξέφευγαν από τον γενικό μαρασμό δεν αρκούσαν για να της αλλάξουν τη μοίρα της.
ΚΟΥΙΖ
Ένας από τους τομείς, στους οποίους η υστέρηση ήταν ιδιαίτερα εμφανής, θύμα αυτής της κατάστασης, ήταν και η διακόσμηση των δημοσίων χώρων και, ιδιαίτερα, των πλατειών με δημιουργήματα γλυπτικής των τεχνοτροπιών που άνθισαν στις πόλεις της Δυτικής, της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης από την Αναγέννηση και ύστερα. Άλλωστε, η πολίχνη εκείνης της εποχής δεν διέθετε καν ιδιαίτερο πλούτο δημοσίων χώρων.
*Φωτογραφίες: Μαρμάρινα γλυπτά άγνωστου δημιουργού από τρεις κρήνες που περιήλθαν με αγορά στον Δήμο Αθηναίων την δεκαετία του 1960 από ιδιωτική συλλογή. Έχουν αποδοθεί στον σμυρνιό γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου (1837-1937). Παλιότερα κοσμούσαν το “Παλατάκι” στο Χαϊδάρι. Το γλυπτό του αλσυλλίου του Αγίου Ελευθερίου βρισκόταν κάποτε στην Πλατεία Θυμαρακίων, αυτό της Πλατείας Αμερικής – από το οποίο λείπουν ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία – βρισκόταν στην Πλατεία Γούβας (νυν Πλυτά) και αυτό της Πλατείας Αργεντινής Δημοκρατίας (πρώην Κυκλοβόρου) βρισκόταν στην Πλατεία Αγίου Θωμά. Αγνοείται η τύχη ενός τέταρτου γλυπτού της ίδιας ομάδας.
Πάντως, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο κλεινόν άστυ ξεκίνησε μία προσπάθεια θεραπείας της υστέρησής της και σε αυτόν τον τομέα.
Άλλωστε, η (ενεργητική, καθώς συμμετείχαν σε αυτήν εμπνευσμένοι ντόπιοι γλύπτες, και όχι παθητική) μίμηση της αρχαιοπρεπούς θεματολογίας των γλυπτών του δυτικοευρωπαϊκού δημόσιου χώρου ήταν απόλυτα συμβατή με την γενικότερη επίσημη πολιτική σε θέματα πολεοδομίας, καθώς, όπως αναφέρει η αρχιτέκτων και ιστορικός της τέχνης Ελένη Μπαστέα, την πρώτη μετά την απελευθέρωση περίοδο: «Κύριοι στόχοι της κυβέρνησης ήταν η δυτικοποίηση, η σύνδεση με το αρχαίο παρελθόν και η αποσιώπηση του οθωμανικού παρελθόντος.».
Η προσπάθεια αυτή δεν διακόπηκε έκτοτε. Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες δεν σταμάτησαν να διακοσμούν με γλυπτά την πρωτεύουσα. Στο βαθμό, βέβαια, που το επιτρέπανε τα οικονομικά της χώρας.
Με αυτόν τον τρόπο η Αθήνα έφτασε στο σημείο να έχει να επιδείξει σε γλυπτά δημοσίων χώρων έναν πλούτο αξιόλογο, έστω και αν δεν αναδεικνύεται όσο αξίζει, έστω και αν δεν είναι ισάξιος άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, ακόμα και λιγότερο εκτεταμένων και μικρότερων πληθυσμιακά, οι οποίες, όμως, είχαν το πλεονέκτημα να διαθέτουν πολλαπλάσια χρονικά ευρωπαϊκή αστική παράδοση.
Πέντε είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του πλούτου:
-
Η συγκέντρωση ενός μεγάλου μέρους του σε συγκεκριμένα σημεία, σωστές υπαίθριες γλυπτοθήκες. Είναι ενδεικτικά τα παραδείγματα του Πεδίου του Άρεως, του συγκροτήματος του Εθνικού Κήπου και του Κήπου του Ζαππείου (με συμπλήρωμα την Πλατεία Συντάγματος) ή των ελεύθερων χώρων που ξεκινούν από την Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής και σε σχήμα πετάλου περιβάλλουν τα οικοδομικά τετράγωνα του ξενοδοχείου Hilton και της Εθνικής Πινακοθήκης (ενώ το παρακείμενο Άλσος Παγκρατίου δεν διαθέτει ούτε δείγμα).
-
Η εξαφάνιση προς άγνωστη συχνά κατεύθυνση γλυπτών που αποτελούσαν κάποτε τοπόσημα (όπως τα αγάλματα των Μουσών της Πλατείας Ομονοίας ή ο μπρούτζινος “βάτραχος” της Πλατείας Αγάμων).
-
Η αδιάκοπη μεταφορά σημαντικών γλυπτών, η οποία, ενώ εκτεινόταν σε όλη την έκταση της Αθήνας, τελευταία περιορίζεται σε μετακινήσεις προς τις προνομιούχες περιοχές (όπως του “Δρομέα” της Πλατείας Ομόνοιας στην Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, αλλά και του μαρμάρινου πίδακα της Πλατείας Κοτζιά στην Πλατεία Συντάγματος). Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, δεν ευνοείται η διάπλαση μνήμης σταθερού αστικού τοπίου.
-
Οι συνεχείς βανδαλισμοί που έχουν ως συνέπεια είτε την κακή κατάσταση ουκ ολίγων, είτε την καταστροφή πολλών από αυτά είτε την προφύλαξή των σε αποθήκες (όπως του αγάλματος της Λέλας Καραγιάννη στον πεζόδρομο Τοσίτσα και της προτομής του Δημητρίου Ψαρρού από την Πλατεία Αιγύπτου).
-
Η κυριαρχία των αγαλμάτων και προτομών προσωπικοτήτων, αλλά και των πάσης φύσεως ηρώων, μνημείων κ.λπ. σε βάρος των καθαρά διακοσμητικών συνθέσεων.
Από μία άλλη σκοπιά το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ως την επικράτηση των μοντέρνων ρευμάτων της γλυπτικής δεν άφησε αρκετό χρόνο για να καλλωπισθεί η πρωτεύουσα με ικανοποιητικό αριθμό δειγμάτων, κυρίως απλά διακοσμητικών, των προγενέστερων τεχνοτροπιών (μπαρόκ, κλασικής κ.λπ.) με συνέπεια την αναλογική και ποσοτική υστέρησή των σε σχέση με έργα μεταγενέστερων ρευμάτων.
Δικαιολογημένα, οι νέοι δημιουργοί προτιμούσαν να ακολουθήσουν μία νέα τεχνοτροπία που θα τους έδινε το διαβατήριο της διεθνούς καταξίωσης και όχι να υπηρετήσουν τις ανάγκες αναδρομικού εξευρωπαϊσμού της πόλης.
Αυτό το μικρό χρονικό διάστημα καλλιέργειας των “ξεπερασμένων” τεχνοτροπιών βρίσκεται στην πηγή, όχι μόνον της ανεπάρκειας, αλλά και της χωρικής ανισοκατανομής των σχετικών δειγμάτων, καθώς η εκθετική επέκταση της πόλης τον 20ο αιώνα σε εν πολλοίς ακατοίκητες περιοχές συνέβαλε στη διαμόρφωση νέων κοινόχρηστων χώρων ενώ έφθινε ή είχε εκλείψει η παραγωγή αντίστοιχων έργων.
Ευτυχώς, πάντως, κάποια παραγωγή υπήρξε, έστω και για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, ενώ κάποια μεταγενέστερα μπορούν να θεωρηθούν μορφολογικά ως “ουρά” των και να τέρπουν τον οφθαλμό μας, στο βαθμό που δεν προκαλούν απέραντη θλίψη όταν έχουν πέσει θύματα του καλπάζοντος χουλιγκανισμού και της περιρρέουσας ιδεοληπτικής αποστροφής προς την ελληνική αστική τάξη και του κληροδοτήματός της στην νεοελληνική κοινωνία.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο στοχεύουν στην ανάδειξη ορισμένων από αυτά τα, συχνά άγνωστα στο ευρύτερο κοινό, αριστουργήματα και να αποτελέσουν παρηγοριά σε εκείνους που, ακόμα και σήμερα, αφενός μεν θα ήθελαν την Αθήνα δείγμα ευρωπαϊκής πόλης και όχι τριτοκοσμική μεγαλούπολη, αφετέρου δε νοσταλγούν και τιμούν την βραχύβια κοινωνία, που, παρά τις καταβολές σημαντικού μέρους της, εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΟΥΪΖ
Στην λιμνούλα με τα σιντριβάνια του πεζοδρόμου της Φωκίωνος Νέγρη, στο ύψος των οδών Αγίας Ζώνης & Σποράδων. Ανενεργές κρήνες, κατάλοιπο από την πάλαι ποτέ λιμνούλα με τις πάπιες!
Discussion about this post