Το «τέλεια» και την «τελεία» τα χωρίζει η οξεία. Αμετάκλητα.
Εάν ενωθούν το μίγμα πάσχει. Διότι με τι τρόπο βάζεις τελεία εάν με τον άλλον είσαι τέλεια;;
Στον διαδικτυακό κόσμο οι έννοιες και οι ουσίες τους δεν συνευρίσκονται αλλά χωρίζονται πολλές φορές οριστικά.
Μόλις επέστρεψα από τον κηπουρό που του ζήτησα να με προσλάβει στις πρασιές του δήμου (φυσικά ανεπίσημα και δωρεάν) με σκοπό την ατομική μου ψυχοθεραπεία. Ο ψυχολόγος κοστίζει και θα μου συνιστούσε εργασιομανία. Το υπερπήδησα το ζικ–ζακ της λογικής με το κολπάκι, «βοηθός κηπουρού» γλάστρες και κουρέματα χορταριού.
Ο κηπουρός μάλλον με λυπήθηκε, όταν του είπα ότι υποφέρω από κενή προσώπου ερωτική απογοήτευση. Μάλλον τον μπέρδεψα τον κυρ Μένιο τον κηπουρό -θυμήθηκε την τρελέγκο κόρη της γειτόνισσας- όπως μου είπε, και με σπουδή δασκάλου έσπευσε να με χρήσει βοηθό.
Ισιώνοντας σγουρούς βασιλικούς, θυμήθηκα το ίσιωμα του ποντικού και εσένα να λάμπεις ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή. Ωραίος, γοητευτικός, ψαγμένος και γνώστης πολλών και σπουδαίων.
Τα ασύρματα και ενσύρματα ένστικτά μου αναπτέρησαν ή ανατρίχιασαν. Είχα αληθινά εντυπωσιαστεί.
Το επόμενο διάστημα κατέφυγα σε σπουδές πρόχειρες, ξένης λογοτεχνίας. Οι περιλήψεις μου και οι αναφορές μου στον συγγραφέα σου άρεσαν και ξεκίνησες λίγο δειλά να με ρωτάς τάχα ανίδεος, δήθεν με άγνοια αλλά θαυμάζοντας και χειροκροτώντας.
Πήρα τα πάνω μου. Άρχισα να περπατώ με σίγουρα βήματα, στην παρτίδα πόκερ που μόλις είχαμε ξεκινήσει.
Το βράδυ ονειρευόμουν τι θα σου έγραφα και το πρωί το πληκτρολόγιο πετούσε σαν ραπτομηχανή κεντήματος, λέξεις, φράσεις συλλαβές σταλμένες από τη δική μου οθόνη στους ιδιωτικούς δικούς σου χώρους.
Τα πιόνια στο σκάκι σε εκκίνηση καθημερινή. Χανόσουν για δυό –τρεις μέρες πολλές φορές για να σκεφτείς την επόμενη κίνηση. Το ΜΑΤ και το ΣΑΧ με όμηρο και αιχμάλωτο τον εαυτό μας, μας είχε κυριεύσει.
Η επικοινωνία μας εξελίχθηκε σε καταδίωξη. Το πρωί θα σε προκαλούσα και εσύ μετά από δύο ώρες θα απέκρουες και ως πυθία θα με κατηγορούσες για ύπουλη ασάφεια.
Ξεχνούσες ότι ήμουν πολύ νέα άρα αθάνατη. Ένας ώριμος άντρας και μία αθάνατη…… Το αιώνιο σύνδρομο ναμπούκωφ που εγκυμονεί και γεννά την δική μου τερατώδη απληστία και τη δική σου οξεία λαγνεία.
Σε είχα στο χέρι. Το πόκερ των ενστίκτων υπερβαίνει τις αλγεβρικές κινήσεις. Όταν τα ένστικτα χορεύουν το ζώο είναι πάντα πεινασμένο.
Αρνήθηκα τη σύντομη, κατά πρόσωπο, επαφή. Κατ’ αρχή θα κυριαρχούσε ο προφορικός λόγος. Κίνδυνος, θάνατος για τα παίγνια. Στην ζωντανή λέξη κατοικεί και η αλήθεια. Στα γραπτά, την φυλακίζεις την καρδιά με κελιά περίτεχνα και σπουδαιοφανή που θυμίζουν νεκρομαντεία. Αυτό το θανατηφόρο εγκλεισμό τον ξεπερνούν οι αληθινές και σπουδαίες πένες. Εμείς οι δυό άλλα αποζητούσαμε και θυσιάζαμε την καλολογία με ζητούμενο την καλλιγραφία παγίδα.
Σε καταδίωκα και εσύ εμένα. Σου είχα γίνει εμμονή. Λίγο ακόμα και θα άκουγα το κριτς-κρατς της τεχνολογίας να αγκομαχά.
Την εμμονή την μεταφράσαμε σε έρωτα και τον έρωτα τον ονομάσαμε παράφορο, τυχαίο και μοιραίο.
Και πάλι δεν ήθελα να σε συναντήσω…… Ήθελα όταν θα σε έβλεπα να σε δω λειωμένο και παραδομένο. Έτσι σε αποζητούσα. Γδυτό από τον αντρισμό σου και έτοιμο να ψευδορκήσεις παντού για χάρη μου.
Περνούσαμε τέλεια. Σε αντιμετώπιζα ως ακέραιο, αλάνθαστο, άνευ ελαττώματος, πλήρη, άρτιο… Που όμως ως θήλυ τα αποδομούσα, παίζοντας γρίφους και ντάμες πίκες μαζί με κούπες.
Η έξαψη είχε διαπεράσει το κορμί και το μυαλό μας και κινδύνευε το πληκτρολόγιο και τα προφίλ να καούν από την ένταση.
Είχαμε καταφέρει την πλήρη υποκατάσταση της αλήθειας με την μη αλήθεια…… Ακραίο αλλά συναρπαστικό.
Σε λάτρευα χωρίς οσμή με ποθούσες χωρίς τερηδόνα. Ερωτευμένα τεύχη περιοδικών….. Με πιθανή ανταλλαγή στις συλλογές τις αληθινές μας καρδιές. Αδύνατον να βάλουμε φρένο.
Έφτασα να σου στέλνω φωτογραφίες, στα ιδιαίτερα σου, εμένα παιδάκι, με τη μαμά μου, τον πατέρα μου. Εμένα μαθήτρια και μετά φοιτήτρια…..
Έστειλα και την πιο μυστική και αγαπημένη μου φωτογραφία. Μία που με κρατούσε η μάνα μου από το χέρι -εγώ 7 χρονών- και χαιρετούσαμε με ξέφρενη χαρά τον φωτογράφο. Την επομένη η μάνα μου πέθανε ξαφνικά. Μνήμα και τόπος αγάπης έγινε για μένα αυτή η φωτογραφία.
Στην έστειλα κι αυτή κλαίγοντας.
Τα βράδια λέγαμε καληνύχτες με πάθος. Οι εικονικοί οργασμοί βαράγανε ταβάνια.
Οι γύρω άνθρωποι κακοπερνούσαν και εμείς γράφαμε περισπούδαστα άρθρα ως ένδυμα στα υπονοούμενα της εμμονής που βασίλευε σαν άγρια αμαζόνα στα κορμιά μας.
Κλείσαμε ραντεβού.
Ήσουν η ζωή μου.
Είπες ότι παρατάς τα πάντα κι έρχεσαι μαζί μου.
Την επομένη τα πλήκτρα σίγησαν.
Έτρεξα να σε συναντήσω.
……………………………………..
Με πήρε το βράδυ και δεν ήρθες.
Πρόσβαση στο προφίλ σου από το κινητό για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχα.
Νύχτα, εξουθενωμένη σε αναζήτησα.
Η οθόνη στον τοίχο σου έγραφε
“error” “error” “error”
Τρεις φορές.
«Προσοχή, χρήστης ιός —κακόβουλο λογισμικό»
…………………………………………
Έχουν περάσει 6 μήνες.
Είμαι βοηθός κηπουρού επειδή αδυνατώ να είμαι συνεπής στην κανονική μου εργασία.
Ντρέπομαι να πω ότι ερωτεύτηκα μια χαλκομανία.
Το χειρότερό μου, ήταν που μοιράστηκα με έναν ιό την πιο ιερή με τη μάνα μου στιγμή.
…………………………………………………………………..
Φανταστική ιστορία. Και λίγο εφιαλτική. Όμως και αληθινή.
Photo Credits: FreePik
Discussion about this post