Ταράτσα | Βεράντα | Μπαλκόνι
Τρεις τόσο δημοφιλείς λέξεις του καθημερινού μας λεξιλογίου που, όμως, καμία δεν έχει ελληνική ρίζα, καθότι και οι τρεις είναι δανεισμένες από τον ιταλικό λόγο terace-veranda-balcon. (Το μπαλκόνι, ιδιαίτερα, εικάζεται ότι έχει περσική ρίζα).
Εν τούτοις, η ύπαρξή τους στην ελληνική Ιστορία και αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα της ταράτσας, εμφανίζεται στα χρόνια του Μινωικού Πολιτισμού και το 1700 π.Χ., στα ανάκτορα της Κνωσού, σαν ανοιχτός χώρος μπροστά από το παλάτι. Όσο για το μπαλκόνι, το συναντάμε στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική με τη μορφή εξώστη και αργότερα στο αθηναϊκό σπίτι και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική σαν δομικό στοιχείο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας.
Στη σύγχρονη ελληνική οικιστική πραγματικότητα και τα τρία απέκτησαν ιδιαίτερη σπουδαιότητα και ξέφυγαν από τη διακοσμητική υπόσταση, παίρνοντας ένα ρόλο απόλυτα ουσιαστικό.
Μετά το ’50, η ξέφρενη κατασκευαστική μανία έδωσε στη βεράντα το προνόμιο του προσωπικού υπαίθριου χώρου που αναλογεί στον καθένα μια και οι αυλές, οι αλάνες, οι πλατεΐτσες θυσιάστηκαν στο βωμό της κατασκευαστικής αδηφαγίας.
Παρ’ όλο που οι κλιματολογικές μας συνθήκες μας δίνουν απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξής του, δεν τις έχουμε αξιοποιήσει όσο θα έπρεπε, μια και θα μπορούσαν να είναι πηγή αρχιτεκτονικής έμπνευσης, επινόησης για τη δημιουργία ανοιχτών κοινόχρηστων χώρων.
Στη Βρετανία, εδώ και χρόνια, έχει ξεκινήσει ένα κίνημα για πράσινα αστικά κέντρα αξιοποιώντας όλες τις κάθετες και οριζόντιες επιφάνειες δημιουργώντας χώρους πράσινου.
Στη Νέα Υόρκη οι πράσινες ταράτσες γίνονται χώροι κοινής χρήσης για αθλοπαιδιές-events και ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να φανταστεί.
Στο Ντουμπάι, το Βurj al arab, το ξενοδοχείο ιστιοπλοϊκό, φιλοξενεί στις ταράτσες του ένα γήπεδο γκολφ και ένα ελικοδρόμιο.
Στη Σιγκαπούρη, στο Nanyang Technological University, ο πράσινος σχεδιασμός δίνει στο κτίριο με βεράντες καταρράκτες πρασίνου και ταράτσες με πισίνες.
Φυσικά, κανείς δεν μιλάει στην Ελλάδα για τόσο ακραίες και πειραματικές λύσεις, αλλά σίγουρα οι βεράντες, αλλά κυρίως οι ταράτσες, θα μπορούσαν να βρουν έναν άλλο ρόλο εκτός από αυτόν του νεκροταφείου θερμοσιφώνων. Θα μπορούσε, λοιπόν, να δημιουργηθεί ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών και ανάπλασης. Αρκεί λίγο καλαισθησία και προσπάθεια.
Ρένα Βάλλα, αρχιτέκτων-μηχανικός
Σε ένα ρετιρέ στη Φωκίωνος Νέγρη…
Φωκιωνος Κυριακή μεσημέρι, από τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Στη Φωκίωνος τίποτα δεν σου θυμίζει το θόρυβο των λίγο πιο κάτω κεντρικών δρόμων του κέντρου της Αθήνας. Ανεβαίνοντας προς το ρετιρέ η γνώριμη μυρωδιά του ελληνικού καφέ σε προϊδεάζει θετικά. Είναι νωρίς το απόγευμα κι ο ήλιος έχει πάρει για τα καλά την πορεία του προς τα δυτικά.
Η πρόσχαρη και ιδιαιτέρως φιλόξενη οικοδέσποινα στρώνει το τραπέζι της βεράντας, ενώ ο καθαρός ουρανός ευνοεί στο κοίταγμα μέχρι και τον λόφο της Ακρόπολης. «Η θέα προς τον λόφο του Λυκαβηττού και προς τον λόφο της Ακρόπολης είναι σημαντική για μας, μια και αποτελούν το σημείο αναφοράς του κέντρου της πόλης. Από την άλλη, ο φωτισμένος Λυκαβηττός μ’ αυτό το γλυκό χρώμα που παίρνει τις νύχτες, μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι η Αθήνα βρίσκεται, μόνιμα, σε μια περίοδο ευμάρειας. Σου δίνει έναν λόγο να ελπίζεις».
Το αεράκι εικονοποιείται στους ευκἀλυπτους του δρόμου. «Οι ευκάλυπτοι της Φωκίωνος Νέγρη μοιάζουν με θηρία μέσα στους χειμώνες που κουνιούνται, ρυθμικά, στο φύσημα του αέρα, καλύπτοντας την θέα προς τις απέναντι πολυκατοικίες». Η βεράντα είναι περιποιημένη κι ανοιχτή προς τα έξω. Τα λουλούδια φροντισμένα με μεράκι. Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να αγαπά κανείς στις βεράντες, για να δημιουργήσει μια όμορφη δική του. Κάνω φωναχτά αυτή τη σκέψη και η Μαίρη μου απαντά: «Η βεράντα θυμίζει την αλλαγή των εποχών. Τα φυτά και τα λουλούδια σε κάθε εποχή έχουν διαφορετικές ανάγκες, συνεπώς απαιτούν και διαφορετική φροντίδα.
Ακόμη, η κάθε βεράντα είναι το «έξω» του προσωπικού μας εσωτερικού χώρου. Είναι, δηλαδή, ο εξωτερικός προσωπικός μας χώρος, που συναντάμε φίλους, περνάμε τις ώρες του καλοκαιριού και ό,τι άλλο κάνει ο καθένας. Δυστυχώς, αυτοί οι χώροι κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, μια και πολλοί τους καλύπτουν προκειμένου να εξασφαλίσουν στέγαση σε περισσότερα τετραγωνικά. Είναι κρίμα, αν σκεφτείς ότι παλιότερα, μεταξύ άλλων, κοιμόμασταν και έξω». Απ’ όσα παραδείγματα χρήσης της βεράντας μού έδωσε η παρέα των φίλων, ήταν το πιο ελκυστικό. «Όσο τα χρήματα υποτιμούνται μέσα στην κρίση, οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται πιο ποιοτικές και εμείς πιο ανοιχτοί στους γύρω μας. Στον αντίποδα αυτού, εντοπίζουμε την περίπτωση με τα διαχωριστικά ανάμεσα στις βεράντες που δείχνουν πως όταν αυτά είναι αυστηρά και επιθετικά αποδεικνύουν μια αρκετά αυστηρή ιδιωτικότητα».
Άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου ενθουσιασμένη γι’ όσα είχα ακούσει και δει, ενώ την ίδια στιγμή η γάτα του σπιτιού είχε πονηρά ανέβει πάνω μου για να μπορέσει να φτάσει τα μπισκότα πάνω στο τραπέζι. Οι τελευταίες κουβέντες που ανταλλάξαμε για την βεράντα συνόψιζαν όλα τα προηγούμενα. «Η βεράντα είναι μια αφορμή, για να αναζητήσουμε ποιότητες στην καθημερινή μας ζωή, μέσα απ’την ποικιλία των χώρων. Ποιότητες, όπως η κοινωνικότητα και η πρόσληψη των αλλαγών της φύσης».
Ένα σταυροδρόμι από ψηλά…
ΠΕΔΙΟΝ ΑΡΕΩΣ
Μπορείς να φέρεις στο μυαλό σου αυτή την αίσθηση της κομμένης ανάσας; Σου μιλάω για εκείνη τη στιγμή που νιώθεις πως αδειάζουν αιφνιδιαστικά τα πνευμόνια σου από αέρα και η καρδιά σου χάνει ένα χτύπο. Συνέβη την πρώτη φορά που σου χαμογέλασε εκείνος, όταν άκουσες το πρώτο κλάμα της κόρης σου, όταν έκατσε στο χέρι σου εκείνη η μαυροκόκκινη πεταλούδα. Είναι η στιγμή που πρωτογνωρίζεις την απόλυτη ομορφιά, ό,τι και αν είναι αυτό που ερεθίζει τους νευρώνες του δικού σου μυαλού. Αυτή ακριβώς την αίσθηση έχεις όταν βγαίνεις στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου του Μεγάρου Ησαΐα.
Κάνεις ένα βήμα, όταν ανακτήσεις τις δυνάμεις σου. Το μπαλκόνι είναι εξαιρετικά μικρό και σε κάνει να νιώθεις οτι αιωρείσαι στο κενό, ότι πετάς πάνω από την ένα σταυροδρόμι λεωφόρων. Εδώ χτυπά η καρδιά τής Αθήνας. Εδώ συναντιούνται δύο από τις μεγαλύτερες αρτηρίες της. Η Κυψέλη με τις συλλογικότητες της, τα Πατήσια με τις γειτονιές τους, τα Εξάρχεια με την αυτονομία τους, η Ομόνοια με την κακή της φήμη, η Πανεπιστημίου με τη φασαρία της. Εδώ ξυπνούν και εδώ πάνε για ύπνο. Και όλα αυτά κάτω από το επιβλητικό -και πολλές φορές- επικριτικό βλέμμα της Ακρόπολης. Τεντώνεσαι, κρατιέσαι από τα κάγκελα και προσπαθείς να την εντοπίσεις με το βλέμμα σου. Είναι, πράγματι, μια ανάσα μακριά, αλλά από εδώ δεν την βλέπεις. Μπροστά σου απλώνεται μια άλλη εικόνα της πόλης, όχι αυτή των καρτ-ποστάλ. Για κάποιους είναι όμορφη, εντυπωσιακή, μεγαλειώδης, για άλλους φανφάρικη, άσχημη. Για μας είναι, απλά, το σπίτι μας από ψηλά.
Μέσα στη βουή του δρόμου
ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Η ιδέα μιας κατοικίας πάνω σε έναν από τους πιο θορυβώδεις δρόμους της Αθήνας, όπως η Πατησίων, σίγουρα δεν ακούγεται ιδιαίτερα ελκυστική. Η κίνηση των αυτοκινήτων, τα καυσαέρια τους, η πυκνότατη οικοδόμηση των πολυκατοικιών και των πανύψηλων επαγγελματικών κτισμάτων απομακρύνει από πολλούς την ιδεατή εικόνα ενός φιλικού προσωπικού χώρου για χαρά και ηρεμία. Όμως, αν σηκώσουμε το βλέμμα προς τα πάνω θα δούμε, με έκπληξη ίσως, πως είναι πολλά τα διαμερίσματα εκείνα που φροντίζουν τους εξωτερικούς τους χώρους, προσφέροντας μια διαφορετική εικόνα, στο κατά τ’ άλλα μουντό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Αν ακόμη έχουμε τη χαρά να επισκεφθούμε ένα από αυτά, θα διαπιστώσουμε πως η θέα από ψηλά είναι κατά πολύ ομορφότερη των προσδοκιών μας. Μία από τις κατοίκους ενός τέτοιου διαμερίσματος, αφιερώνοντας χρόνο και ενδιαφέρον στην περιποίηση του πράσινου της βεράντας της, μου είπε: «Αν ο καθένας μας κάνει πολύ μικρές κινήσεις στην κατεύθυνση της περιποίησης του προσωπικού εξωτερικού του χώρου και, συγχρόνως, μάθει να φέρεται πιο κοινωνικά, η εικόνα της πόλης θα βελτιωθεί συνολικά. Πρέπει όλοι να φερθούμε πιο κοινωνικά, δείχνοντας αγάπη στην πόλη μας κι ενδιαφέρον στην όψη των πολυκατοικιών της. Για παράδειγμα, οι βεράντες με λουλούδια είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει, συνοψίζοντας την ανάγκη να πούμε «ναι στη ζωή κι όχι στην κατάθλιψη» Προσωπικά, ενδιαφερόμουν πάντα για τα λουλούδια. Τόσο πολύ, που παρακίνησα και κοντινούς μου ανθρώπους να ασχοληθούν με αυτά. Είναι αγχολυτικό να βλέπεις τα φυτά να μεγαλώνουν. Από την άλλη, βέβαια, δεν μου αρέσουν οι στημένοι κήποι. Μ’ αρέσει περισσότερο να σκέφτομαι πως βοηθάω ένα λουλούδι να ζήσει». Όσο δύσκολο κι αν φαινόταν στην αρχή να αποδεχθώ πως η διαμονή κυριολεκτικά «μέσα στη βουή του δρόμου» ήταν αδύνατη, η καταληκτική φράση της συνομιλήτριας μου «μένω στην Πατησίων κι είναι μια χαρά», την κλόνισε.
Με θέα τη Φωκίωνος
Φωκίωνος
Ραντεβού στη Φωκίωνος για καφεδάκι. Δηλαδή, όχι ακριβώς στη Φωκίωνος, πάνω από αυτήν! Στο μπαλκόνι της κυρίας Κατερίνας. Παρέα με τον κυρ-Νίκο, την Αθηνά, την Κωστούλα, τη Χρυσάνθη και φυσικά τη μανούλα. 20 χρόνια σε αυτό το μπαλκόνι η μαμά, αμετακίνητη! Όχι και πολύ παράξενο, αν υπολογίσεις πως η μαμά είναι ένα όμορφο ροζ γεράνι! Όπως και όλοι οι άλλοι της παρέας. Εκτός από την Κωστούλα που τη βλέπω διπλή, ζωντανή και ομιλούσα μπροστά μου και μυρωδάτη και χαριτωμένη στη γλαστρούλα της.
Κρατάω στα χέρια μου τη φωτογραφική και η ανυπομονησία μου είναι μεγάλη. Θέλω να στρέψω το βλέμμα μου αριστερά, στη Φωκίωνος Νέγρη, αλλά μετά τις συστάσεις με τα ζαρζαβατικά της βεράντας ( λάτρης του «ό,τι τρώγεται» η οικοδέσποινα) θέλω να μάθω την ιστορία τους. «Τους δίνω τα ονόματα φίλων μου. Κάθε ένα από αυτά μου το έχουν φέρει εκείνοι. Παίρνουν ένα κλαδάκι από το δικό τους και το φυτεύουν. Έτσι, είναι αδερφάκια όλα τους.»
Στρεφόμαστε στη Φωκίωνος. Φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι που φέρνει τη μυρωδιά των φαγητών που μαγειρεύουν οι νοικοκυρές από τις γύρω πολυκατοικίες και αυτή του χώματος από τα παρκάκια του δρόμου. Μένουμε έτσι για ώρα, άλλοτε μιλάμε, γελάμε, άλλοτε απλά χαζεύουμε ένα σκύλο που κοιμάται στον ήλιο, ανθρώπους που πάνε και έρχονται, τα φύλλα των δέντρων που λικνίζονται στον αέρα. Λίγο μετά τις 2 χωρίζουμε. Οι κυρίες θα πάνε να αγοράσουν πανσέδες, είναι η εποχή τους. Εγώ θα πάρω το δρόμο της επιστροφής ονειροβατώντας και έχοντας στο νου τη Φωκίωνος και τον κυρ-Νίκο.
Μια βεράντα από χωριό
ΚΥΨΕΛΗ
Μέσα στα πιο γκρι στενά της Κυψέλης, ανάμεσα σε τσιμεντένια κουτιά της δεκαετίας του ’60 βρίσκεται κρυμμένος ο κόσμος της Κωστούλας. Εδώ μπορείς να δεις μια πεταλούδα να κάθεται πάνω σ’ ένα λουλούδι, να μυρίσεις το άρωμα του νυχτολούλουδου, να δεις τον ήλιο να μπλέκεται στα κλαδιά κάποιου μικρού δέντρου. Η οικοδέσποινα θα σου χαμογελάσει, θα σε κεράσει καφέ, θα σου μιλήσει για τα λουλούδια της. «Δεν την αλλάζω με τίποτα. Έχω τα λουλούδια μου και τα προσέχω. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, μαδάω τα ξεραμένα φυλλαράκια των λουλουδιών. Όλη η ζωή μου είναι έξω».
Οι φίλοι της λένε πως αγόρασε τη βεράντα και της έκαναν δώρο το σπίτι. Και αν σκεφτείς πως η βεράντα είναι μεγαλύτερη από το σπίτι, θα πεις πως μάλλον έχουν δίκιο. «Είναι ο δικός μου κόσμος. Την άνοιξη αγοράζω πανσέδες, γεμίζει η βεράντα χρώματα. Μου φτιάχνει η διάθεση και δεν θέλω να κατέβω κάτω στην πόλη. Άλλοτε με παρέα, άλλοτε μόνη μου περνάω τη μέρα μου εδώ και θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τότε που η ζωή μας ήταν στο δρόμο, στη φύση, τα χρόνια στο χωριό μου».
Χρώματα, αρώματα, παιχνιδίσματα του ήλιου με τα δεντράκια, των λουλουδιών με τις πεταλούδες, των πουλιών με τις πήλινες γλάστρες να σκέφτεσαι όταν φέρνεις στο νου σου τη βεράντα της Κωστούλας. Μια εκδρομή στο χωριό, μέσα στην πόλη.
Από την Κυψέλη… Αλλιώς!
ΚΥΠΡΟΥ
Το τρόλεϊ σταματάει στην Πλατεία Αμερικής. Ανεβαίνοντας προς την Κυψέλη επιβεβαιώνεται, γι’ άλλη μια φορά, πόσο λίγο ξέρουμε τις γειτονιές της Αθήνας. Το καλύτερο είναι πως, συχνότατα, αποδεικνύονται ανώτερες των προσδοκιών μας, καθώς μας επιφυλάσσουν ευχάριστες εκπλήξεις. Πατώντας το κουμπί για τον 5ο όροφο στο ασανσέρ, ο χρόνος που μεσολαβεί από τη συγκεκριμένη ευχάριστη έκπληξη, στενεύει. Το εσωτερικό του σπιτιού παραπέμπει σε πολλά περισσότερα από έναν απλό εσωτερικό. Η ψευδοροφή, καθώς είναι κατασκευασμένη από μεταλλικό υλικό παραπέμπει στα σκαλιά των αστικών λεωφορείων. Οι προβολείς στο ταβάνι, όπως και τα μικρά σποτάκια αποκαλύπτουν τις πολλαπλές λειτουργίες του καθιστικού. Στούντιο φωτογράφησης, χώρος για θεατρικές και μουσικές πρόβες, χώρος ηρεμίας και χαλάρωσης. Μια μεγάλη μπαλκονόπορτα, τοποθετημένη κεντρικά στον ενιαίο χώρο, συνιστά το άνοιγμα προς τη βεράντα. Τη στολισμένη με λουλούδια βεράντα, την περιποιημένη με φροντίδα και αγάπη. «Η βεράντα δείχνει την προσωπική επιθυμία για διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, κυρίως με λουλούδια. Επικοινωνώ με τα λουλούδια της βεράντας μου. Όταν τα φροντίζω βάζω τα χέρια μου μέσα στο χώμα, γυμνά, όπως είναι. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση για μένα. Είναι μια αισθητική άποψη που τη θέλει προέκταση του εσωτερικού του σπιτιού μου. Την έχω συνδέσει τόσο με ευχάριστες όσο και με δυσάρεστες εμπειρίες και βιώματα. Όταν μαζευόμαστε με φίλους εδώ, τα καλοκαιρινά βράδια, περνάμε αμέτρητες ώρες κάνοντας «φιλοσοφικές» συζητήσεις και διασκεδάζοντας. Εδώ έχουν γίνει ακόμα και μουσικοθεατρικές πρόβες. Έχουν γεννηθεί όμορφες ιδέες. Όταν, από την άλλη, θέλω να απομονωθώ, η βεράντα φιλοξενεί τη μοναξιά μου». Η βεράντα «βλέπει» όλη την περιοχή της Κυψέλης. Με λίγη προσπάθεια μπορείς να δεις ακόμη και την Ακρόπολη. Τα φυλλώματα των φυτών και των λουλουδιών, σε συνδυασμό με την ελαφρώς κατεβασμένη τέντα, σου επιτρέπουν να δεις ό,τι αξίζει να δεις, φτιάχνοντας ενός είδους «φυτικού φράχτη», ενώ η τέντα βοηθάει στο να προστατευτούν τα φυτά από τις καιρικές συνθήκες. Ένας χώρος σαν κι αυτόν μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα. Να ιδωθεί για την θέα του. Για την εξαιρετική του περιποίηση. Για το κοινό του στυλ με εκείνο το εσωτερικού του ρετιρέ. Για τα αποτυπώματα των ανθρώπων του. Για την αγάπη που του έδειξαν. Για όσα μοιράστηκαν σε αυτόν.
Όταν οι τοίχοι συνομιλούν
ΕΞΑΡΧΕΙΑ
Όταν σε ρωτάνε για τα Εξάρχεια, πολύ δύσκολα θα σκεφτείς τη θέα. Θα απαντήσεις μιλώντας για τους θαμώνες της πλατείας, για τα μπαράκια, για τους νέους, γι’ αυτούς που αράζουν με μια μπύρα στο χέρι στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, για τη δροσιά που προσφέρει τις καλοκαιρινές ημέρες ο λόφος του Στρέφη πάνω από τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους και το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο της Ναυαρίνου. Αν σηκώσεις το βλέμμα προς τα πάνω θα πάρεις σίγουρα μια τυπική εικόνα του κέντρου της Αθήνας. Παλιές πολυκατοικίες, οι πρώτες πολυώροφες σε όλη την Ελλάδα, δομημένες σε ένα πυκνότατο πολεοδομικό σύστημα, διαμορφώνουν τα πολλά στενά της περιοχής. Ούτε που φαντάζεσαι τι μπορείς να δεις ανεβαίνοντας στα ρετιρέ αυτών των πολυκατοικιών που, μεταξύ μας, δεν σου γεμίζουν και πολύ το μάτι. Κι όμως, αυτή η ταράτσα είναι που σου δίνει την πραγματική εικόνα. Δύο λόφοι βρίσκονται ακριβώς απέναντι σου. Ο λόφος του Λυκαβηττού κατέχει τη δεσπόζουσα θέση στο βλέμμα μας και στα αριστερά, το μικρό του αδελφάκι, ο Λόφος του Στρέφη.
Ο ορίζοντας γίνεται, επιτέλους, διακριτός. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου ανοίγεται το κέντρο της πρωτεύουσας. Πιο κοντά σου και, συγκεκριμένα, ακριβώς μερικά μέτρα πιο κάτω, γίνεται εμφανής η μεγάλη αντίθεση στην αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου. Από τη μία, τα εναπομείνοντα διατηρητέα νεοκλασικά αρχιτεκτονήματα των Εξαρχείων έρχονται να υπενθυμίσουν στους παλιούς και να διδάξουν στους νεότερους την εικόνα μιας παλιάς, διαφορετικής Αθήνας. Από την άλλη, οι γκρίζες από το καυσαέριο πολυκατοικίες, οι δομημένες μεταξύ του 1950 και ΄70, εκείνες που υψώνονται με βάρβαρους τοίχους, σαν αυτούς της φυλακής, τοποθετούν ιστορικά την εικόνα που αποκομίζουμε σήμερα από την πόλη. Δύο διαφορετικά αρχιτεκτονικά στυλ συνυπάρχουν μπροστά στα μάτια μας, συνδιαλέγονται, θεμελιωμένα δίπλα δίπλα, για να διατηρούν όσο μπορούν ανοιχτό και διαρκώς επίκαιρο το ερώτημα: “σε τι χώρο θέλουμε να ζούμε;”