Κείμενα-επιμέλεια: Λίνα Καμπούρογλου
Το καρναβάλι δεν είναι απλώς μια πατροπαράδοτη γιορτή, αλλά και η πηγή μιας γλώσσας που μας μιλάει με το δικό της τρόπο για τη ζωή και το θάνατο, τον άνθρωπο, το χρόνο και τον κόσμο που μας μιλάει για όλα αυτά όχι μονάχα με λέξεις, αλλά κυρίως με εικόνες, αναπαραστάσεις, μιμικές κινήσεις,δρώμενα, προσωπεία και με το ίδιο το σώμα του ανθρώπου.
Αποκριάτικο τραγούδι που τραγουδούσε ένας ψάλτης στις αρχές του περασμένου αιώνα:
Ψωμί και τυρί
τον Κύριον υμνείτε.
Αν είναι και κρασί
Υπερυψούτε.
Αν είναι και μουνί
Εις πάντας τους αιώνας
Τέτοια τραγούδια τραγουδιούνταν από άντρες, γυναίκες ακόμα και παιδιά και μάλιστα σε μια κοινωνία συντηρητική, όπου το να φανεί ο αστράγαλος μιας γυναίκας ήταν άπρεπο. Τα καρναβάλια όμως υπερέβαιναν κάθε κανόνα.
Ήταν μια γιορτή όπου ο κόσμος γελούσε, έπινε, φλέρταρε και πετούσε από πάνω του τα μη και τα πρέπει της κοινωνίας που τους καταπίεζε.
Σήμερα δεν είναι και πολύ διαφορετικά τα πράγματα παρότι οι κοινωνίες πλέον θεωρούνται ανοιχτόμυαλες και πιο ανεκτικές. Και πάλι όμως προτάσσει πρέπει. Διαφορετικά από τα παλιά. Πίσω από τη μάσκα λοιπόν που κρύβει το πρόσωπό μας, όλα φαίνονται πολύ πιο εύκολα. Παίρνουμε ρόλους, μοιραζόμαστε πειράγματα, φλερτάρουμε, αφηνόμαστε στη διασκέδαση και το χορό όντας η στολή που μας ντύνει…
Πίσω από τη μάσκα όμως τι κρύβεται;
Έθιμα
– Tο στοιχειό της «Χάρμαινας»
Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» έχουν μεγάλη διάδοση στην περιοχή της Άμφισσας. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας».
Κάποτε ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ’ όλα ειλικρινής. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.
Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ΄αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους αρπάξει την ευτυχία τους.
Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουρια δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για τη δουλειά του. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ’ ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον ‘‘ζώσανε τα φίδια’’, γιατί το σπίτι έστεκε αλλόκοτο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.
Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει τη στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της.
Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιο τους, κακήν κακώς και έφυγαν από την πόλη.
Η λύπη και ο πόνος τρύπωσαν στην καρδιά του Κωνσταντή. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια και ένα αχνό χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την αγαπημένη του Λενιώ. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογεί για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνεί για την αγάπη που έχασε.
Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.
Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.
Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.
Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε.
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.
– Παρωδία γάμου
Σε πολλές περιοχές συνηθίζεται την Κυριακή πριν την Καθαρή Δευτέρα να γίνεται αναπαράσταση και παρωδία ενός γάμου. Και αυτό γιατί σε άλλες εποχές από την επομένη της Καθαρής Δευτέρας και για όλη τη Σαρακοστή γάμοι δε γίνονταν.
Στέφεται, ποιος στέφεται,
ακούστε και θαυμάστε,
και παίρνει τη μουρόχαβλη
τη νύφη, να θυμάστε.
Στέφεται, ποιος στέφεται,
και την ευχή μου δίνω
κι όλα τα μασκαρέματα
που έκανε αφήνω.
Στέφεται, ποιος στέφεται,
να ’ναι ευλογημένος
και ο πούτσος του βράδυ πρωί
να είναι κορδωμένος.
Στέφεται, ποιος στέφεται,
και γίνεται γαμπρός,
καλά γλεντίσματα, γαμπρέ,
από πίσω και από μπρος.
– Ένας χαρταετός στον ουρανό
Το πέταγμα του χαρταετού την Καθαρή Δευτέρα, δεν είναι απλώς ένα ακόμα παιχνίδι, αλλά υποδηλώνει την ανάταση και την κάθαρση της ψυχής μετά το διονυσιακό ξεφάντωμα της Αποκριάς. Πατρίδα του είναι η μακρινή Ανατολή.
Ο χαρταετός φαίνεται να άνοιξε για πρώτη φορά τα φτερά του περίπου στα 1000 π. Χ. Από την Κίνα, φτιαγμένος από μετάξι και μπαμπού, με τη μορφή του δράκου που ήταν ιερό, θεϊκό σύμβολο, αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας για τον λαό, πέταξε μακριά.
Πέταξε στην Κορέα κι από εκεί στην Ινδονησία και τη Μαλαισία, για να φτάσει στην Ιαπωνία, όπου εμπλουτίστηκε με περισσότερο έντονα χρώματα και πήρε τη μορφή των αυστηρών Σαμουράι. Στη Βόρεια Ινδία, εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι αιθέριοι χορευτές υποδέχονται την άνοιξη, σε γιορτές που έχουν τις ρίζες τους στην ινδουιστική μυθολογία. Τον 4ο π.Χ. αι., στην αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τις πηγές, ο αρχιμηχανικός Αρχύτας του Τάραντος χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον αϊτό. Πολύ αργότερα, ο Μάρκο Πόλο, γυρίζοντας από τα ταξίδια του, φέρνει το χαρταετό στη Μεσαιωνική Ευρώπη.
Ο χαρακτήρας του εξαγνισμού, τον οποίο πολλοί απέδιδαν στο πέταγμα του χαρταετού, με τον καιρό γίνεται απολαυστικό παιχνίδι, επιστημονική έμπνευση και πηγή μιας διαρκούς ικανοποίησης του ανθρώπου για την υποταγή της ύλης στα πιο ευφάνταστα και τολμηρά του όνειρα. 0 χαρταετός, στη μακραίωνη ιστορία του, χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως: για τη μέτρηση της θερμοκρασίας και της ταχύτητας των ανέμων, για μελέτες της ατμόσφαιρας και του ηλεκτρισμού, αλλά ακόμα και για αεροφωτογραφίσεις. Έσωσε ναυαγούς, έστειλε στρατιωτικά σήματα, κίνησε κάρα, ακόμα και αυτοκίνητα.
Στην ιστορική διαδρομή του αγαπημένου χαρταετού, συνέβησαν πολλά και διάφορα:
• Το 1749 ο Σκωτσέζος μετεωρολόγος Alexander χρησιμοποίησε χαρταετούς με θερμόμετρα, προκειμένου να καταγράψει και να μελετήσει τις θερμοκρασιακές μεταβολές σε μεγάλο υψόμετρο.
• Το 1752 ο Βενιαμίν Φραγκλίνος εκτέλεσε το διάσημο πείραμα με τον χαρταετό, προκειμένου να αποδείξει ότι οι αστραπές δεν είναι τίποτα άλλο παρά στατικός ηλεκτρισμός.
• Τα χρόνια 1799-1809, ο σερ George Cayley άρχισε να πειραματίζεται με τους χαρταετούς, προκειμένου να κατασκευάσει μια μηχανή που να έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ανθρώπους στον αέρα. Και τα κατάφερε! Το 1853 πέτυχε να πετάξει το πρώτο ανεμοπλάνο, που μπόρεσε να σηκώσει το βάρος ενός ατόμου για σαράντα ολόκληρα δευτερόλεπτα.
• Το 1833 ένας Βρετανός, αυτή τη φορά, μετεωρολόγος, χρησιμοποίησε τους χαρταετούς για να ανυψώνει ανεμόμετρα, ώστε να καταγράφει και να μελετά τις ταχύτητες των ανέμων στα διάφορα υψόμετρα.
• Το 1887 ο Ε. Β. Archibald τράβηξε τις πρώτες αεροφωτογραφίες χρησιμοποιώντας χαρταετούς
Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν, ένας στρατηγός χρησιμοποίησε έναν χαρταετό μ’ έναν ιδιαίτερα έξυπνο και ενδιαφέροντα τρόπο. Προκειμένου να καταλάβει με τον στρατό του ένα παλάτι, έπρεπε να σκάψει ένα υπόγειο τούνελ. Μη γνωρίζοντας, όμως, το μήκος που θα έπρεπε να έχει το τούνελ, πέταξε το χαρταετό έως πάνω από το παλάτι, κρατώντας την άκρη του νήματος στο σημείο απ’ όπου Θα ξεκινούσε το τούνελ, και έτσι έκανε τους απαραίτητους σχετικούς υπολογισμούς.
Ο αυτοκράτορας της Κίνας Γουέν Χσουν έκανε πειράματα πτήσεων με αετούς φτιαγμένους από μπα-
μπού, χρησιμοποιώντας για επιβάτες τους κρατούμενούς του. Οι τυχεροί που επιζούσαν κέρδιζαν την ελευθερία τους.
Ο Μάρκο Πόλο περιγράφει τους χαρταετούς και τις επικίνδυνες επανδρωμένες πτήσεις τους. Πολύ γρήγορα, στην Ιαπωνία απαγορεύτηκαν οι χαρταετοί πάνω από ένα μέγεθος, ώστε να αποφεύγονται τα επανδρωμένα μοντέλα και οι κίνδυνοι που συνεπάγονταν.
– Ο καρνάβαλος
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή την Τυρινή το βράδυ είθισται να καίμε τον Βασιλιά Καρνάβαλο.
Το άναμμα της φωτιάς κατά την περίοδο της αποκριάς, όπως υποστηρίζει η Λαογραφία, στηρίζεται στη μαγική δύναμη της φωτιάς κι έχει σχέση με τη μετάβαση από τη χειμωνιάτικη, στην ανοιξιάτικη περίοδο. Η φωτιά, όπως πίστευαν παλιά, έδιωχνε τα βλαπτικά πνεύματα και γινόταν έτσι ένα είδος κάθαρσης ενόψει της νέας παραγωγικής περιόδου, γιατί οι αποκριές συμπίπτουν με το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης, όπου η φύση αναζωογονείται και ανασταίνεται.
Ακόμα και το πήδημα της φωτιάς από τους συγκεντρωμένους, είχε συμβολικό χαρακτήρα. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι όλα τα κακά και δυσάρεστα, καθώς καίγονται, από τη φωτιά, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε άλλα ευχάριστα γεγονότα Με το άναμμα λοιπόν της φωτιάς και το κάψιμο του καρνάβαλου ξορκίζονται τα πνεύματα και καίγονται τα πάθη, το μίσος, η κακία και η εχθρότητα ανάμεσα στους ανθρώπους.
– Χαρταετοί του κόσμου
Στην Οσάκα της Ιαπωνίας, κάθε χρόνο, την Πέμπτη ημέρα του Μαΐου, οι μικροί Ιάπωνες περιμένουν με αγωνία το Κοντομόνοχι ή αλλιώς τη Μέρα των Παιδιών. Εκείνη την ημέρα, οι οικογένειες που έχουν μικρούς γιους συνηθίζουν να ανεμίζουν στον κήπο πολύχρωμες κορδέλες και πελώριους χαρταετούς σε σχήμα κυπρίνου, που τους έχουν δέσει σ’ ένα μεγάλο στύλο από μπαμπού μ’ έναν ανεμόμυλο στην κορυφή του.
Οι γιρλάντες και οι χαρταετοί-κυπρίνοι συμβολίζουν την οικογένεια: ο πρώτος χαρταετός τον πατέρα, ο δεύτερος τη μητέρα και ο τρίτος το παιδί. 0 κυπρίνος είναι ένα δυνατό και γερό ψάρι, γνωστό για την ενεργητικότητα και την αποφασιστικότητά του, καθώς κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα και πετάγεται ψηλά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Έτσι, ο κυπρίνος αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τους μικρούς Ιάπωνες, που πρέπει να μάθουν και εκείνοι να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο της ζωής με δύναμη και αποφασιστικότητα.
Ωστόσο, μια από τις πιο εντυπωσιακές γιορτές των αιθέριων αιώνιων χορευτών πραγματοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια στη Βόρεια Ινδία και παίρνει μοναδικές διαστάσεις στη γιορτή “Basant” η γιορτή γίνεται για την υποδοχή της άνοιξης κάθε Φεβρουάριο στη Λαχώρη στο σημερινό Πακιστάν και αντανακλά παγανιστικές συνήθειες του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα ξέφρενο γλέντι, το οποίο προσμένουν με μεγάλη ανυπομονησία μικροί και μεγάλοι. Σε αυτή τη γιορτή, όλοι λαχταρούν να κατακτήσουν με τον χαρταετό τους τον ουρανό, πράγμα που θα τους εξασφαλίσει η χρήση των πιο καλών υλικών, και ιδιαίτερα του ανθεκτικότερου σπάγγου, ο οποίος επικαλύπτεται με σκόνη γυαλιού. Μαζί με τα υλικά, αυτό που καθορίζει τη νίκη είναι η έξυπνη άμυνα, οι δυναμικές επιθέσεις και οι επιδέξιοι χειρισμοί που γίνονται κυρίως από τις ταράτσες των σπιτιών.
Η ομορφιά που προσφέρουν την ημέρα οι εκατομμύρια πολύχρωμοι χαρταετοί συνεχίζεται και τις νύχτες, καθώς συνεχίζεται και το παιχνίδι, με ολόλευκους χαρταετούς λουσμένους, όχι μόνο στο φως του φεγγαριού, αλλά και στο φως που πλημμυρίζει την πόλη, ειδικά για την περίσταση.
True Story: Κάποιο αποκριάτικο βράδυ
Στις δεκαετίες ’60, ’70 ήταν ακόμη στις δόξες τους εκείνα τα πάρτυ που ένας διέθετε το σπίτι και οι καλεσμένοι έφερναν τα φαγητά. Κουβαλούσαν ακόμα και μαξιλάρια όταν δεν υπήρχαν αρκετές καρέκλες.
Το πικάπ είχε από καιρό αντικαταστήσει το γραμμόφωνο. Έπαιρναν λοιπόν μαζί τους και 45ντάρια δισκάκια “σημαδεμένα” για να μην μπερδευτούν, και το γλέντι κρατούσε ως τα ξημερώματα. Στα πάρτυ της Αποκριάς τα κοστούμια ήταν, σχεδόν πάντα, αυτοσχέδια. Μερικά πολύ ευφάνταστα κι επιτυχημένα.
Εκτός από τα πάρτυ οι μεταμφιεσμένοι (δε λέω “μασκαράδες” γιατί σήμερα η λέξη έχει αποκτήσει άλλη έννοια, καθόλου κολακευτική) συνήθιζαν να πηγαίνουν επισκέψεις σε γνωστά σπίτια, όπου τους καλοδέχονταν πάντα. Τους κερνούσαν και προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Ήταν τα χρόνια που πίσω από τη μάσκα φαινόταν απίθανο να κρύβεται ένας κλέφτης ή ένας κακοποιός.
Δε θα ξεχάσω την επιτυχία που είχε μια μεταμφίεση της Αποκριάς του ’82. Ένα Σαββατόβραδο, αφού επισκεφτήκαμε οικογενειακώς ένα φιλικό μας σπίτι στα Πατήσια, αποφασίσαμε να πεταχτούμε σε κάτι ξαδέρφια μας στο Ψυχικό. Οδηγούσε ο άντρας μου, με ημίψηλο, μάσκα σοβαρού κυρίου με χρυσά γυαλιά και μουστάκι, κι εγώ δίπλα με το νυχτικό μεν, πλην όμως «τυλιγμένη» με μποά (εσάρπα με φτερά). Πίσω τα παιδιά με ότι είχαν ξετρυπώσει από τις ντουλάπες. Εκείνο τα βράδυ, ο Αντρέας Παπανδρέου, ο οποίος έμενε στο Ψυχικό, είχε δεξίωση.
Ένας αστυνομικός έδιωχνε όλα τα αυτοκίνητα προς άλλη κατεύθυνση. Όμως βλέποντας το ημίψηλο του άντρα μου και πιθανώς τα δικά μου φτερά μας πέρασε για «επισήμους». Χαιρέτησε στρατιωτικά και με ένα πλατύ χαμόγελο μας έκανε νόημα να περάσουμε. Στο πίσω κάθισμα τα παιδιά χειροκροτούσαν. Το τι δούλεμα έπεσε από τα ξαδέρφια δεν περιγράφεται. Για αρκετό καιρό μας τηλεφωνούσαν και ζητούσαν τον κύριο πρέσβυ.
Ναταλία Σαμαρά
Και ένα τραγουδάκι για το κλείσιμο:
Τσ’ απόκριες χορεύουμε
πίνουμε, τραγουδούμε
βαστούμε μέχρι το πρωί
δίχως να κοιμηθούμε.
Ο πόνος ντύθηκε χαρά
και για να με γελάσει
ήρθε στα μασκαρέματα,
να με σφιχταγκαλιάσει.
Μάσκα για τις απόκριες,
μην πάεις να γυρέψεις
και δίχως μάσκα εσύ μπορείς,
κόσμο να περιπαίξεις.
Φορούν στολές και γίνονται,
τις αποκρές πασάδες
μα κάποιοι μένουν πάντοτε,
στη ζήση μασκαράδες.
Τσ’ απόκριες η μοίρα μου,
τον πόνο μασκαρεύει
μου τονε στέλνει γελαστό,
και με κοροϊδέυει.
Ντύθηκε η μοίρα μασκαράς,
να μπει στο καρναβάλι
ποιος ξέρει πόσους δυστυχείς,
θα ξεγελάσει πάλι.
Ήρθανε οι αποκριές,
μα το ’χω απορία
τι να ντυθεί που ολοχρονίς,
στην μάσκα έχει πρωτία.
Κείμενα-επιμέλεια: Λίνα Καμπούρογλου
Πηγές
«Αντρικά μουνάτα»
του Γιώργη Μελίκη
«Η τρελή σοφία ή τα ανίερα ιερά» του Γιάννη Κιουρτσάκη