Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έγινε ευρύτερα γνωστή η Αθανασία Κρικέτου, που αργότερα θα γινόταν η πασίγνωστη Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. Οι οραματισμοί της Παναγίας εκ μέρους της και διάφορα περιστατικά θαυματουργών θεραπειών την είχαν κάνει αρκετά διάσημη στο Αιγάλεω.
Κρικέτου έγινε βασικά διάσημη από τα κακότεχνα και ανορθόγραφα «θεϊκά μηνύματα» που γράφονταν στο στήθος της από την Παναγία. Επρόκειτο για μια κλασική περίπτωση δερματογραφίας, στην οποία αν χαράξει κανείς ελαφριά το δέρμα, ύστερα από λίγο εμφανίζεται μια κόκκινη ανάγλυφη γραμμή που αργεί να υποχωρήσει.
Η Κρικέτου θα συγκέντρωνε γύρω της ένα πλήθος πιστών και τις επόμενες δεκαετίες θα ίδρυε μια πραγματική οικονομική αυτοκρατορία, απασχολώντας πολλές φορές τον τύπο και την δικαιοσύνη. Διέθετε ένα τεράστιο ίδρυμα στη Μάνδρα Αττικής. Πολλές φορές την κατήγγειλαν για οικονομική αφαίμαξη των γερόντων που φιλοξενούσε, για άσχημη συμπεριφορά, ακόμα και για βασανιστήρια.

Τέτοιες καταγγελίες έγιναν πολλές φορές πρωτοσέλιδα εφημερίδων, πλην όμως καμία κατηγορία δεν αποδείχθηκε ποτέ –πιθανόν σε αυτό να έπαιξαν ρόλο οι ισχυρές της διασυνδέσεις με τον πολιτικό και εκκλησιαστικό χώρο.
Σύμφωνα με την ίδια η ιστορία είχε αρχίσει το 1944, στην ιδιαίτερη πατρίδα της τη Μανωλάδα Ηλείας, όταν η ίδια ήταν 12 χρονών. Μια μέρα που μάζευε χόρτα στο βουνό είδε μια λαμπερή πέτρα πάνω στην οποία καθόταν η Παναγία. Τα οράματα θα συνεχίζονταν τα επόμενα χρόνια, καθώς επίσης και τα θεϊκά μηνύματα προς τον κόσμο.
Η Κρικέτου ανακοινώνει ότι στις 3 μμ της 13ης Μαΐου 1959, θα εμφανιζόταν η Παναγία σε μια περιοχή στα Κουνέλια Χαϊδαρίου (στο σημείο που είναι σήμερα ο Βοτανικός Κήπος Διομήδους), για να της υποδείξει το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να χτιστεί ο ναός της.
Περίπου διακόσιοι πιστοί συγκεντρώθηκαν εκεί την συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Η Κρικέτου κατέφθασε με τον σύζυγό της και έναν αρχιμανδρίτη. Διάνυσε εκατό μέτρα κι έπεσε στα γόνατα αντικρίζοντας τον ήλιο. Οι πιστοί έπεσαν κι αυτοί στα γόνατα.
«Ήταν η ώρα τρεις και πέντε. Οι στριγγλιές, τα κλάματα και τα σταυροκοπήματα εξηκολούθησαν, ενώ η Αθανασία κύτταζε τον ήλιο. «Παναγία μου…». «Αχ… Να την. Να την» ηκούσθησαν πολλαί φωναί μαζί. Η Αθανασία είχε πέσει τώρα σε βαθειά έκστασι, σε κατάστασι που δεν διαφέρει από το κώμα.

Γδούποι σωμάτων που έπεφταν λιπόθυμα ηκούσθησαν, ενώ χιλιάδες δάχτυλα υψώθησαν στον ουρανό, δείχνοντας τον… ταλαίπωρο ήλιον, που τα σύννεφα τον ημπόδιζαν χθες να λάμψη περισσότερον. Στεναγμοί, ικεσίαι και υψωμένα προς τον ουρανό δάχτυλα. Ομαδική υστερία.
Ομαδική αυθυποβολή. Ακόμα και κυάλια επεστρατεύθησαν για να διακρίνουν μ’ αυτά το «όραμα» ενώ πολλές δάνειζαν τα σκούρα γυαλιά τους… «Να το στεφάνι γύρω από τον ήλιον». «Να η Παναγία…», «να οι πράσινοι σταυροί μέσα στον δίσκο». «Ο δίσκος γυρίζει» φώναζαν άλλοι. Εκόπτοντο οι περί την Αθανασίαν: «Σε βλέπω Παναγία μου» και πάλιν κραυγαί από το αγόμενον πλήθος» (Έθνος 15.5.1959)
«Το «ηλιακό θαύμα» κράτησε περίπου δέκα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων η κυκλοφορία στην γειτονική Ιερά Οδό είχε σταματήσει. Κατόπιν η Κρικέτου αποχώρησε. Η υπόθεση δεν ήταν τόσο απλή όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Λίγες μέρες μετά, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας εντόπισε το γιατί. «Προ 32 ακριβώς ετών, στις 13 Μαΐου, 3 μετά το μεσημέρι, στην Πορτογαλία, τρία τσοπανόπουλα αντίκρυσαν σ’ ένα εκτυφλωτικό φως την Παναγία. Στο σημείο που έγινε το θαύμα τα παιδιά υπέδειξαν ότι έπρεπε να κτισθή εκκλησία.
Χιλιάδες άνθρωποι είδαν αργότερα μέσα στον ήλιο την Παναγία. Και επίστεψαν […] Όπως θ’ αντιληφθή ο αναγνώστης από την εν συνεχεία εξιστόρησι του θαύματος της ‘Φατίμα’ υπάρχουν ωρισμένα κοινά σημεία με τους ισχυρισμούς της ‘οραματιστρίας’ του Χαϊδαρίου, όπως η ημερομηνία, η ώρα, ο τρόπος εμφανίσεως κλπ; Διατί; Πρόκειται περί συμπτώσεως, ή περί εσκεμμένης παραποιήσεως της υποθέσεως της ‘Παναγίας της Φατίμα’; Αυτό είναι το σημείο που πρέπει να εξετάσουν και η Εκκλησία και αι Αρχαί». (Έθνος 18.5.1959)

Το 1961, όταν η Αθανασία του Αιγάλεω έχει εδραιωθεί για τα καλά, αναφέρεται ότι κάθε Σάββατο οι πιστοί της μαζεύονταν στην περιοχή που είχε γίνει το «ηλιακό θαύμα» πριν δυο χρόνια, και όπου τώρα βρισκόταν το πειραματικό αλσύλλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών, για να προσευχηθούν και να δουν ένα «παράξενο φως» που εμφανιζόταν στους πρόποδες του λόφου του Προφήτη Ηλία.
Ο δημοσιογράφος Ι. Βουτσινάς υπήρξε μάρτυρας μιας τέτοιας εμφάνισης στις 17 Μαρτίου και περιγράφει: «Τη σιγαλιά της σκοτεινής νύχτας κομμάτιαζε η φλογερή προσευχή των πιστών. Πολλοί έσκυβαν το κεφάλι ως τη γη, ενώ άλλοι έκλαιγαν μ’ αναφυλλητά. Το μουρμούρισμα των προσευχών κράτησε περισσότερο από δέκα λεπτά, ώσπου σε μια στιγμή ο πέπλος του σκοταδιού θρυμματίσθηκε από την φράσι: ‘Το φως! Το φως! Δόξα σοι, Κύριε…’.
Όλοι έστρεψαν το βλέμμα προς τον αντικρινό λόφο που βρισκόταν σε απόστασι 100 περίπου μέτρων. Στην πλαγιά του, που δεν είχε βλάστησι, φάνηκε ένα μυστηριώδικο, ένα φοβερά παράξενο φως. Σιγανό στην αρχή, ύστερα πιο έντονο κι ακόμη πιο πολύ σε λίγο, ώσπου έφτασε να γίνη μια εκτυφλωτική γκρίζα ανταύγεια. Ήταν σα να βγήκε απ’ τα βάθη της γης.
Πλανήθηκε για λίγο δεξιά, αριστερά κι ύστερα σιγά-σιγά, όπως ακριβώς παρουσιάστηκε, έσβησε ολοκληρωτικά». Το φως εμφανίστηκε κι άλλες δυο φορές. «[…] η έκπληξί μας έφθασε στο κατακόρυφο όταν το μυστηριώδες φως εμφανίσθηκε για τρίτη φορά.
Ήταν πολύ πιο παράξενο από πριν και στα ριζά του λόφου. Ανάμεσα στα πεύκα. Οι σιλουέτες των δένδρων διαγράφονταν καθαρά στην εκθαμβωτική λαμπρότητά του. Αν το φως ήταν τεχνητό θα έπρεπε να φωτίση τα δένδρα από εμπρός και οπωσδήποτε θα διακρίναμε κάποια φωτεινή δέσμη. Όμως το φως ήταν ατόφιο, ολοκάθαρο, γκρίζο και αν επιτρέπεται η έκφραση, κρύο…» (Βραδυνή 18.3.1961)