0.
Η λύπη με επισκέπτεται πια μόνο ως ανάμνηση.
Δεν είναι ποτέ καταιγιστική, αλλά και ποτέ αθώα.
Κι εγώ δεν κάνω πως ποτέ δεν ήρθε.
Ναι ήρθε, δικαιωματικά, αν και απρόσκλητη, λιγότερο αγέρωχη απ’ ότι παλιά, και χωρίς φασαρία ή κάποια απαίτηση, μπήκε, χώρεσε, έμεινε, με κοίταζε, κοίταζα κι εγώ, αλλά κι ενώ κανένας ερώτας, δεν πονάει πιο πολύ, από τον έρωτα που δεν υπάρχει πια, ο πόνος της και ο δικός μου πόνος δεν έχουν τώρα κοινή καταγωγή. Τι να ανταλλάξουν μεταξύ τους δυο ξένοι πόνοι;
Με την λύπη ούτε προσποιούμαι, ούτε μπαίνω σε διαπραγματεύσεις.
Εκείνη στο σπίτι της κι εγώ στο δικό μου.
Γειτόνισσα ναι, συγκάτοικος όχι.
1.
Κάθε Οκτώβρη ετοιμάζω τα σπίτια για τον χειμώνα. Το ένα στο νησί πιο εύκολα το κουμαντάρω. Την λύπη εκεί τη στολίζω τα Χριστούγεννα σε καρτ ποστάλ που λαμβάνω ή σκοντάφτω πάνω της Δεκαπενταύγουστο, σε κάποιο άλλο σπίτι που γιορτάζει μια Μαρία ή κάποιος Παναγιώτης κι όλοι με ρωτάνε – αν το δουν πως γύρισε το πόδι μου – “τι σου συμβαίνει χρειάζεσαι κάτι;”
Αλλά όσο περνάει ο καιρός και οι καρτ ποστάλ λιγοστεύουν τον χειμώνα και τα καλέσματα το καλοκαίρι. Οκτώβριο λοιπόν κοντά στην αλλαγή από την ζέστη στο κρύο στο νησιώτικο σπίτι τρυπώνει από τα ραγισμένα και μπαίνει κάτι νύχτες να μου θυμίσει σαν ψύχρα πως ποτέ δεν έμαθα να αποχαιρετώ το αυτονόητο. Πως ποτέ δεν έμαθα να χωρίζω. Πως ποτέ δεν εξοικειώθηκα με το μεγάλωμα της νύχτας μέσα στην μέρα. Έρχεται έρποντας σαν κλέφτης και παραβιάζει την κλειδαριά. Ακόμα χειρότερα μέρα μεσημέρι σε κάποιον εξοχικό δρόμο με πεσμένα καστανοκόκκινα φύλλα πάνω του ξεπροβάλει πίσω από δέντρα και σχεδόν θέλει να μου πιάσει την κουβέντα ή να μου ζητήσει να κατουρήσουμε τους κορμούς τους μαζί. Σε αυτές τις ευάλωτες ώρες ανταλλάσσουμε δυο τρία λόγια, ακραγγίζονται τα χνουδάκια στα μπράτσα και ξαναθυμόμαστε πως είναι να αφήνεσαι στον αυτοοίκτο, κυριώς για όσα δεν έκανες παρά για όσα έκανες. Αυτά τα ξαφνιάσματα Λύπης δεν τα εξηγώ ποτέ. Τα αφήνω να χαθούν σαν σκιές και χάνονται.
2.
Στο άλλο σπίτι στην πόλη οι αντιστάσεις είναι ακόμη πιο ισχνές. Τα βράδια τα καλοπιάνω, συνήθως ανάβοντας την ηλεκτρική κουβέρτα, σε χαμηλή ένταση, να με περιμένει να ξαπλώσω. Τότε βρίσκω την Λύπη σαν ανοιχτή αγκαλιά στο κρεβάτι μου. Να μου θυμίζει πως δεν το δέχτηκα ποτέ το μοίρασμα. Πως παρεξήγησα ότι με αγάπησε. Πως όποτε συνδέθηκα με άνθρωπο ήταν για να του επιτρέψω να με απορρίψει. Μπαίνω μέσα σε αυτήν την αγκαλιά και κλαίω. Κι ενώ όλο αυτό φαντάζει σαν υποτροπή, σαν κατά κράτος νίκη της Λύπης πάνω μου, σαν διασυρμός, τα όνειρα μου δεν της κάνουν την χάρη. Ξυπνάω το πρωί κι έχει φύγει, μαζί με το πρώτο φθινοπωρινό φως ή με την βροχή που χτυπάει το τζάμι. Κι όπως κυλάνε κάποια απομεσήμερα του Οκτώβρη, κάπου εκεί γύρω στην αλλαγή της ώρας σε χειμέρια, γυρίζοντας σπίτι από μια δύσκολη μέρα, η Λύπη γαντζώνεται από τις ρυτίδες μου στον καθρέφτη του μπάνιου, από τα υγρά μου μάτια, από τα χείλη μου κι είναι έτοιμη να με στοιχειώσει πάλι. Παλιότερα θα έβαζα ένα ποτό, και φυσικά θα το πίναμε μαζί. Θα έτρεχα να παραγγείλω κινέζικο για να γευματίσουμε παρέα. Ή θα έψαχνα στα αποθηκευμένα στις λίστες μου τηλέφωνα να βρω μια εσπερινή συντροφιά με εύκολο αντίτιμο. Τώρα πια γίνομαι αγενής. Την αφήνω μόνη της μέσα στο σπίτι μου και βγαίνω. Χωρίς καν να αλλάξω ρούχα ή να κάνω πρώτα ένα ντους. Περπατάω ώσπου να νυχτώσει. Κι όταν γυρίζω λείπει.
3.
Απόψε πρόλαβε και βγήκε μαζί μου στο δρόμο. Σε κάθε βήμα μου ένα δικό της, σε κάθε αναστεναγμό, ένα δικό της “Αχ”, σαν ηχώ. Κάθισα σε ένα παγκάκι χωρίς να προσέξω πως στην άλλη του άκρη καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Το προχωρημένο απόγευμα μεγάλωνε τις σκιές και τα φώτα άναβαν έξω, ολόγυρα, σιγά – σιγά. Όταν αντιλήφθηκα την παρουσία της η γυναίκα σηκώθηκε ξεχνώντας το πορτοφολάκι της που είχε αφήσει στο κάθισμα. Με το μπαστούνι της περπάτησε δέκα βήματα και ξαφνικά σταμάτησε και ψαχούλευε με ταραχή τις τσέπες της.
“Τα λεφτά” είπε, μόνη της και ξανάψαξε στα ρούχα της.
Η λύπη μου την πρόφτασε και την κατάπιε ολόκληρη.
Πετάχτηκα!
“Ξεχάσατε ένα πορτοφόλι” της φώναξα.
Την είδα να γυρνάει και να αστράφτει στα κουρασμένα μάτια της η ελπίδα.
Το άρπαξα και της το πήγα.
Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και ανησυχία.
“Γεράματα” είπε σιγά. Είχε κάτι σαν ντροπή ο ήχος της λέξης όταν την ξεστόμισε.
“Κι εγώ ξεχνάω πολύ τελευταία” της είπα, “άλλοτε για καλό, κι άλλοτε για κακό.” Της το έδωσα. Το έσφιξε στο χέρι της.
“Όλη η σύνταξη είν’ εδώ” μουρμούρισε. “Θα με σκότωνε ο άλλος”. Ρίγος. Πήγε να φύγει από τη μια κι εγώ από την άλλη. Σταμάτησε όμως αμέσως και με ρώτησε: “Να σε κεράσω ένα παγωτό;”
4.
Δέχτηκα και πήγαμε στην πλατεία. Παρέα. Η Λύπη δεν ήρθε μαζί μας.
“Τα παγωτά του Οκτώβρη μου είναι πάντα πιο λαχταριστά από τα καλοκαιρινά.” έλεγε.
“Εγώ και καταχείμωνο, δεν σας το κρύβω, χτυπάω κάτι δύσκολες νύχτες, παγωτό. Έχει ένα ψυγείο με σάντουιτς κασάτο στο παρακάτω περίπτερο” είπα.
“Εδώ κοντά μένεις;”
“Τριπτολέμου…”
“Εγώ Ιάκχου… Να μου το μάθεις το περίπτερο”
Της εξήγησα. Είπαμε κι άλλα. Γελάσαμε.
Θα τα λέμε νομίζω πια πιο συχνά.
Σκέφτηκα καθώς χωρίζαμε πως μπορεί οι ίδιοι λόγοι να μας βγάλανε, μες την καρδιά του Οκτώβρη, λίγο πριν σκοτεινιάσει, έξω, για περπάτημα.