Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε ένα μπαρ της πόλης των Αγγέλων, σε μια συνοικία όχι τόσο λαμπρή, μα οπωσδήποτε αισθαντική με την ακραία υποβάθμιση να της προσδίδει το φωτοστέφανο της καθαρότητας.
Ο λιγνός άντρας με τη μεγάλη μύτη κατέβηκε τα σκαλιά του υπογείου φορώντας σμόκιν και παπιγιόν, στην άκρη της μπάρας ο σπυριάρης ασουλούπωτος μεσήλικας έπινε ήδη τη νιοστή μπίρα με τη σωβρακοφανέλα λεκιασμένη.
Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί και στην πραγματική ζωή, μα ο πρώτος είχε πεθάνει υπερβολικά νέος και διάσημος ενώ ο δεύτερος χρειάστηκε να κακογεράσει προκειμένου να γνωρίσει την καταξίωση, κι ίσως για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο υπήρχε ένας υποδόριος φθόνος μεταξύ τους, που αν τους έλεγες να αλλάξουνε ζωές θα το έκαναν ευχαρίστως.
Ο Χένρι φρόντισε να το θέσει όσο πιο απλά γινόταν.
«Ξέρεις βάτραχε, αυτό που ήθελα πάντα ήταν ένας ένδοξος καταραμένος θάνατος, στον οποίο έφτασα πολύ κοντά και πολλές φορές, μέχρι τελικά να καταλήξω ανάμεσα σε βιολογικές τροφές και επαίνους. Κι όμως εσύ, πέθανες υπερασπιζόμενος το έργο σου και την κακοποίηση του. Ποιος θα μπορούσε να σου κλέψει αυτή την έκσταση, που σαν ανυπότακτος οργασμός τους γκρέμισε με το ποδοβολητό του…»
«Μα πάντα κρυβόμουν πίσω από ένα ευφάνταστο ψευδώνυμο, μια σκιά που σατίριζε τα ήθη τους μέχρι που πήρα το σχήμα της, κι όλοι αυτοί που κορόιδευα με έμαθαν ως Sullivan, και γω ο ίδιος μ’ έχασα στην ίδια μου τη φάρσα»
Χασκογέλασε συνθλίβοντας με την παλάμη του μια κατσαρίδα. Πάντα τον μπέρδευε αυτή η αντιφατική φάρα, κι ίσως βαθιά φθονούσε εκείνους που πέρασαν τη ωκεανό για μια αράδα στη Μονμάρτη, Που να’ ναι ο Χέμινγουει, ο Χένρι Μίλερ και ο Σελίν…
«Έβγα έξω ρε να πλακωθούμε αν σε παίρνει, όσο με βαστάν τα πόδια μου ακόμα»
«Μα δεν βαρέθηκες να ματώνεις άσκοπα;»
«Πως αλλιώς θα βγαζα τόσους βιασμούς από μέσα μου, βλέπεις ο δικός μου ο πατέρας δεν ήταν υπερπροστατευτικός σαν το δικό σου, αλλά ένα δεσποτικό κτήνος»
«Και ποια η διαφορά του ελεήμονα απ’ τον τύραννο;»
Έβρεξε τα χείλια του με το νεροζούμι και συλλογίστηκε. « Ίσως αυτή η ρωγμή που αφήνουν για να ξεχυθεί η λάμψη απ’ το θύμα τους», μονολόγησε. Που κανείς αποστειρωμένος κριτικός από το απροσμέτρητο ύψος του γραφείου του δεν θα δει ούτε θα καταλάβει. Μα ούτε και οι φανατικοί καθηγητάδες της πολιτικής ορθότητας, αυτούς έτσι κι αλλιώς τους είχε από καιρό γραμμένους εκεί που δεν έπιανε το δικό του μελάνι…
Ο Γάλλος από την άλλη ταξίδεψε στο Deux Maggots, πίνοντας ένα μπουκάλι Μαρσεγιέζικο παστίς με τον Ζαν Πολ Σαρτρ, που αργότερα θα ανακήρυττε τον Χένρι Τσάρλς Μπουκόφσκι ως τον μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικάνο λογοτέχνη.
Κατά μια έννοια η αιωνιότητα άνηκε και στους δύο, καθιστώντας ίσως αναπόφευκτη μια συνάντηση τους στα λημέρια του χωροχρόνου.
«Έλα λοιπόν βάτραχε, ξέρεις τι θέλω να μου τραγουδήσεις τουλάχιστον, εκείνο το τραγούδι για τη λιποταξία σου, σ’ αυτό τουλάχιστον έχουμε ένα κοινό»
Του είπε τελειώνοντας την μπίρα του.
Ο Μπορίς κινήθηκε στο μέσο της άδειας σκηνής. Έπιασε το μικρόφωνο και περίμενε την ορχήστρα να ξεκινήσει…