Πατησίων 44
Τρεις xρόνοι σε έναν μόνο xώρο
Για πολλούς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ή πιο σύντομα το «Μουσείο», αποτελεί αν όχι τον σημαντικότερο, έναν από τους σημαντικότερους εκθεσιακούς χώρους αρχαίων ευρημάτων στην Ελλάδα. Τα ευρήματα που συγκεντρώνει καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων τόσο για τους μελετητές, αρχαιολόγους αλλά και πολλών άλλων ειδικοτήτων, όσο και των εκάστοτε επισκεπτών. Από την άλλη, η σημασία της οικοδόμησης του στην Πατησίων, λίγο μετά την οικοδόμηση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, έχει εκφραστεί μέσα από το τεράστιο φορτίο ιστορικής μνήμης που και τα δύο φέρουν. Είναι σημάνσεις μιας άλλης εποχής, που έχει την αφετηρία της στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 και ακολουθεί όλη την ιστορική πορεία αυτού, από τον 19ο αιώνα στον 20ο, στην εποχή της μεταπολίτευσης και στο σήμερα.
Η αλήθεια είναι πως όσες φορές κι αν κανείς περάσει από μπροστά τους, τα περπατήσει περιμετρικά, χαράσσοντας την πορεία από την οδό Στουρνάρη στην Πατησίων και την Αβέρωφ, όσο αμέτρητες κι αν είναι οι φορές αυτής της περιδιάβασης, ουδέποτε χάνουν τον δεσποτικό τους χαρακτήρα. Ίσως για εντελώς διαφορετικούς λόγους ο καθένας μας, ακόμα και χωρίς να στρέψει το κεφάλι προς το Πολυτεχνείο ή το Μουσείο, μόνο με την άκρη του ματιού του, βρίσκει κάτι που ταράσσει την κανονικότητα αυτού του αστικού δρόμου. Δεν ξέρω αν είναι τα υψωμένα κάγκελα του Πολυτεχνείου, τα κρεμασμένα πανό, η ιστορική προτομή, οι κίονες του Αρχαιολογικού, το εκτυφλωτικό κόκκινο χρώμα, η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα κομβικό σταυροδρόμι που θα σε οδηγήσει στο Πεδίον του Άρεως, πάντως η ατμόσφαιρα που τα περιβάλλει στο δημόσιο χώρο έχει κάτι το διαφορετικό. Κι αυτή η ατμόσφαιρα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από τους ανθρώπους που τους έδωσαν ζωή και χαρακτήρα και ύφος και υπόσταση. Όπως έλεγε κι ένας καθηγητής αρχιτεκτονικής: «τα κτήρια δεν είναι τα ντουβάρια, παιδιά, είναι οι άνθρωποι. Είμαστε εμείς».
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερο ερέθισμα απ’ αυτό για να επισκεφθούμε τον χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου. Δεν είναι μια αποθήκη. Δεν είναι φυσικά ούτε ένα μαυσωλείο που ο επισκέπτης πάει για να δει παραταγμένα τα «σπασμένα» μαρμάρινα αγάλματα και τα είδη κεραμικής. Είναι πολλά περισσότερα. Είναι σαν να βιώνουμε τρεις χρόνους. Ο πρώτος είναι ο χρόνος των εκθεμάτων. Μια πορεία από την προϊστορική εποχή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ο δεύτερος χρόνος είναι ο ιστορικός χρόνος του μουσείου, στα μέσα του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα η πορεία του από το 1866 έως σήμερα. Ο τρίτος χρόνος είναι το παρόν μας. Μέσα σε αυτό τοποθετούμαστε εμείς, ως παρατηρητές του πρώτου και του δεύτερου χρόνου. Είμαστε άνθρωποι μιας άλλης εποχής, διαφορετικής από όσες προηγήθηκαν. Ως άνθρωποι του καιρού μας προσπαθούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που αυτός μας θέτει. Έτσι, καθώς στεκόμαστε κριτικά απέναντι στο παρελθόν και μάλιστα στην πνευματική του έκφραση, οικοδομούμε ξανά το παρόν μας.
Η οδός Πατησίων και η ανέγερση του Μουσείου
Η οδός Πατησίων είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο ιστορικούς δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Κι αυτό γιατί ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα συγκέντρωνε μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της πρωτεύουσας, συνιστούσε έναν δρόμο εμπορικό και κατ’ επέκταση αστικό. Η επίσημη χάραξη της οδού πραγματοποιήθηκε το 1841 και στόχευε στην σύνδεση του κέντρου της πόλης με το τότε χωριό, «Πατήσια». Όμως, από τα τέλη του 19ου αιώνα και με την επέκταση του σχεδίου της πόλης, το χωριό «Πατήσια» έφτασε να αποτελεί προάστιο της Αθήνας.
Ο θεμέλιος λίθος του Μουσείου μπήκε το 1866, μετά από δωρεά του οικοπέδου από την Ελένη Τοσίτσα, δίπλα στο Πολυτεχνείο. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από το λατομείο των Πινακωτών και μάρμαρα από τον Υμηττό, την Πεντέλη και τον Κοκκιναρά, καθώς και αρχαίο οικοδομικό υλικό από το θέατρο του Διονύσου (κάτω από τον λόφο της Ακρόπολης) και την περιοχή της Πυργιώτισσας. Το Μουσείο, όπως σήμερα το γνωρίζουμε, ακολουθεί την κάτοψη που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Lange, με αρκετές τροποποιήσεις. Η πρόσοψη, όμως, του κτιρίου βασίστηκε σε ένα πρωτότυπο σχέδιο του Ziller που χαρακτηρίζεται από ένα κεντρικό ιωνικό πρότυπο και μια επιμήκη στοά που καταλήγει στα άκρα σε δύο προεξέχοντες χώρους, που καλύπτονται από αετωματική στέγη.
Τα εκθέματα του Μουσείου και η παρουσίασή τους στο κοινό
Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου καλύπτουν μια έκταση 8.000 τ.μ. στην οποία στεγάζονται οι πέντε μόνιμες συλλογές του. Η πρώτη από αυτές τις συλλογές είναι η Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, που περιλαμβάνει έργα των μεγάλων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στο Αιγαίο από την 6η χιλιετία έως το 1050 π.Χ. (νεολιθικού, κυκλαδικού και μυκηναϊκού) και ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό της Θήρας. Η δεύτερη είναι η Συλλογή Έργων Γλυπτικής, που παρουσιάζει την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής από τον 7ο αι. π.Χ. έως τον 5ο αι. μ.Χ., μέσα από μοναδικά έργα τέχνης. Αξιόλογα δείγματα των πλαστικών τεχνών κατά την αρχαιότητα παρουσιάζει η Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας, που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα της αρχαίας ελληνικής κεραμικής από τον 11ο αι. π.Χ. έως και τη ρωμαϊκή εποχή, καθώς και τη Συλλογή Σταθάτου, μια διαχρονική συλλογή μικροτεχνημάτων. Η Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας με πολλά μοναδικά πρωτότυπα έργα, αγάλματα, ειδώλια και έργα μικροτεχνίας. Τέλος, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φιλοξενεί τη μοναδική για την Ελλάδα Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων με έργα τέχνης, που χρονολογούνται από την προδυναστική περίοδο (5000 π.Χ.) έως και τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης.
“ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΜΕ ΑΡXAΙΟΤΗΤΕΣ ΣTΟΝ ΚΟΣΜΟ”
Ο Γ. Κακαβάς, αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, μας μιλάει για τις μόνιμες συλλογές, για την σημαντικότατη περιοδική έκθεση του Ναυαγίου των Αντικυθήρων που ολοκληρώνει τον κύκλο της στο τέλος του Ιούνη, για εκθέσεις που προετοιμάζονται και αφορούν είτε στην έκθεση για πρώτη φορά αρχαιοτήτων, είτε για μια συμπαράθεση αυτών με τη σύγχρονη ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς επίσης και για τη σχέση του μουσείου τόσο με το αθηναϊκό κοινό, όσο και με τους επισκέπτες του από όλο τον κόσμο.
Μια συζήτηση με τον Αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Γ. Κακαβά.
Τι σημαίνει κατά τη γνώμη σας το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο;
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σημαίνει την επιτομή της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας από την προϊστορία μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα. Είναι το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους και θεωρείται ένα από τα καλύτερα μουσεία με αρχαιότητες στον κόσμο. Φιλοξενείται σε ένα ιστορικό κτήριο, δημιούργημα Ελλήνων και ξένων αρχιτεκτόνων, με πρόσοψη σχεδιασμένη από τον Ε. Τσίλερ. Στα 9.300 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακού χώρου παρελαύνουν αριστουργήματα, που αποτελούν πολλά από αυτά το “μήλον της έριδος” για κάθε περιοδική έκθεση του εξωτερικού. Δεν υπάρχει έκθεση αρχαιοτήτων που δεν δανείζεται αντικείμενα από συλλογές του αρχαίου κόσμου. Συνοψίζοντας θεωρώ ότι αποτελεί το εμβληματικότερο μουσείο της χώρας μας και ένα διεθνές ορόσημο για το που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη καλλιτεχνική δημιουργία.
Υπάρχουν προβλήματα και ευρύτερα δυσχέρειες αναφορικά με τη λειτουργία του μουσείου;
Ένα δημόσιο μουσείο ακολουθεί την πολιτική για τον πολιτισμό που εφαρμόζει η πολιτική ηγεσία της χώρας. Σ’ αυτό το σημείο νομίζω ότι χολένει η πολιτεία και δεν έχει αποδώσει στα δημόσια μουσεία τον ρόλο που τους αξίζουν. Ένα μουσείο δεν είναι μόνο ναός της τέχνης, αλλά και χώρος παίδευσης, ψυχαγωγίας και ξεκούρασης. Για να μπορούν να τα επισκέπτονται απρόσκοπα τόσο Έλληνες, όσο και ξένοι θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα διευρυμένο ωράριο για όλη τη διάρκεια του χρόνου και να προσληφθεί ένας ικανός αριθμός προσωπικού. Το κυριότερο είναι ότι λειτουργούμε με εποχικό προσωπικό και υπάρχουν περίοδοι που αρκετές αίθουσες παραμένουν κλειστές και το ωράριο κατ’ επέκταση περιορίζεται μέχρι τις 15.00- 16.00 το μεσημέρι. Το πρόβλημα αυτό θεραπεύεται με πρόσληψη μόνιμου προσωπικού πλήρους απασχόλησης.
Ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα είναι η εμφάνιση του προσωπικού που θα πρέπει να γίνεται με φροντίδα της πολιτείας. Η εμφάνιση του προσωπικού οφείλει να είναι διακριτή και ευπαρουσίαστη. Ανάλογα, είναι απαραίτητο να διατηρούνται οι εκθεσιακοί χώροι καθαροί, όπως και οι χώροι υγιεινής. Αυτό απαιτεί τόσο ικανό αριθμό προσωπικού, όσο και πόρους για την προμήθεια των απαραίτητων αγαθών.
Επιπλέον, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι η υποβαθμισμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται. Έχουν γίνει συντονισμένες προσπάθειες φορέων κατά τον τελευταίο χρόνο, που έχουν αποφέρει μια μερική εξυγίανση. Χρειάζονται δραστικά μέτρα, όπως προσεκτικός ηλεκτροφωτισμός στον πεζόδρομο της οδού Τοσίτσα, με εικαστικές αναφορές και ανάπτυξη του περιβάλλοντα χώρου, όπως υπαίθριες εκθέσεις, μουσικοθεατρικές παραστάσεις, δρώμενα και δραστηριότητες που θα απομάκρυναν παραβατικά άτομα. Επομένως, σε ένα γενικό πλαίσιο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μπορεί να συνοψιστούν στην έλλειψη προσωπικού και χρηματοδότησης και για τη συντήρηση του κτηρίου μεταξύ των άλλων, που προαναφέρθηκαν.
Πώς μπορεί κατά τη γνώμη σας να «συνομιλήσει» η αρχαία τέχνη με την σύγχρονη;
Η καλλιτεχνική δημιουργία έχει συνέπεια, συνέχεια και πολλές φορές η αρχαιότερη αποτελεί πηγή έπνευσης για την νεώτερη. Πολλές φορές σε περιοδικές εκθέσεις προτείνουμε έναν εικαστικό διάλογο, ανάμεσα σε δημιουργήματα της αρχαιότητας και σε σύγχρονα έργα τέχνης. Ένα παράδειγμα αποτελεί η φωτογραφική έκθεση «Αρχαίο Κάλλος», που πηγή έπνευσης ήταν τα αρχαία ελληνικά γλυπτά, τα οποία όντας αποτυπωμένα φωτογραφικά από ιδιαίτερες οπτικές γωνίες και εκτυπωμένα με μια σύγχρονη τεχνική σε αλουμίνιο, δημιουργούσαν ένα εικαστικό αποτέλεσμα το οποίο άντεχε την παράθεση με τις αρχαιότητες. Το αρχαίο κάλλος συνομιλούσε με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, ως πηγή έπνευσης, αλλά και ως έκπληξης προς το θεατή που ανακάλυπτε νέες όψεις των αγαλμάτων. Από τα μέσα Ιουνίου στο καφέ στο αίθριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κάθε δύο μήνες ένας Έλληνας εικαστικός θα προβάλλει επιλεγμένες δημιουργίες του, σε μια προσπάθεια προβολής της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι δεδομένο ότι αισθανόμαστε περήφανοι για τους προγόνους μας, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αξία των σύγχρονων. Θα αρχίσουμε με τη ζωγράφο κα. Χανδέλη, με έργα εμπνευσμένα από αρχαίες μορφές, θα συνεχίσουμε με χαρακτικά έργα του κου. Σ. Ανδρουτσάκη και έπειτα με φωτογραφίες αρχαιολογικών θεμάτων και χώρων του Γ. Αθανασόπουλου.
Τι κρίνετε ότι θα πρέπει να κάνει ένα μουσείο, προκειμένου να ανοιχτεί στην κοινωνία;
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχει πετύχει να αποτελεί ένα ανοιχτό μουσείο στην κοινωνία, ένα παλλόμενο κύτταρο της καθημερινής ζωής της πρωτέουσας, ένα φωτεινό μουσείο που ελκύει εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες. Το πετύχαμε με τις καλοστημένες μόνιμες εκθέσεις, την καλύτερη περιοδική έκθεση της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη όπως χαρακτηρίσθηκε και που δεν είναι άλλη από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων. Ύστερα από δύο παρατάσεις η έκθεση αυτή ολοκληρώνει την πορεία της στις 29 Ιουνίου και σχεδιάζεται το Φθινόπωρο του 2015 να μεταφερθεί στο Μουσείο Αρχαιοτήτων της Βασιλείας, στην Ελβετία. Προσφέρουμε, ακόμη, εκπαιδευτικά προγράμματα για νέους, παιδιά με τις οικογένειές τους και μεγάλους, προγράμματα που τιτλοφορούνται ως «Το παραμύθι της Κυριακής» και επιπλέον, συναυλίες, χορευτικά δρώμενα, εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, σε συνομιλία ή παράθεση με τα αρχαία εκθέματα, πετυχαίνοντας οι μόνιμοι ή περιστασιακοί επισκέπτες του μουσείου να το επισκέπτονται ξανά και ξανά.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο πετύχαμε να γίνει μέρος της καθημερινής ζωής και των κατοίκων της Αθήνας. Στις 25 Ιουνίου γιορτάζουμε με εκδηλώσεις την ολοκλήρωση της περιοδικής έκθεσης «Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων», με μουσικό δρώμενο και χορηγούς την ελβετική HUBLO και την COSMOTE.
Πώς προετοιμάζετε τις μελλοντικές περιοδικές εκθέσεις του μουσείου;
Ήδη έχουμε μπει στη διαδικασία να σχεδιάζουμε την επόμενη περιοδική έκθεση και έχοντας τη συναίσθηση ότι μετά την έκθεση για το «Ναυάγιο των Αντικυθήρων» ο πήχης έχει ανέβει πολύ ψηλά. Διαλέξαμε για τη νέα έκθεση μια γοητευτική περίοδο του ανθρώπινου πολιτισμού καλυμμένη από την αχλύ του μύθου, της μαγείας αλλά και της ιστορίας. Θα χρησιμοποιηθούν για την εν λόγω έκθεση αποκλειστικά προϊστορικές αρχαιότητες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που θα δουν για πρώτη φορά το φως και θα καλυφθούν ενότητες που θα αναφέρονται στα αντικείμενα και τους δημιουργούς τους. Ήδη εργάζεται συντονισμένα όλη η επιστημονική ομάδα του μουσείου, προκειμένου να συνταχθεί η μουσειολογική μελέτη, ώστε να ακολουθήσει η μουσειογραφική μελέτη, που θα προτείνει τον τρόπο που θα στηθεί η έκθεση, τον φωτισμό που θα χρειαστεί, και ίσως ακόμη τη χρήση τόσο μουσικής όσο και νέων μέσων, προκειμένου να δημιουργηθεί μια πρωτότυπη εικαστική έκθεση, που θα τέρπει και θα μορφώνει.
Σ’ αυτό το Μουσείο και σε κάθε Μουσείο
Τα μουσεία είναι όλα αυτά που φαίνονται και δεν φαίνονται. Πίσω από τα εκθέματα, τα στυλιζαρισμένα φυλλάδια, τους καταλόγους των εκθέσεων, το στήσιμο και τα κείμενα υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, εξειδικευμένοι σε πολλές επιστήμες, που επιλέγουν, αξιολογούν και οργανώνουν ό, τι σε μας φαίνεται αυτονόητο με την είσοδό μας στον χώρο του μουσείου. Κλείνοντας λοιπόν, αυτό το αφιέρωμα προκύπτουν πολλά ερωτήματα με μεγάλο ενδιαφέρον. Τι είναι ένα μουσείο τελικά; Πώς λειτουργεί; Πώς επιλέγει τα εκθέματα του και τον τρόπο παρουσίασης τους; Πόσο ανοιχτό είναι στο κοινό του;
Το πρώτο από τα παραπάνω ερωτήματα ενδεχομένως φαίνεται «αυτονόητο», χαζό ή και αφελές. Όμως, το γεγονός που θέλει τους μουσειολόγους και τους άλλους επιστήμονες να επιλέγουν από μια τεράστια γκάμα υλικών αντικειμένων για το τι θα εκτεθεί και το τι όχι, φανερώνει πως καθόλου αυτονόητο δεν είναι στην πραγματικότητα. Η επιλογή σημαίνει αυτομάτως και αξιολόγηση του τι είναι «καλό» να εκτεθεί σε πολύ κόσμο και τι όχι. Και μάλιστα, αυτή η αξιολόγηση γίνεται από ειδήμονες που ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι δεν υπάρχουν εσαεί μέσα στον κόσμο, αλλά μπορούν να ανατραπούν, να απορριφθούν, να δεχθούν κριτική. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που σημαντικοί μελετητές έχουν ασκήσει δριμύτατη κριτική σε επιμελητές εκθέσεων, γιατί κατασκεύαζαν ένα πολύ περιορισμένο τρόπο θέασης του κόσμου, μέσω του στησίματος των εκθεμάτων.
Ο τελευταίος ορισμός που δόθηκε για το «μουσείο» από το ICOM1 (Γενική συνέλευση της Βιέννης, 2007), στο πλαίσιο ατέρμονων συζητήσεων και συγκρούσεων γύρω από το τι αυτό συνοδεύει ως χώρος, αναφέρει: «Το μουσείο είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο οποίος αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί και εκθέτει την υλική και άυλη κληρονομιά του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του με σκοπό την εκπαίδευση, τη μελέτη και την ψυχαγωγία».
Με αυτά στο μυαλό μας και έναν ευρύτερο προβληματισμό για το αφήγημα που κάθε μουσείο δημιουργεί μέσω της αρχιτεκτονικής του, των εκθεμάτων του, των κειμένων που τα συνοδεύουν κ.τ.λ μπορούμε ίσως καλύτερα να αντιληφθούμε πως ο χώρος αυτός δεν είναι παρά ένας παραγωγός ιστορίας του ανθρώπου. Αλλά όχι της γνωστής σε όλους μας «ιστορία» που παραπέμπει σε πηγές και αρχεία, τη διαβάζουμε σε έντυπη μορφή, με όλη την πολυτέλεια του χρόνου να σκεφτούμε όσες φορές θέλουμε την ερμηνεία που μας προτείνει. Τα μουσεία κατασκευάζουν την ιστορία του ανθρώπου διαφορετικά. Διαλέγουν τα εκθέματά τους και όπως αποσπασματικά αυτά είναι ως προς όλα τα αντικείμενα που μπορεί να βρει κάποιος για μία εποχή, ανάγουν το ειδικό στο γενικό, στο όλο. Είναι όμως έτσι; Μπορεί ένας εκθεσιακός χώρος να φιλοξενεί όλα τα τεκμήρια που χρειάζεται κάποιος για να κατασκευάσει την εικόνα μιας άλλης εποχής; Η προσωπική μου απάντηση είναι όχι. Μόνο πτυχές μπορεί να φωτίσει, να αναδείξει και να προβάλει και εμείς ως επισκέπτες οφείλουμε να παρατηρήσουμε εκ νέου το έκθεμα και την ιστορία, από ένα πρίσμα διαφορετικό από αυτό που μας προτείνουν. Ένα πρίσμα πολυπαραγοντικό και συνθετικό.
Όσον αφορά στο διαρκές ερώτημα σχετικά με το αν τα μουσεία είναι ανοιχτά στο κοινό τους ή όχι, νομίζω πως ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι αυτό του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες σελίδες. Είναι κατά την άποψη μου ιδιαίτερα εντυπωσιακή η εικόνα έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, ημέρα εργάσιμη ή Σαββατοκύριακο, με τις πολυμελείς ομάδων τουριστών και τον ξεναγό τους. Η αλήθεια είναι, πως αν εξαιρέσουμε τους σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής ή της Καλών Τεχνών, οι ντόπιοι επισκέπτες του Μουσείου είναι αναλογικά λιγότεροι. Άσχετα από τις αιτίες που μπορεί κανείς να διαγνώσει για το φαινόμενο αυτό, υπάρχει μια πρόταση που επανατοποθετεί το Μουσείο με την ουσιαστική έννοια του όρου στον χώρο που το φιλοξενεί. Αυτή η πρόταση αφορά στους δεσμούς που φτιάχνει ο χώρος μέσα από το ανθρώπινο δυναμικό που τον απαρτίζει με την κοινωνία. Οι δράσεις εντός του Μουσείου ή της αυλής του, το μειωμένο εισιτήριο μπορούν ουσιαστικά να συμβάλουν προς μια τέτοια κατεύθυνση, πολύ περισσότερο από τις καφετέριες και τα καταστήματα εντός των εκθεσιακών χώρων.
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να αναφέρω και το εξής. Τα μουσεία μπορεί να γίνουν στόχος κριτικής ή ν’ αποθεωθούν για το κοινωνικό τους έργο. Από όποια διαφορετική θέση κι αν ξεκινήσει κανείς, νομίζω πως ένα πράγμα δεν μπορεί να αποδεχτεί: την εικόνα του μουσείου ως αποθήκη «πολύτιμων» αντικειμένων. Κι αυτό γιατί τα μουσεία κατασκευάζονται στο εκάστοτε παρόν και αποκρυσταλλώνουν την εικόνα της δικής μας κοινωνίας, των δικών μας κοινωνικών σχέσεων, της δικής μας εικόνας για τα παρελθόν και την ιστορία. Τα μουσεία είναι η θεσμική έκφραση του τρόπου με τον οποίο μια κοινωνία μέσα σε μια δεδομένη εποχή βλέπει το παρελθόν. Κι αυτό είναι κάτι που μετράει βαθύτατα στον τρόπο με τον οποίο οικοδομούμε το παρόν και το μέλλον.
1. Για περισσότερα σχετικά με τα Μουσεία βλέπε το σύγγραμμα: Ε. Γιαλούρη (επιμ.), Υλικός Πολιτισμός: η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, εκδ. Αλεξάνδρεια: Αθήνα, 2013
Discussion about this post