Βγαίνει από την πολυκατοικία.
Τον υποδέχονται οι χαρούμενες , διαπεραστικές φωνές των χελιδονιών, που εκτελούν τα καθημερινά, εντυπωσιακά ακροβατικά τους. Πάνω σε αυτό το μοναδικό, απέραντο γαλάζιο του αττικού ουρανού, που δεν χάνει το βάθος, την καθαρότητα και το μεγαλείο του, έστω κι έτσι, περιορισμένος στα παραλληλόγραμμα που ορίζουν οι τσιμεντένιοι όγκοι.
Η πόλη ήσυχη κι ανέμελη -επιτέλους!
Η σκέψη του σ’ εκείνη.
Υψώνει κι άλλο το βλέμμα, γυρεύοντας το πρωινό φεγγάρι.
Το βρίσκει ανάμεσα στις άπειρες, κάτασπρες κουκίδες των γλάρων, που σε δυσθεώρητα ύψη, πλανάρουν απαλά, αγκαλιάζοντας όλη την πόλη -άρα και εκείνη.
Συγκεντρώνεται σ΄ αυτούς, θέλοντας να τής διαβιβάσει τις σκέψεις και τα αισθήματά του.
Αναρωτιέται αν παραλογίζεται.
Την έχει δει κι έχουν μιλήσει, μία και μοναδική φορά.
Κι όμως, η αίσθηση ήταν ότι την γνώριζε και την αγαπούσε όλη του τη ζωή…
Προσπαθώντας να ‘προσγειωθεί”, κατεβάζει τα μάτια στις ταράτσες και τα ρετιρέ.
Άλλα πανέμορφα “κάδρα”!
Σε κάποια κτήρια, αληθινοί κήποι, κρεμαστοί, σκύβουν και τον κοιτάζουν. Σε άλλα, καταπράσινες αστραφτερές λόγχες των γιούκα, υψώνονται περήφανα, και τρυπάνε θαρρείς τον ουρανό.
Χαμηλότερα, φλογισμένες μπουκανβίλιες σκαρφαλώνουν αγκαλιάζοντας τοίχους, με αποχρώσεις βιολετί, πορφυρές, ροζ, κοραλλένιες.
Και, πλησιάζοντας πια στον προορισμό του, οι πικροδάφνες! Κόκκινες, ροζ και άσπρες, ανάμεσα σε καταπράσινες, σκιερές μουριές και λιγούστρα.
Πανέμορφη, καλοκαιρινή Αθήνα!
Ήταν σίγουρος. Κάποτε θα βρεθούν ξανά.