Έπρεπε να μένει ακίνητος. Το ήξερε αυτό, δεν τον παρεξηγούσε. Πέρα από τα βήματα και την ανύψωση του όπλου, πέρα από τους χαιρετισμούς και την αποχώρηση, τίποτε άλλο. Ωραία, σεβαστό.
Πόσες τουρίστριες πριν από αυτήν θα ερεθίστηκαν στην ιδέα να τον κάνουν να αντιδράσει! Ελάχιστα, όσο πιο ελάχιστα γίνεται. Κι ένα βλεφάρισμα ακόμα θα ήταν αρκετό. Ένα μειδίαμα δε, σωστός θρίαμβος.
Η Αθήνα δεν της άρεσε καθόλου, τη σιχάθηκε. Οι Αθηναίοι της φάνηκαν ευγενικοί και η πόλη τους μισητή. Τρίτη μέρα εδώ και μέναν άλλες δύο.
Κρατούσε στα χέρια της ένα βιβλίο με παραμύθια γραμμένα στη γλώσσα της πατρίδας της. Απροσδόκητη αγορά σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της πόλης. Είδε τη γλώσσα της και στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην έκπληξη. Διάβασε μια πρόταση και του τη μετέφρασε. Όλα έμειναν ακίνητα κάτω από τον αττικό ήλιο. Έφυγε.
Την άλλη μέρα ξαναστάθηκε μπροστά του περίπου την ίδια ώρα και διάβασε λίγες ακόμα γραμμές. Τις μετέφρασε ξανά με τα σπαστά ελληνικά της. Εκείνος της φάνηκε τώρα μέσα στην ακινησία του πανέμορφος, σαν άγαλμα. Είχε όμως μια σκληρότητα εκείνη η ομορφιά, η περικυκλωμένη από στρατιωτικά ρούχα. Μια απαξίωση.
«Θα έρθω αύριο να σου διαβάσω και το υπόλοιπο» είπε.
Τελευταία μέρα στην Αθήνα. Διάβασε όλο το παραμύθι εκτός από την τελευταία παράγραφο. Μετά άρχισε να το εξηγεί στα ελληνικά. Ένα άσχημο κορίτσι που κανένα αγόρι δεν το προσέχει. Μια καλή νεράιδα, μια απροσδόκητη τύχη. Κλισέ για όλες τις ψυχές, ναι. Γραμμένο όμως στη γλώσσα της.