Συμπληρώνονται φέτος τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Λουδοβίκου Βαν Μπετόβεν. Το 2020 είναι επετειακή χρονιά. Γι’ αυτό κι εμείς επιλέξαμε να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την ζωή και την διαδρομή αυτής της μουσικής ιδιοφυΐας.
Γεννήθηκε το 1770 στη Βόννη της Γερμανίας. Σε ηλικία τριών ετών ο πατέρας του (τενόρος κι ο ίδιος) του μαθαίνει πιάνο. Αργότερα θα διδάσκεται βιολί από έναν πολύ αυστηρό δάσκαλο. Μαθαίνει νότες πριν καλά καλά διαβάσει το αλφάβητο. Στα επτά του παίζει ήδη πολύ καλό πιάνο, ενώ παράλληλα παίζει αρμόνιο. Ο πάμπτωχος νέος βρίσκεται τώρα μέσα στην αίγλη και τον πλούτο, που μαγεύουν τις αισθήσεις του. Σε ηλικία δέκα ετών, με την οδηγία του πατέρα του, συνέθεσε κομμάτια για το πιάνο, που τα αφιέρωσε σε κάποια δούκισσα: “Από ένα νεαρό ερασιτέχνη, τον Λουδοβίκο βαν Μπετόβεν, 10 χρονών, (1870)”. Στα δεκατρία του, μαζί με τους πρώτους επαίνους για το ταλέντο του έρχονται και οι δυσκολίες. Αρρωσταίνει η μητέρα του, ο πατέρας του δεν εργάζεται και αναλαμβάνει ο ίδιος, σαν πρωτότοκος γιος, τα οικογενειακά βάρη. Ζητά την βοήθεια του πρίγκιπα. Τέσσερα χρόνια μετά- και αφού συντηρεί ο ίδιος την οικογένεια- πεθαίνει η μητέρα του. Διδάσκει μουσική για βιοποριστικούς λόγους και εισχωρεί στα αριστοκρατικά σπίτια. Εκεί, για πρώτη φορά, όσοι συγκινούνται από τη μουσική του τον ξεχωρίζουν για το σπουδαίο ταλέντο του. Από τους φίλους του Μπετόβεν μόνο ένας είναι αστός, οι υπόλοιποι είναι ευγενείς.
Ο έρωτας
Ερωτεύεται συχνά… Πότε την Ελεονώρα Μπράουνινγκ, πότε μία μαθήτρια του αλλά δεν φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση. Εκείνος, όχι και τόσο όμορφος, κοντός και παχύς … Τον αποκαλούν με το προσωνύμιο “Σπανιόλο” αλλά με την όχι και τόσο θετική χροιά. Η Ελεονώρα Μπράουνινγκ παντρεύεται τον φίλο του Μπετόβεν, Βέγκελερ με αποτέλεσμα η φιλία τους να διαλυθεί. Γενικά, είναι ερωτευμένος με τον έρωτα και τον πόθο, παρά με τις γυναίκες τις ίδιες. Στα έργα του υπάρχουν κομμάτια ολόκληρα και σονάτες απηχήσεις των ερώτων του, που δεν έγιναν ποτέ.
Ερωτεύτηκε πολλές και διάφορες γυναίκες αλλά καμία του λαού. Αναζητά τον έρωτα και την τρυφερότητα, μαζί με την λεπτότητα και την καλλιέργεια. Ερωτεύεται την δεκεφτάχρονη Γκιτσιάρντι, γράφει όσα νιώθει σε μία σονάτα κι αφήνει τα δάκρυα να κυλήσουν… Εκείνη δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματα του και ο Μπετόβεν για σχεδόν είκοσι χρόνια θα έχει στο μυαλό του τη μορφή της. Πονεμένος από τον άτυχο έρωτά του γράφει άλλη μία σονάτα, που είναι η σύγκρουση δύο στοιχείων, αυτού που ζητά κι αυτού που αρνιέται: ο διάλογος δύο ερωτευμένων. Κάποια χρόνια μετά-και ήδη με απώλεια ακοής- αναζητώντας τον έρωτα, γράφει σ’έναν φίλο του “Βοήθησε με να βρω μια γυναίκα (…)Μα πρέπει να είναι όμορφη. Δε μπορώ να αγαπήσω τίποτα που να μην είναι όμορφο, γιατί φοβάμαι πως πρέπει να αγαπήσω τον εαυτό μου“. Τραγική αντίθεση! Με την τέχνη μπορεί να κερδίσει αυτό που δε μπορεί με το παρουσιαστικό του. Ερωτεύεται την Τερέζα (ούσα δεκαπέντε ετών). Γράφει μουσική πάνω σε στίχους του Γκαίτε και τα στέλνει στην αγαπημένη του. Δυστυχώς όμως και πάλι τα συναισθήματα της νεαρής δεν ανταποκρίνονται. Ο Μπετόβεν θέλει να δημιουργήσει οικογένεια…
Μότσαρτ & Μπετόβεν
Στα εικοσιοκτώ του ο Μότσαρτ είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Ο Μπετόβεν κάθεται δίπλα του στο πιάνο και τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα αγωνία. Ο Μότσαρτ λέει για το νεαρό αγόρι: “Να το θυμόσαστε, μια μέρα θα μιλούν όλοι γι’ αυτόν το νεαρό.” Λίγα χρόνια μετά πεθαίνει ο Μότσαρτ και ο κόμης Βαλστάϊν, πείθει τον εκλέκτορα να στείλουν τον εικοσιενός ετών Μπετόβεν στη Βιέννη. Γράφοντας στον Μπετόβεν: “Το πνεύμα που κατοικούσε στο σώμα του Μότσαρτ, και κλαίει τον χαμό του, βρήκε καταφύγιο στον αστείρευτο Χάϋδν, μα ζητά μια νέα κατοικία για να ενσαρκωθεί ξανά. Δούλεψε με θάρρος και θα παραλάβεις από τα χέρια του Χάϋδν το πνεύμα του Μότσαρτ“τον οδηγεί στο ταξίδι…
Ο Μπετόβεν πηγαίνει στη Βιέννη.
Η βιεννέζικη κοινωνία, που συναναστρέφεται, καταλαβαίνει καλύτερα τη μουσική και είναι πρόθυμοι να πληρώσουν. Ο κόμης Μπράουν του χαρίζει ένα άλογο με σέλα κι ο Μπετόβεν ξεχνά την ύπαρξη του ως τη στιγμή που αναγκάζεται να το πουλήσει. Όλοι είναι πρόθυμοι να αγοράσουν τα έργα του… Οι εκδότες τον πληρώνουν προκαταβολικά, του κάνουν δώρα και ο ίδιος ο βασιλιάς της Πρωσίας του κάνει δώρο μία ταμπακιέρα με μπριγιάν.
Το παρουσιαστικό του κι η προσωπικότητα του.
Δεν έχει καθόλου ελκυστικό παρουσιαστικό, έχει κακούς τρόπους, σχεδόν χυδαία συμπεριφορά και κάνει απότομες κινήσεις. Παραμελεί το ντύσιμό του και κάθεται στο πιάνο με το ζόρι. Όταν κάνει μάθημα με τις κοντέσες που είναι ερωτευμένος μαζί τους τότε γίνεται ακόμα πιο νευρικός. Σχίζει τα βιβλία της μουσικής και . αρνείται να πληρωθεί και δέχεται τα μαντήλια μόνο και μόνο επειδή τα ΄χει κεντήσει η κοντέσα με τα χέρια της. Έχει ακατάστατο σπίτι με σκόρπια χαρτιά παντού. Όταν πίνει κάνει πολύ κέφι αλλά όταν η κουβέντα γίνεται πιο ανοιχτή, σωπαίνει απότομα. Ο ίδιος χρησιμοποιεί για τον εαυτό του τα λόγια από δραματικό έργο “Δον Κάρλος” του Σίλερ¨: “Δεν είμαι καθόλου κακός, το μόνο κακό είναι το αίμα μου που κοχλάζει κι η νιότη είναι το μοναδικό μου αμάρτημα. Μα ασφαλώς δεν είμαι κακός. Κάποτε, η καρδιά μου έχει άγριες επιθέσεις, μα είναι μια καλή καρδιά.”
Το θράσος του Μπετόβεν
Ξαφνιάζει τους ανθρώπους με τη μουσική του αλλά και με τα λόγια του. Στον Ιταλό δάσκαλο Σαλιέρι που “τόλμησε” να τον κάνει να περιμένει του έγραψε με τεράστια γράμματα: “Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ“. Γλύτωσε την φυλακή παρά τρίχα γιατί μίλησε άσχημα στον Λιντς, ενώ για τον βασιλιά Φερδινάρδο έλεγε: “Δεν παίζει σα βασιλιάς ή σαν πρίγκιπας, παίζει σαν κοινός πιανίστας“. Σε έναν αξιωματικό του πεζικού είπε: “Να ένας σκλάβος που πούλησε την ελευθερία του για πέντε δεκάρες τη μέρα“. Εξαιτίας του κακού ντυσίματος του συλλαμβάνεται σαν αλήτης από την αστυνομία.
Η ακοή…
Στα εικοσιπέντε του παρατηρεί ότι δεν ακούει καλά. Σιγά σιγά γίνεται σιωπηλός και σκοτεινός. Δεν ακούει το πιάνο που παίζει ο ίδιος ακούει όμως πάντα μέσα του τους ήχους και δε δυσκολεύεται καθόλου στη σύνθεση. Αγωνίζεται να κρύψει την αναπηρία του κι αποφεύγει να μιλά με κόσμο… Η φήμη του εξαπλώνεται… Από το Παρίσι του στέλνουν δώρο ένα πιάνο με ουρά, από την Αγγλία ζητούν συνεχώς έργα του και πληρώνουν διόλου ευκαταφρόνητα ποσά. Στα τριανταδύο του θεωρείται ήδη ο πρώτος μουσικός της πιο φιλόμουσης πόλης της Ευρώπης. Στα σαράντα του έχει χάσει πλήρως την ακοή του. Ο απελπισμένος ,και από τις ερωτικές απογοητεύσεις, Μπετόβεν βρίσκει παρηγοριά στη μουσική του.
Γράφει τη Συμφωνία του σε λα κι αφήνει τη φαντασία του να τον κυριεύσει. Μιλά δυνατά και η συγκίνηση επηρεάζει πολύ την κατάσταση του. Μετά τα σαρανταπέντε συνεννοείται με τους ανθρώπους μόνο γράφοντας. Ως τότε με τη βοήθεια ενός ακουστικού μπορούσε να ακούει αυτά που έπαιζε. Τώρα πια χάνει ολοκληρωτικά την ακοή του, παρόλα αυτά ολοκληρώνει το έργο του. Στα πενηνταπέντε του τελείωσε τα πιο μεγάλα έργα του: το “Missa solemnis” και την “Ενάτη” συμφωνία. Η Ενάτη συμφωνία παίχτηκε κατευθείαν μόλις τελείωσε. Οι ακροατές χειροκροτούσαν όρθιοι και κουνούσαν τα μαντήλια τους. Ο μεγάλος δάσκαλος είχε γυρίσει την πλάτη στο κοινό. Ήξερε πως η ορχήστρα είχε σταματήσει αλλά δεν άκουγε τίποτα. Τότε τον έπιασε ένας μαθητής του και τον έστρεψε προς το κοινό… Κατάλαβε ότι πια δε μπορεί να ακούσει. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του αλλά και η νίκη του. Χίλιοι άνθρωποι από το κοινό ήταν όρθιοι και τον χειροκροτούσαν. Τον είχαν επιτέλους νιώσει.
Το τέλος
Έναν χρόνο πριν πεθάνει αλλάζει πάλι κατοικία. Στη ζωή του έχουν απομείνει δύο φίλοι… Οι συγγενείς του είναι σκληροί και αδιάφοροι απέναντί του. Προς το τέλος της καριέρας του γράφει τα κουαρτέτα, Ρέκβιεμ και τη “Δεκάτη” συμφωνία αλλά δεν κατορθώνει να τα τελειώσει. Ένα πρωί του Δεκέμβρη, φεύγει μέσα στο κρύο, πάνω σε μία άμαξα, ντυμένος ελαφριά και γεμάτος απελπισία. Αρρωσταίνει και ζητά να του στείλουν για γιατρικό ένα μπουκάλι κρασί του Ρήνου. Τα χρήματα του τελειώνουν. Ένας μαθητής του γράφει στο Λονδίνο και ζητά να δώσουν μια συναυλία με τα έργα του δάσκαλου του. Του στέλνουν ένα σεβαστό ποσό προκαταβολικά. Ο Μπετόβεν γράφει ένα ευχαριστήριο γράμμα. “Ο Χάιντελ είναι ένας από τους μεγάλους συνθέτες. γράφει, έχει να μου διδάξει πολλά“… Ο μεγάλος μουσικός πεθαίνει με αυτά τα λόγια που είναι σαν να παραδίδει το αόρατο δαχτυλίδι στον καλύτερο που έμενε σαν διάδοχός του. Τρεις μέρες πριν πεθάνει γράφει τη διαθήκη του στον ανιψιό του. Την άλλη μέρα έφεραν τον παπά να μεταλάβει κι εκείνος δέχτηκε πολύ ήσυχα. Όταν όλα τελειώσαν είπε στους φίλους του: “Χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελειώσε”
1770-1827
Πηγή: Οι Μεγάλοι άνδρες της Ανθρωπότητας