Τώρα που πλησιάζει τα εξήντα του το κοιτάζει κατάματα.
Είναι ένα συναίσθημα σαν άνθρωπος, με μάτια, μύτη, στόμα, κανονικό πρόσωπο δηλαδή, με σάρκα και οστά, κορμί απέναντί του. Το λένε: Απαξίωση, ή κάτι τέτοιο. Κι έχει να κάνει με εκείνη την πολύ λυπηρή συμπεριφορά των άλλων να σε αντιμετωπίζουν σαν κάποιον που δεν τον εμπιστεύονται επειδή έχουν την αίσθηση πως το μόνο που θέλει από αυτούς είναι να του φανούν χρήσιμοι για κάτι. Οι γάτοι το έχουν πολύ αυτό στον τρόπο που συνδέονται με όσους τους φιλοξενούν σαν κατοικίδια στα σπίτια τους. Είναι επιφυλακτικοί και χρησιμοθήρες. Νοιώθει λοιπόν πως οι άλλοι βλέπουν σε αυτόν έναν παλιοσυμφεροντολόγο γάτο. Που το μόνο που επιδιώκει προσφέροντας χάδια και νάζια είναι η καλοπέρασή του. Από την άλλη θα μπορούσε να πει κανείς πως κάτι τέτοιο είναι ένα χαρακτηριστικό που κάθε άνθρωπος αργά ή γρήγορα αξιοθετεί στις σχέσεις του με τους άλλους. Κι ότι το μόνο που το κάνει αξιόμεμπτο είναι που καταργεί εκείνη την οικειότητα που ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις ως τρυφερές και στοργικές.
Καθισμένος λοιπόν ένα καλοκαιρινό βράδυ στην αυλή του ισόγειου σπιτιού που είχε νοικιάσει για λίγες δροσερές νύχτες σε ένα νησί, μόνος και με την βεβαιότητα πως αυτή η μοναξιά είναι κάτι σαν αποτοξίνωση από την ανθρώπινη συνάφεια, παρατηρούσε μια παρέα σχολιαρόπαιδα να κλωτσάνε μια μπάλα στο καλντερίμι. Γελούσαν, έβριζαν, θύμωναν, παραγκώνιζαν το ένα το άλλο και μόνος τους σκοπός ήταν το γκολ. Μια γάτα χώθηκε μέσα στο οπτικό του πεδίο και κύρτωσε το σώμα της έτοιμη να εκσφενδονιστεί αν η μπάλα ερχότανε προς το μέρος της. Από την άλλη έστεκε όσο η πολλά υποσχόμενη απειλή δεν ερχόταν, σχεδόν προκλητική, κοιτάζοντας μαζί του το παιχνίδι των παιδιών. Σαν να έλεγε: “Εμένα γιατί δεν με παίζετε;” ή “Για τολμήστε να με σημαδέψετε και θα δείτε τι έξυπνα μπορώ να σας ξεφύγω!” ή “Πόσο ηλίθιοι είναι οι άνθρωποι που αντί να απολαμβάνουν το Άδειο Τίποτα, λυσσάνε να το γεμίσουν με Κάτι, που απλά τους ξοδεύει και τους κουράζει”. Χωρίς να το θέλει ένοιωσε μια απίστευτη οικειότητα με αυτό το αλητήριο ζωντανό. Αισθάνθηκε την μεγάλη του λαχτάρα να συμμετέχει στην δράση. Την απόλυτη ερήμωση που ζει έξω από το παιχνίδι. Την σιωπηλή αποξένωσή του από την ομαδικότητα που δίνει ένα παρηγορητικό ρόλο στην νύχτα που έπεφτε αργά. Η επιλογή να ζεις χωρίς οικογένεια στην γατίσια ζωή, του φάνηκε ως θλιβερή αναγκαία συνθήκη. Σηκώθηκε αργά από την αναπαυτική του πολυθρόνα, βγήκε από την αυλή, διέσχισε την δημοσιά, κι έφτασε στον τόπο του παιχνιδιού. Τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν και τον κοίταξαν φοβισμένα. Ένοιωσε πως τρόμαξαν σαν να είδαν στα μάτια του έναν θυμωμένο κύριο που του χαλούσαν την ησυχία.
“Είμαι λίγο μεγάλος για να μάθω μπάλα” τους είπε, “αλλά αν δεν σας χαλάω το παιχνίδι θα ήθελα να παίξω μαζί σας και να προσπαθήσω να το κάνω σωστά”. Μετά από μισό λεπτό αμηχανίας το ένα από τα πέντε παιδία του πέταξε την μπάλα. Την κλώτσησε και ω! του θαύματος με την πρώτη του κιόλας κλωτσιά έβαλε γκολ. Τα παιδιά πανηγύρισαν και οι δύο – αυτοί που άτυπα τον είχαν δεχτεί στην ομάδα τους αφού τους έλειπε ένας – τον πήραν αγκαλιά. “Έχεις ταλέντο” του είπε ο δεκάχρονος που του είχε στείλει την μπαλιά. “Θα μάθεις πολύ εύκολα.”
Παίξανε μέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά και οι μάνες βγήκαν στα παραθύρια να φωνάζουνε τους γιούς τους. Εκείνος δεν θυμόταν ποτέ μια μάνα να τον καλεί να μαζευτεί από το παιχνίδι. “Αύριο το απόγευμα, να είσαι πάλι εδώ”, άκουσε τον μικρό να του φωνάζει φεύγοντας. Όσο έμεινε στο νησί κάθε απόγευμα έπαιζε μπάλα με τους νέους του φίλους. Όταν ήρθε η παραμονή που θα έφευγε τον αγκάλιασαν όλοι. “Να παίζεις μπάλα κι εκεί που θα πας, και του χρόνου, όταν ξανάρθεις θα είσαι ο καλύτερος.” του είπε ο ίδιος που τον δέχτηκε στην αρχή. Στην γειτονιά πολλοί είχαν κουβεντιάσει πως ένας εξηντάχρονος παίζει μπάλα τα βράδια με τα μικρά. Και μάλιστα κάποιοι έρχονταν σχεδόν κάθε βράδυ να παρακολουθήσουν τα ματς.
Ανάμεσά τους κι ο γάτος, που πιο αργά τις νύχτες ερχότανε στην αυλή του κι εκείνος του άνοιγε μια κονσέρβα σαρδέλες. Σαν απλό ευχαριστώ, που τον έμαθε να βλέπει τον εαυτό του, λιγότερο σαν γάτο και περισσότερο σαν άνθρωπο.
Έστω και αργά.
*photo: Mustafa Dedeoğlu