Ο Αλέκος Παναγούλης (1939-1976) ήταν ένας από τους λίγους που αντιστάθηκαν έμπρακτα και θαρραλέα στο καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας, όταν προσπάθησε να ανατινάξει τη λιμουζίνα του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Η ζωή του Παναγούλη ήταν συμπλεγμένη με την Ειμαρμένη: απέτυχε στην απόπειρα παρά τρίχα, απέτυχε να διαφύγει παρά τρίχα και μετά συνελήφθη παρά τρίχα. Σκοτώθηκε άκαιρα και περίεργα. Η σύντομη ζωή του χαρακτηριζόταν από συγχρονικότητες και προμηνύματα.
Αρχές δεκαετίας του 1960 ήταν φοιτητής στη Σχολή Μηχανολόγων στο Πολυτεχνείο. Κάποια στιγμή είχε έρθει στα χέρια με τον φοιτητή Χρήστο Παπαδόπουλο, γιο του κατοπινού δικτάτορα. Σε μια περίεργη έκρηξη διαίσθησης, ο Παναγούλης είχε πει ότι θα γινόταν δικτατορία και ότι θα την έκανε ο πατέρας του Χρήστου Παπαδόπουλου. (Κώστας Μάρδας, Πρόβες Θανάτου 1997).
Μια περίεργη «συνήχηση» υπήρχε μεταξύ Παπαδόπουλου και Παναγούλη. Το πατρικό σπίτι του Παναγούλη ήταν στη Γλυφάδα. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έμενε στο Λαγονήσι. Η απόπειρα έγινε κοντά στη Βάρκιζα. Ο Παναγούλης σκοτώθηκε στην οδό Βουλιαγμένης. Όλα τοπωνύμια/τοποθεσίες παραλίων Σαρωνικού. Παναγούλης και Παπαδόπουλος κατάγονταν από την ίδια περιοχή (Δίβρη Ηλείας, Ελαιοχώρι Αχαΐας, αντίστοιχα –απέχουν περίπου 30 χλμ σε ευθεία γραμμή).
Ο Παναγούλης αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα στις 13 Αυγούστου 1968, στο 31ο χλμ της οδού Αθηνών-Σουνίου. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Κλείστηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου στο 31ο χλμ της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας. Αποφυλακίστηκε το 1973, διέφυγε στην Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα στις 13 Αυγούστου 1974. Ο άνθρωπος που οδηγούσε το μοιραίο αυτοκίνητο το οποίο τράκαρε τον Παναγούλη με αποτέλεσμα το θάνατό του, ήταν ένας 31χρονος βιοτέχνης.
Ο Παναγούλης καταδικάστηκε σε θάνατο στις 17 Νοεμβρίου 1968. Κατέβηκε υποψήφιος στις πρώτες ελεύθερες εκλογές, στις 17 Νοεμβρίου 1974. Η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη είχε ξεκινήσει τη δράση της ένα εξάμηνο πριν από το θάνατο του Παναγούλη.
Ο Αλέκος Παναγούλης απέδρασε τον Ιούνιο του 1969 και κατέφυγε σε διαμέρισμα στην οδό Πάτμου 51 στα Πατήσια. Το σπίτι ανήκε στον ξάδερφό του ο οποίος τον πρόδωσε μαζί με τον φίλο του Παναγιώτη Περδικάρη. Ένας Γιάννης Περδικάρης ήταν συνιδρυτής της Χρυσής Αυγής, στενός συνεργάτης του αρχηγού της, Νίκου Μιχαλολιάκου και συγγραφέας βασικών ιδεολογικών κειμένων της οργάνωσης. Ο Περδικάρης ήταν φοιτητής στη Σχολή Μηχανολόγων του ΕΜΠ την περίοδο της εξέγερσης του 1973. Όπως βεβαίως κι ο Παναγούλης κι ο γιος του Παπαδόπουλου νωρίτερα.
Μια άλλη σημαντική τρομοκρατική οργάνωση της μεταπολίτευσης ήταν ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ). Το 1981 ο ΕΛΑ νοίκιασε ένα υπόγειο, το οποίο χρησιμοποίησε ως κρυσφήγετο. Πού; Στην πολυκατοικία της οδού Πάτμου 51!
Η Οριάνα Φαλλάτσι, Ιταλίδα δημοσιογράφος και σύντροφος του Παναγούλη, στη βιογραφία του (Ένας Άντρας), αναφέρει ότι ο Παναγούλης έβλεπε όνειρα με ψάρια όταν ήταν να συμβεί κάτι κακό. Τη νύχτα του πραξικοπήματος του 1967 είχε ονειρευτεί σκυλόψαρα. Αλλού περιγράφεται λεπτομερώς το όνειρό του τον Ιούλιο του 1974 με ένα πηγάδι γεμάτο ψάρια, που ο ίδιος θεώρησε ότι ήταν προμήνυμα της πτώσης της δικτατορίας.
Ο Παναγούλης έκρινε το όνειρο ως «κακό» με την έννοια ότι όποιος κληρονομούσε το καθεστώς θα τον έριχνε στο πηγάδι. Ο Παναγούλης κατηγορούσε τον πολιτικό Γεώργιο Αβέρωφ, ότι είχε κάνει βρόμικες μεθοδεύσεις προκειμένου να πέσουν στα μαλακά τα στελέχη της δικτατορίας. Η πρόθεσή του να κάνει αποκαλύψεις τον είχε φέρει αντιμέτωπο τόσο με πιέσεις εντός και εκτός Βουλής, όσο και με απειλές για τη ζωή του.
Η Φαλλάτσι παρομοίασε τον Παναγούλη μεταξύ άλλων και με τον Βραζιλιάνο μοναχό Τίτο ντε Αλενκάρ Λίμα ο οποίος βασανίστηκε από το δικτατορικό καθεστώς της χώρας. Όταν τον Αύγουστο του 1973, του είπε ότι της θύμιζε ένα Βραζιλιάνο μοναχό, αυτός απάντησε: «Τον πάτερ Τίτο ντε Αλενκάρ Λίμα;». «Πώς το ξέρεις;!», ρώτησε έκπληκτη η Φαλλάτσι. «Το ξέρω, διάβασα το γράμμα του, εκείνο που δημοσίευσες».
Ένα χρόνο αργότερα –χωρίς να έχει αναφερθεί στο θέμα ποτέ ξανά- ο Παναγούλης τη ρώτησε ξαφνικά: «Τι κάνει ο πάτερ Λίμα;». Η Φαλλάτσι απάντησε ότι ο Λίμα είχε καταφύγει στο Παρίσι. Ο Παναγούλης είπε ότι τον είχε δει στο όνειρό του να σηκώνει τα χέρια, προμήνυμα παραίτησης και θανάτου. Μια βδομάδα αργότερα η Φαλλάτσι διάβασε ότι το πτώμα του Λίμα είχε βρεθεί έξω από το Παρίσι, και ότι ο θάνατός του είχε συμβεί μάλλον στις 13 Αυγούστου 1974.
Το μοιραίο αυτοκίνητο μέσα στο οποίο έχασε τη ζωή του ο Παναγούλης ήταν ένα Fiat Mirafiori, το οποίο ονόμαζε Primavera («Άνοιξη»). Όταν το είχε δει σε μια αντιπροσωπεία αναφώνησε. «Η Άνοιξή μου! Το λιβάδι μου! Το Μάη θα ανθίσουν σ’ αυτό οι μαργαρίτες, οι βιολέτες, οι βερβένες! Το θέλω!». Και βεβαίως σκοτώθηκε Πρωτομαγιά, μια σημαδιακή μέρα της άνοιξης. Οι στρατιωτικές φυλακές όπου πέρασε πέντε χρόνια ήταν στο Μπογιάτι, που αργότερα μετονομάστηκε σε Άνοιξη.
Η Φαλλάτσι επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο στη Νέα Υόρκη να έρθει στην Ελλάδα τη στιγμή που πέθαινε ο Παναγούλης: «Επιβιβάστηκα ακριβώς τη στιγμή που πέθαινες. Στις 6:58, ημέρα Παρασκευή, 30 του Απρίλη. Στην Αθήνα 1:58. Ημέρα Σάββατο, πρώτη του Μάη. Πράγματι στις εφτά ακριβώς ήμουν στο αεροπλάνο, κοίταζα το ρολόι κατάπληκτη για την ακρίβεια μιας πτήσης που συνήθως είχε καθυστέρηση».
Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του Παναγούλη, ο βιοτέχνης Μιχάλης Στέφας, εμφανίζεται στην Αστυνομία και δηλώνει ότι ο Παναγούλης έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του μετά από πρόσκρουση στο δικό του, επιβεβαιώνοντας την εκδοχή του δυστυχήματος. Καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε 16 μήνες φυλάκιση, ποινή την οποία εξαγόρασε.