Λάμνε ψηλά και αγνάντευε
“Λάμνω” στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει κωπηλατώ. Λάμνω έλεγε και ο δούλος και ο πολεμιστής και ο ψαράς. Νεοελληνικά εμείς το “λάμνω” το κάναμε “τραβάω κουπί”. Τραβάω κουπί λέει και ο εργαζόμενος και ο άνεργος και ο συνταξιούχος. Λάμνω λέει και το αφεντικό των 700 ευρώ (φαντάσου πόσα παίρνει ο εργαζόμενος). Τον ρυθμό δεν τον δίνουν πια τεράστια τύμπανα. Τον δίνουν τα μέτρα, οι ειδήσεις και οι Οργανισμοί. Αλλά οι συνθήκες είναι καλύτερες από τότε που λάμναμε! Τώρα έχουμε και σέλφι! Έχουμε και αι φον 69 και Μολ. Έχουμε και παρηγορητές. “Λάμνε λίγο ακόμα βρε! Πόσο θα ζήσεις; Λάμνε και φτάνουμε!” Ούτε μαστίγια, ούτε απαγχονισμούς. Εντάξει κάνα δακρυγόνο θα πέσει αλλά μέχρις εκεί! Γιατί έχουμε κυβέρνηση από τα σπλάχνα μας. Για αυτό μας τρώει το συκώτι… Λάμνουμε λοιπόν όλοι μαζί. Ο καθένας κάθε πρωί, το κουπί του και έξω! Στον Οαεδ, στο μικρομάγαζο, στην Δεη, στο καφέ. Άλλος μεγάλο κουπί, άλλος μικρό, πλαστικό, ξύλινο, διπλό, χρωματιστό, χιπστερικό, γκομενίστικο, σοβαρό, κουλτουριάρικο, ανέμελο, καταθλιπτικό. Λάμνουμε γενικώς! Σαν χώρα, σαν κοινωνία, σαν ανθρώπινες οντότητες. “Μα από δω ξαναπεράσαμε” λέει όλο και περισσότερος κόσμος. “Ναι αλλά το παράγγελμα δεν το δίναμε εμείς, το έδιναν οι άλλοι”. “Ναι αλλά ξαναπεράσαμε από δω” επιμένεις. “Δηλαδή θες να ξανάρθουν οι άλλοι; Λάμνε λοιπόν χαλάς τον ρυθμό.” “Να λάμνω ρε φιλαράκι αλλά προς τα που πάμε γιατί ούτε θάλασσα βλέπω, ούτε γλάρους ακούω. Κάτι Όρνεα είναι από πάνω μας και σε ερημιές είμαστε”. Ο σύντροφος σε ακουμπάει στην πλάτη (σε σφίγγει κάπως ενοχλητικά ή είναι η ιδέα σου;) και εμπιστευτικά σου ψιθυρίζει: “Δεν είναι αυτό που νομίζεις… Ξέρω εγώ!” Ο Κούλης μουλωχτά θέλει το τύμπανο, κάτι αεροπλάνα πετάνε όλο και πιο χαμηλά και κάτι εκρήξεις κοντοζυγώνουν. Λάμνε ψηλά και αγνάντευε, σκέφτεσαι και ψάχνεις προς τα που θα πρωτοστείλεις την μούντζα. Πολύ φοβάμαι την Νεοελληνική έκδοση του Τραμπ.
Τα κουπιά μήπως εκτός από βάρος είναι και δύναμη;