Φεβρουάριος. Πάλι. Και ανάπηρος και δίσεκτος και μασκαρεμένος. Έξω έκλαιγε μια γάτα.
Ο δρόμος θα γέμιζε σιγά – σιγά νυχτερινούς περαστικούς. Κουβέντες, γέλια, βρισιές. Ατέλειωτες ώρες αποσπασματικής ζωής στ’ αυτιά της. Αυτή η παράφωνη μουσική της νύχτας όπως κάθε βράδυ, κάτω από τα παράθυρα της, στον πρώτο όροφο στον αριθμό 3 της Place Jussieu de Paris.
Είχε, λέει, ένα αποκομμένο συναίσθημα και το “κακό” είχε γίνει όταν ήταν πολύ μικρή. Δεν αγαπήθηκε αρκετά στην αρχή και μετά αγαπήθηκε με το παραπάνω κι έτσι έχασε το μέτρο.
Άκου τώρα; Ανάμεσα στο πολύ και το λίγο έγινε η ίδια αυτή η απόσταση που ένωνε τα δύο άκρα. Έγινε η ίδια το κενό. Πώς να γεμίσεις αυτό το κενό τρέχοντας πάνω κάτω κάθε μέρα, πότε στο λίγο και πότε στο πολύ; Κι άντε τώρα να αποδεχτεί πως πρέπει να μάθει να ζει στην μέση. Ούτε στο λίγο, ούτε στο πολύ. Κι όχι ότι ετούτη είναι μια καλή στιγμή να τα θυμηθεί όλα αυτά. Που ούτε να τα αποδέχεται, ούτε να τα ερμηνεύει ξέρει. Απλά να! όταν άρχισε να την χαϊδεύει ο Ζαν, ρίγησε και όταν πια γδύθηκαν και κουλουριάστηκε δίπλα του, ένοιωσε πόσο δύσκολα μπορούσε να ερωτευτεί από την μια και πόσο εύκολα μπορούσε να κάνει έρωτα από την άλλη και φρίκαρε.
Τα χέρια του αγοριού που είχε γνωρίσει προχθές, από ένα ακόμη ραντεβού μέσω διαδικτύου, την έπιαναν σαν να την ήθελαν πολύ. Αρχικά ήταν διστακτικός αλλά μόλις κατάλαβε πως εκείνη είναι πολύ έτοιμη να “προχωρήσουν” έγινε πιο αποτελεσματικός. Γδυθήκανε με τρόπο βιαστικό και καθόλου τελετουργικό. Εκείνη τον κράτησε αμέσως μες τις παλάμες της, τις άφησε να ανεβοκατέβουν στην πλάτη του και στα μαλλιά του και μετά το δεξί της χέρι χώθηκε ανάμεσα στα πόδια του. Εκείνος έκανε σχεδόν το ίδιο. Σαν να την καθρέφτιζε. Το αριστερό του χέρι είχε μια ορμή που την ερέθισε και την έκανε να ανατριχιάσει. Βρήκε κατ’ ευθείαν τον στόχο. Γρήγορα η ερωτική πράξη άρχιζε να της θυμίζει όλες τις άλλες. Επαρκής και αδέξια, αιχμηρή και αναμενόμενη. Πόσες λίγες εκπλήξεις πια.
Τουλάχιστον τα φιλιά μια σταθερή αξία. Όταν δεν είναι υγρά και βαθιά, τα σταματάει όλα. Ντύνεται και λίγο μετά όλα παγώνουν. Τα φιλιά είναι οι μετρονόμοι της. Τα παραστατικά του έρωτα. Τα διαβατήρια για μια συνέχεια. Κι ο Ζαν φιλούσε υπέροχα. Θυμήθηκε στην σκέψη αυτή ένα βιβλίο στην βιβλιοθήκη της που το είχε αγοράσει για τον τίτλο του αλλά δεν το διάβασε ποτέ. Αλλά δεν ήθελε να χάσει αυτή την στιγμή κι αφέθηκε στα χείλη του που έλεγαν μάλλον αλήθεια. Αυτό της έδωσε έναν λόγο για να συνεχίσει. Τελειώσανε σχεδόν μαζί.
Το Παρίσι έξω βροχερό και αδιάφορο. Οι άνθρωποι σκυφτοί και κουρασμένοι σαν να ζούσαν σε άλλη πόλη και σε άλλων ζωές. Οι γιορτές είχαν περάσει και μαζί τους είχαν πάρει κάθε ελπίδα κάτι να αλλάξει. Σηκώθηκε μία και μισή την νύχτα αργά από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο. Τα μάτια της στο καθρεφτάκι φευγαλέα της είπαν να μην ξαπλώσει πάλι δίπλα του αλλά να πάει μετά το ντους στον καναπέ. Τελικά πόσο προτιμότερο είναι να κοιμάται και να ξυπνάει μόνη; Και τι να κάνει θέμα στην συνεδρία της σε λίγες μέρες με τον αναλυτή της; Πως όλα αυτά τα ήξερε πριν γίνουν; Πως όταν κλείνεις τέτοια ραντεβού έχεις από την αρχή προδικάσει το τέλος; Ή πως όταν έχεις ανάπηρο συναίσθημα δεν παριστάνεις στον εαυτό σου τον δρομέα μετ’ εμποδίων στις κούρσες του έρωτα;
Το αγόρι στο κρεβάτι της ροχάλιζε ρυθμικά και υποτονικά.
«Αυτό το σπίτι είναι φτιαγμένο για έναν» σκέφτηκε.
Μια δεύτερη σκέψη ήταν πως «ο Έρωτας έχει ένα βασικό ελάττωμα που τον κάνει αποσταθεροποιητικό: Το σεξ».
Τέλος, λίγο μετά τις τρεις, νοιώθοντας το κρεβάτι της κατειλημμένο, την ψύχρα στο δωμάτιο παντού, την ματαιότητα να νικάει την πιθανότητα κατά κράτος και την αντανάκλαση του εαυτού της στο τζάμι του παραθυριού να την κοιτάζει κατάματα, αποφάσισε να μην κοιμηθεί στον καναπέ. Μήπως θα ήταν ένα βήμα, αν τολμούσε να πάει δίπλα του και να αναζητήσει εκείνη την άβολη, έστω, θέση που θα την έκανε να πάρει τη ευθύνη της σε αυτό το λάθος; Και το λάθος να πάψει να φαίνεται μικρό ή μεγάλο και να πάρει τις πραγματικές του διαστάσεις; Όλοι έχουμε δικαίωμα να δώσουμε στο Τίποτα την ευκαιρία να γίνει Κάτι. Έσβησε το τσιγάρο της και πήγε πλάι στον κοιμισμένο. Βρήκε το θάρρος και χώθηκε μέσα στα σκεπάσματα.
Ο Ζαν με το που ένοιωσε το κορμί της να ξαπλώνει πλάι του την χάιδεψε και τραβήχτηκε πιο μέσα. Η στύση του την περίμενε. Αυτό της έδωσε μια μικρή παράταση στην απόρριψη μιας ακόμη νύχτας που είχε αρχίσει με υψηλές προσδοκίες.
Οι μέρες και οι νύχτες μετά τον Ζαν είχαν κυλήσει με πιο ανώδυνα ραντεβού. Ο Πιερ, ήταν μια σταθερή “αξία” χρόνων. Ερχότανε πάντα στις 6 όταν τον καλούσε, μετά από το γραφείο του, και πριν ξαναχωθεί στον γάμο του. Το σεξ μαζί του ήταν πιο «επαγγελματικό». Πέφτανε στα πατώματα και έμπαινε μέσα της χωρίς χάδια, χωρίς στοργή, χωρίς καμιά προκαταρκτική πράξη, που να τους βάζει σε πειρασμό να κοιταχτούν στα μάτια. Επίσης ο Πιερ, σε μία ώρα έπρεπε να έχει φύγει. Στις 7.30 το σπίτι θα ήταν πάλι ένα μικρό διαμέρισμα της πλατείας που μέσα ζούσε μια ακόμη κοπέλα της Δύσης. Αυτό που δεν μπορούσε να εξηγήσει με τον Πιερ ήταν γιατί της άρεσε να είναι μαζί του αφού δεν φιλήθηκαν, ως τώρα ποτέ στο στόμα. Από την άλλη άντεχε χωρίς να τον ρωτήσει αν την γυναίκα του την φιλούσε. Ήξερε: Ναι.
Φιλιά πάντως έβρισκε να μαζεύει από αλλού, από μέρη που ήταν κατά κάποιο τρόπο απαγορευμένα. Μετά τον Πιερ κι όπως έτρεχε η εβδομάδα πάντα φορτωμένη με πολλή δουλειά, κάπου στα μισά, Τετάρτη ας πούμε, είδε τον Ξαβιέ. Ο Ξαβιέ ερχότανε μόνο αν ήξερε πως στο σπίτι θα υπήρχαν οι απαιτούμενες προμήθειες. Τα ντραγκς δεν ήταν ποτέ ακριβώς του γούστου της, εκείνος όμως από την αρχή είχε τοποθετηθεί: «Δεν πάω με κορίτσια και επίσης όταν κάνω σεξ αμείβομαι. Με σένα θα κάνω μιαν εξαίρεση αν φροντίζεις κάθε φορά να είσαι καλά εξοπλισμένη». Γνωριστήκανε σε ένα ντραγκ πάρτι με πολύ σεξ από αυτά που οργάνωνε κάθε φορά στα γενέθλιά του ο Μαρκ, ο κολλητός της.
Ο Μάρκ έπινε πολύ, είχε πολλά λεφτά, πολλούς εραστές και αγόρια που καλούσε συχνά για να «σηματοδοτήσει» ακόμη πιο ουσιαστικά την επέτειο της μέρας που γεννήθηκε. Εννοείται πως οι υπηρεσίες της προς τον Μαρκ ήτανε πολύτιμες σε τέτοιες στιγμές. Εκείνη τον βοηθούσε να διαλέξει τους καλύτερους. Εκείνη αναλάμβανε το «κοινωνικό» σκέλος της διοργάνωσης ώστε ο Μάρκ και οι φίλοι του να περάσουν αξέχαστα. Κι εκείνη ήταν η μόνη σχεδόν θηλυκή παρουσία σε αυτά τα πάρτι. Μπορεί να παίζανε και κανα δυο τραβεστί αλλά ο ρόλος τους ήταν διακοσμητικός ως επί το πλείστον.
Από το προπέρσινο όργιο λοιπόν της είχε μείνει δωράκι ο Ξαβιέ, που ο Μαρκ τον «τσίμπησε» σε μια βραδινή του περίπολο. Της άρεσε που ο Ξαβιέ δεν ερχόταν από αναμενόμενες συστάσεις. Και τον πλεύρισε. Φύγανε μαζί, κι ο Μαρκ τους έδωσε τρία γραμμάρια για παρεούλα. Αυτό ήτανε και το μόνο που της ζητούσε ο Ξαβιέ, όταν τον καλούσε για φιλάκια κι αγκαλίτσες: να τον περιμένουν στο τραπεζάκι του σαλονιού της ένα – δυο βραχάκια κόκας από τα συρτάρια του Μάρκ.
– Θα δω τον Ξαβιέ. Είναι ο μόνος που ξέρει να φιλάει καλά, θα μου δώσεις τα απαραίτητα; είπε στον αγουροξυπνημένο Μαρκ, και όλα έγιναν όπως πάντα. Ο Μαρκ ούτε που θυμόταν ποιος είναι ο Ξαβιέ αλλά χατίρι δεν της χαλούσε.
– Εμένα αυτό που με απασχολεί είναι όσοι θες να σε θέλουν.
– Το πιο δύσκολο είναι να μην βαρεθώ.
– Αν πιεις λίγο απ’ αυτό δεν θα βαρεθείς ποτέ.
– Μαρκ ο καθένας με τα βοηθήματά του, σωστά;
– Εντάξει… απαντούσε συγκαταβατικά ο Μαρκ και της έστελνε ότι ζητούσε.
Το πρωί της επόμενης μέρας δεν άλλαζε ποτέ.
Ο Ζαν είχε φύγει βιαστικά πριν ξημερώσει.
– Είναι Δευτέρα αύριο, του είπε μέσα από τα σεντόνια. Αρχίζει μια δύσκολη εβδομάδα για μένα κι έχω πολλή δουλειά. Θα βγω στον δρόμο στις 6.
– Οκ. Μωρό μου, το ‘πιασα. Ξέρεις πως θα με βρεις.
Με τον Πιερ δεν είχε λόγο να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Κανένα πρωινό δεν τους είχε βρει να ξυπνάνε μαζί. Δέκα χρόνια τώρα. Μόνο μια φορά που η γυναίκα του μπήκε για να γεννήσει το μωρό τους, ο Πιερ έμεινε όλο το βράδυ. Εκείνη την νύχτα ήθελε να την κρατήσει για πάντα. Δεν είχε αγωνία αν το πρωί βρεθούν στο ίδιο στρώμα. Ότι δεν μπορείς να έχεις θες. Ο Πιερ σηκώθηκε πρώτος έφτιαξε καφέ και της είπε: «Έμεινα γιατί θα αργήσω λίγο να σε δω. Χτες έγινα πατέρας.» Κι ήταν η μόνη φορά που τη φίλησε φεύγοντας. Στο μέτωπο.
Ο Ξαβιέ μάζευε τα υπολείμματα σκόνης από τα πιατάκια. Κατά τις πέντε τα ξημερώματα έμπαινε στο ντους. Κατά τις έξι ήτανε στον δρόμο κι εκείνη τον κοιτούσε πάντα από το παράθυρο να απομακρύνεται με τα χέρια στις τσέπες. Τι κρίμα τέτοια χείλη να πηγαίνουν χαμένα σε στόματα αντρών που δεν ξέρουν να φιλάνε. Είναι ανισόρροπη η ζωή. Και στημένο το παιχνίδι.
Ο μήνας Φεβρουάριος ετοιμάζει το Καλοκαίρι. Την Έξοδο. Οι περισσότεροι πελάτες εμφανίζονται τότε και κλείνουν ιδανικά τα καλοκαιρινά τους τριήμερα ή και πιο πολλές μέρες σε πολύ προσεγμένα ξενοδοχεία της Κυανής Ακτής και με την σωστή συνοδεία. Τότε είναι που οι δοκιμές για νέο προσωπικό είναι στα πάνω τους. Και η ζωή της γεμίζει με τόσες υπερωρίες που δεν βρίσκει χρόνο για πιο ιδιωτικές στιγμές. Βέβαια οι περισσότερες από αυτές τις υπερωρίες έχουν αυτήν την προκλητική παράμετρο ιδιωτικότητας που την κάνει να μην πλήττει όσο εργάζεται τις απογευματινές ώρες στα Ραντεβού Δοκιμής Νέων Ελπίδων (ΡΑΔΟΝΕΛ).
Κατά τις πέντε το απόγευμα της προτελευταίας μέρας του μήνα, κλείδωσε ένα ακόμα ραντεβού.
Ο Κλωντ, νεοφερμένος στην Escortism S.A. την Υπηρεσία Συνοδών που εργαζόταν θα ερχότανε στο σπίτι για μια από τις συνηθισμένες δοκιμές.
Ο Κλωντ δεν ήταν λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιακός από άλλους υποψηφίους να αναβαθμίσουν την θέση τους στην εταιρία. Εκείνη τον υποδέχτηκε με το κλασικό της επαγγελματικό ύφος και του πρότεινε να της συμπεριφερθεί σαν σε μια ακριβή πελάτισσα που έχει κλείσει για δύο ώρες αυτόν τον άντρα στο κρεβάτι της. Σε λιγότερο από δύο ώρες είχανε όντως τελειώσει. Ο Κλωντ είχε ντυθεί και χαρούμενος άκουσε πως η προαγωγή που ζήτησε θα ήταν δεδομένη. Υπό έναν όρο. Να μην φύγει απόψε από το σπίτι της. Να μείνει να κοιμηθούνε μαζί αγκαλιά, πέραν της όποιας επαγγελματικής διάστασης του συνδέσμου τους.
– Αύριο το πρωί θα είσαι ελεύθερος να γυρίσεις στην κανονικότητά σου, του είπε με ένα αδιόρατο χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.
– Πρέπει να κάνω ένα – δύο τηλεφωνήματα για να ελευθερώσω το βράδυ μου, είπε εκείνος.
Ξυπνήσανε μαζί σχεδόν στις 9 και με τα κινητά τους τηλέφωνα να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε θορυβώδη sms. Ήπιανε καφέ και μασούλησαν κουλουράκια. Δεν χρειάστηκε να του ζητήσει να την φιλήσει στο στόμα με πάθος πριν φύγει. Το έκανε μόνος του.
Στις 11 ακριβώς, το πρωί της 29ης Φεβρουαρίου, η συνεδρία της μέσω Skype με τον αναλυτή της ξεκίνησε. Είχε ντυθεί σαν να ετοιμαζόταν για μακρινό ταξίδι. Μια βαλίτσα την περίμενε στη στροφή της σκάλας. Του εξήγησε πως δεν θα μπορούσε να συνεχίσει μαζί του τις συνεδρίες για όσο θα έλειπε.
– Είστε σίγουρη πως το να απομακρυνθείτε σε αυτή την στιγμή της ζωής σας από ότι σας τρομάζει δεν είναι μια ακόμη φυγή από την πραγματικότητα;
– Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα, δεν ήμουν ποτέ.
– Πως θα εμποδίσετε το χειρότερο; Δεν έχετε βρει καν προορισμό… Αυτή είναι μια κίνηση πανικού.
– Μπορεί αλλά αν δεν φύγω τώρα δεν θα γίνω ποτέ καλά.
– Είστε εξαρτημένη από τον Έρωτα και το Σεξ και αυτό δεν θα αλλάξει αν πάτε στο Θιβέτ.
– Και σίγουρα δεν θα αλλάξει επίσης αν μείνω στο Παρίσι.
– Δεν έχετε καμιά συμπόνια για τον εαυτό σας, τον «τρέφετε» με τα ψίχουλα που περισσεύουν από τους εραστές σας κλπ, κλπ, κλπ.
Δεν τον άκουγε. Είχαν ανοίξει ποτάμι τα μάτια της κι έτρεχαν. Κυλούσαν και πλημμύριζαν το σπίτι. Με τόσο νερό σε λίγο τα έπιπλα θα επιπλέουν, θα βγει από τα παράθυρα και θα πνίξει όλο τον δρόμο. Μια φωτιά μπορεί να σταματήσει το νερό; Παραλογισμοί. Είχε δίκιο ο αναλυτής της το ήξερε. Αλλά πήρε το μπιτόνι. Έριξε βενζίνη παντού. Και φεύγοντας από το διαμέρισμα πέταξε το τελευταίο της τσιγάρο μέσα. Το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες. Κάθαρση, είχε μάθει είναι το αριστοτελικό τέλος μιας ιστορίας, σε ένα σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής που είχε αποσπασματικά παρακολουθήσει κάποτε. Όταν έφτασε η Πυροσβεστική ήταν αργά. Όλα είχαν απανθρακωθεί.
Δεν την αναζήτησε μάλλον κανείς. Δεν έμαθε ποτέ εκεί που έζησε τι απέγινε ο Μαρκ, ο Κλωντ, ο Πιερ, ο Ξαβιέ, ο Ζαν και τόσοι άλλοι. Άλλαξε όνομα, άλλαξε ζωή. Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο είχε της είχε φανεί πριν το κάνει.
Η Ελοίζ Ρεμπώ κατοίκησε σε μια παραλιακή πόλη κάπου κοντά στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας και έγραψε ιστορίες για τον Έρωτα στα γαλλικά και στα όρια που η Πορνογραφία συναντάει την Λογοτεχνία. Μεταφράστηκαν σε 10 γλώσσες. Δεν φωτογραφήθηκε για τον Τύπο ποτέ. Είχε μια πολύ καλή μάνατζερ που την βοήθησε να κρατήσει μυστική την εικόνα της όσο ζούσε. Δεν συνδέθηκε ορατά με κανέναν κι ούτε μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν το όνομα της ήταν αληθινό ή ψευδώνυμο. Μια από τις ιστορίες της θα διαβάσουμε στην ομάδα Δημιουργικής Γραφής απόψε. Ο τίτλος της; «ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ». Μόλις την ολοκληρώσουμε θα ήταν σκόπιμο όλοι σας να αναζητήσετε ένα διαφορετικό τέλος για την ιστορία που θα ακούσετε. Παράδειγμα: Αν η ηρωίδα του διηγήματος δεν αποφάσιζε να φύγει καίγοντας το σπίτι της, εσείς τι τέλος θα δίνατε στην Ιστορία;
Αρχίζω:
«Φεβρουάριος. Πάλι. Και ανάπηρος και δίσεκτος και μασκαρεμένος. Έξω έκλαιγε μια γάτα…».