Του Νίκου Γουργουλέτη
Τετάρτη 4 Μαρτίου στις 5 το πρωί: ξεκάθαρα αγχωμένος περιμένω το λεωφορείο για το αεροδρόμιο, στις 8: μπαίνω στο αεροπλάνο, στις 10: κάνω αλλαγή πτήσης στο Μόναχο, στη 1: βρίσκομαι στο Πόρτο, στις 6: συναντάω το υπόλοιπο ελληνικό team…
Στις 6.02 καταλαβαίνω ότι με αυτά τα παιδιά θα δημιουργήσω αναμνήσεις που θα θυμάμαι μια ζωή. Έτσι ακριβώς κι έγινε. Δεν μπορώ να περιγράψω πώς ανοίγεσαι και δένεσαι τόσο γρήγορα με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες σε αυτά τα προγράμματα, αλλά σίγουρα αυτοί που έχουν ζήσει μια τέτοια εμπειρία μπορούν να με καταλάβουν.
Αυτό που συνηθίζουμε να λέμε εμείς οι erasmus addicted είναι ότι μια μέρα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, ισοδυναμεί με έναν μήνα της κανονικής ζωής.
Αν με ρωτούσε κανείς τι το διαφορετικό έχουν τα άτομα που συνάντησες εκεί και σε έκαναν να ενθουσιαστείς και να ταυτιστείς μαζί τους, θα έλεγα ανοιχτό μυαλό, πολλά ενδιαφέροντα, γνώσεις, πολύπλευρες προσωπικότητες και πολλά,πολλά άλλα. Μέσα σε 2 μέρες, είχα γελάσει, κλάψει, μα πάνω απ’όλα μάθει από τις ιστορίες του καθενός. Γυρνώντας πίσω δεν είμαι ο ίδιος.
Έμαθα να εκτιμώ τους γύρω μου και να μην θεωρώ τίποτα δεδομένο. Έμαθα να μην ντρέπομαι για τον εαυτό μου και να εκφράζω ελεύθερα αυτό που νιώθω. Έμαθα πώς είναι να μένεις σε ένα σπίτι χωρίς ζεστό νερό και ηλεκτρισμό και να πρέπει να κάνεις κάτι εσύ γι αυτό και όχι να φωνάξεις τον μπαμπά να το φτιάξει. Έμαθα αρκετά από τους ξένους συμμετέχοντες και για ακόμη μια φορά κατέληξα στο συμπέρασμα του πόσο διαφορετικοί, αλλά παράλληλα και πόσο ίδιοι είμαστε μεταξύ μας. Ε, δεν θα έμαθα και καμιά λέξη στα πορτογαλικά; Έμαθα, έμαθα!

Σύντομα, έφτασε η ώρα του αποχωρισμού… Η ώρα του αποχαιρετισμού από το υπόλοιπο team γιατί εμένα το ταξίδι μου στην Πορτογαλία είχε και συνέχεια. Το κενό λοιπόν που μου δημιούργησε ο αποχωρισμός από τα παιδιά, το κάλυψε η Λισαβόνα και η εμπειρία που είχα εκεί ως solo traveler πλέον. Αφού τελείωσε το πρόγραμμα και ρίξαμε ένα πρώτο δάκρυ λέγοντας τα ατελείωτα I will miss you, I want to see you again, εγώ έπρεπε να οργανωθώ και να πάρω το τρένο για Λισαβόνα.
Δεν θα σας το κρύψω, είχα άγχος καθώς θα εμένα για πρώτη φορά μόνος μου σε μια ξένη χώρα, αλλά εκτός από άγχος είχα και ένα συναίσθημα ελευθερίας, επιθυμίας για ανακάλυψη και γνωριμία με νέους ανθρώπους, νέα φαγητά, νέα μέρη… Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτασα στην Λισαβόνα ήταν να κάνω μια βόλτα και να γνωρίσω την γειτονιά στην οποία θα εμένα. Τύχαινε να ήταν και ώρα ηλιοβασιλέματος οπότε είπα να πάω μέχρι την θάλασσα να κάτσω εκεί και να απολαύσω την πιο όμορφη ώρα της μέρας. Πιο μετά έκανα μια περιήγηση στα βασικά αξιοθέατα όπως την Pink Street με τις ωραίες pub, το ασανσέρ της Santa Justa κ.ά.
Το επόμενο πρωί, είπα να κάνω μια εκδρομούλα σε μια πόλη αρκετά κοντά στην Λισαβόνα, την Σίντρα. Όλοι οι φίλοι μου που είχαν επισκεφτεί την Πορτογαλία μου είχαν πει ότι μια επίσκεψη στην Σίντρα επιβάλλεται. Έτσι λοιπόν πήγα κι εγώ σε μια από τις πιο παραμυθένιες πόλεις της Πορτογαλίας, βγαλμένη μέσα από την εποχή των βασιλιάδων, αφού βλέπεις πολύχρωμα κάστρα, πελώρια αρχοντικά, άμαξες, ζωγράφους στους δρόμους και μουσικούς να παίζουν λύρα και να σε μαγεύουν με την μουσική τους.
Επισκέφτηκα το Quinta da Regaleira, ένα κάστρο-έπαυλη που σε μεταφέρει αμέσως σε μια άλλη εποχή. Στους πανέμορφους κήπους του κάστρου βρήκα κρυφά περάσματα που οδηγούν σε καταρράκτες, υπόγειες σήραγγες και τεράστια πηγάδια. Αν ποτέ βρεθείτε στην Λισαβόνα, να βάλατε σίγουρα την Σίντρα μέσα στο πρόγραμμά σας, αξίζει!
Μετά από την επίσκεψή μου εκεί ήθελα να δοκιμάσω ένα παραδοσιακό φαγητό που μου είχαν προτείνει πολλοί, την francesinha: ένα πρωτότυπο σάντουιτς που εκτός από την πληθωρική του γέμιση ( ζαμπόν, τυρί, καπνιστό λουκάνικο, μοσχαρίσια μπριζόλα), σερβίρεται μέσα σε μια ζεστή σάλτσα που αποτελείται από ντομάτα και μπύρα. Την τελευταία μέρα επισκέφτηκα μια περιοχή της Λισαβόνας που ονομάζεται Μπέλεμ και είναι αρκετά γνωστή λόγω του φημισμένου κάστρου της. Δοκίμασα τα ξακουστά Pasteis de Nata για πολλοστή φορά, επισκέφτηκα το Mosteiro dos Jerónimos, επέστρεψα στο ξενοδοχείο, πήρα τη βαλίτσα μου και έφυγα για το αεροδρόμιο.
Στην Ελλάδα επέστρεψα με ένα γλυκόξινο συναίσθημα. Ξέρω από τη μια ότι άφησα την Πορτογαλία πίσω μου έχοντας όμως αποκτήσει 4 υπέροχους νέους φίλους με όλη την σημασία της λέξης. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι σίγουρα ένα κομμάτι του εαυτό μου θα μείνει εκεί, αλλά άλλωστε αυτό είναι και το τίμημα που πληρώνεις όταν έρχεσαι κοντά με ανθρώπους που βρίσκονται αλλού.