Ήταν καλεσμένοι στο δείπνο έξι. Με τον οικοδεσπότη επτά. Φτάσανε σιγά – σιγά, ένας – ένας. Η πόλη αναβόσβηνε τα φωτάκια της στο βάθος. Ο ουρανός είχε χοροεσπερίδα αστέρων. Η ήπια κρύα νύχτα είχε λουστεί από φαναράκια και θερμάστρες στην καρδιά του Γενάρη. Να τις πεις Αλκυονίδες Νύχτες; Δικαιωματικά ίσως, αφού και ο αστέρας Αλκυών, που μεσουρανεί τις απογευματινές ώρες, τις νύχτες του Ιανουαρίου βρίσκεται στο ζενίθ του ουράνιου θόλου.
Είναι σίγουρο πως όλοι τους το είχαν σκεφτεί αυτό. Το ζενίθ του άστρου δηλαδή. Και επίσης όλοι κάπως είχαν μαντέψει πως τους κάλεσε στα γενέθλια του για κάποιον λόγο ειδικό και συγκεκριμένο που θα ερχόταν στο φως στην διάρκεια της βραδιάς. Όπως και να είχε, δέχτηκαν την πρόσκληση, μάλλον ευχάριστα– και μία εξήγηση βέβαια ήταν ο απρόβλεπτος οικοδεσπότης που πάντα διασκέδαζε την πλήξη των άλλων, ένας άλλος λόγος πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλοι τους τον είχαν αποστηθίσει μέσα τους και τέλος, πως στην δική τους την θέση, δεν γίνεται ποτέ να αρνηθείς κάτι παρόμοιο, μόνο να πας ανόρεκτα, αλλά όχι να μην πας. Δεν ξέρω αν πέρασε από το νου τους, όταν άρχισαν να καταφθάνουν και αναγνώριζαν τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες πως τον καθέναν τον είχε επιλέξει από κάθε δεκαετία της ζωής του, ως το πρόσωπο που τον σφράγισε ή τέλος πάντων σημάδεψε με την «συνδρομή» του, σε κάθε μια από τις έξι του δεκαετίες, τώρα που ακμαίος έμπαινε στην έβδομη… Στα εξήντα του, δηλαδή.
Αν τους κοιτούσες, καταλάβαινες. Δεν ήταν αυτό που λέμε Άγγελοι. Ούτε ξωτικά, ούτε φαντάσματα. Ήταν άνθρωποι που έζησαν και δεν ζούσαν πια και άλλοι που ζούσαν, αλλά πολύ μακριά του, άλλες ζωές, και μόνο ένας από αυτούς παρέμενε αδιάκοπα πλάι του. Ήταν φάροι. Συμβόλιζαν. Έπαιξαν ρόλους. Καθόρισαν κάτι που θα μπορούσες να το πεις και μοίρα, άλλαξαν την ροή των πραγμάτων, κίνησαν την ζωή του προς κατευθύνσεις που δεν θα είχε πάρει, τον αρρώστησαν ή τον θεράπευσαν.
Η Σόνια στα μαύρα κάθισε πρώτη στα δεξιά του. Σχεδόν κανείς δεν αμφισβήτησε την θέση της εκτός από την Μάργκω που με μια λεπτή ειρωνική διάθεση άπλωσε το κατάλευκο της φόρεμα στην αριστερή θέση πλάι του. Μετά ο Τζόρτζιο με υπόλευκο μάο πουκάμισο και μεσάτο μπλε σακάκι προτίμησε να καθίσει δίπλα στην Μάργκω. Αυτήν ήξερε πιο καλά κι αυτήν εμπιστευόταν. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Λιμιέρ, τοποθετήθηκε απέναντί του με το λινό, αφρικάνικο σαλβάρι του, στο χρώμα της ερήμου. Ο Νικολά έφτασε πιο αργά από την Ενστάς, που πρόλαβε έτσι την πέμπτη θέση ενώ προοριζόταν για την έκτη. Ήταν κι οι δυο τους ντυμένοι πιο επίσημα από όλους. Ο Νικολά με χαβανέζικη πλουμιστή και μωβ σατέν κελεμπία από την Τενερίφη και η Ενστάς με ασημί ταφτά που χρύσιζε στις άκρες και λαμπύριζε κάτω απ’ τ’ άστρα. Κατά την διάρκεια του δείπνου, όλοι σκέφτονταν πως ήταν πολύ κρίσιμο που η Ενστάς προηγήθηκε τελικά του Νικολά. Ομοίως και η πέμπτη δεκαετία του, που θα μπορούσε να τον έχει καταστρέψει, έχασε τα θλιβερά της «προνόμια» από την έκτη. Φυσικά κανείς δεν είπε λέξη γι’ αυτό, νυχτιάτικα.
Όταν το δείπνο τελείωσε κι ένας – ένας οι καλεσμένοι αποχώρησαν για το δικό τους σύμπαν, όλοι τον φίλησαν γλυκά σε διαφορετικά μέρη του προσώπου του και του ευχήθηκαν: «Καλή Τύχη». Εκείνος σαν να χαμογελούσε. Καταλάβαινε τι εννοούσαν. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όταν περνάς μέσα από τις ζωές των άλλων και τις νοηματοδοτείς είναι αυτονόητο σχεδόν να σκέφτεσαι σε ποιον, φεύγοντας, θα δώσεις την θέση σου. Είχε λοιπόν έρθει η ώρα για το ακριβό Επτά. Εκείνο το ζωντανό και αναπόφευκτο πρόσωπο που θα επιδρούσε στην νέα του δεκαετία. Μπροστά σε κάτι παρόμοιο μόνο η καλή τύχη χρειάζεται και τίποτα άλλο.
Έμεινε μόνος. Η Αλκυών στο ζενίθ της και η νύχτα ακόμη να φοράει τα καλά της. Κοίταξε ψηλά τον ακατοίκητο από συναισθήματα ουρανό που τέτοιες γεναριάτικες νύχτες θυμίζει Καλοκαίρι. Και δεν μελαγχόλησε καθόλου που σκέφτηκε πως το δικό του Επτά, μπορεί να μην ήταν κανένας άλλος, παρά εκείνος, ο ίδιος του ο εαυτός. Βέβαια ήταν λίγο νωρίς για να βγάλεις προγνωστικά, ειδικά όσο παραμένεις στον ρόλο του οικοδεσπότη και οι καλεσμένοι σου, έχουνε μόλις αποχωρήσει. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, όμως, είναι που το Αργά μπερδεύεται με το Νωρίς και ο Χειμώνας μυρίζει Καλοκαίρι.
Αναμνήσεις από το μέλλον… τι να πεις;