Ειδικό αφιέρωμα για την επέτειο του 1940 από τις περιοχές που ενώνει η Πατησίων
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, τον Οκτώβρη του 2013, στο τεύχος 08 της “Η Πατησίων Ζει”.
Υπάρχουν ορισμένα Ναι πίσω από κάθε Όχι. Και όσο μεγαλύτερο είναι το Όχι άλλο τόσο μεγαλύτερα είναι τα Ναι. Στην περίπτωση του 1940 λέχθηκαν και ορισμένα ισχυρά Ναι. Ναι, σε έναν πόλεμο που φαινόταν χαμένος εξαρχής, αφού ο συσχετισμός ήταν αρνητικός. Ναι, στην αποδοχή ότι θα υπάρχουν θυσίες και ότι εκ του ασφαλούς τίποτα δε γίνεται. Ναι, στην αξιοπρέπεια ενός Έθνους, ενός λαού και τελικά μεμονομένων ατόμων που αρνήθηκαν τελεσίγραφα και διατάγματα.
Η ιδέα για ένα τέτοιο αφιέρωμα προέκυψε από απομνημονεύματα ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και τα αντλήσαμε από την εξαιρετική δουλειά που κάνει η ΟΠΙΚ. Κοιτάξαμε γύρω μας και βρήκαμε πολλούς ανθρώπους που ήθελαν να βοηθήσουν, να συμβάλλουν και να καταθέσουν την εμπειρία τους. Και έτσι προχωρήσαμε. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ανακινηθεί η ιστορία μας με ζωντάνια και ουσία.
Πολλά ίσως να θυμίζουν το 1940 σήμερα. Τα συσσίτια, η φτώχεια, και το σφιχταγκάλιασμα της οικονομικής κρίσης. Υπάρχει μία φωτογραφία που αποτυπώνει ένα σύνθημα από κάποιο τοίχο της κατοχικής Αθήνας. Καλεί τον κόσμο να εμπνευστεί από τους Κλέφτες του 1821. Αυτοί που το έγραψαν τσίγκλησαν τη συλλογική μνήμη και καλά έκαναν. Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί. Δημιούργησαν το νέο, το σύγχρονο, τη δική τους σελίδα στην ιστορία ανατρέποντας τα δεδομένα. Δεν έμειναν σε μία στείρα παρελθοντολογία. Έτσι και σήμερα που πολλά θυμίζουν το 1940 ένα αναμάσημα του ηρωικού Όχι δεν έχει να προσφέρει τίποτα εάν δε συνδυαστεί με το καινούριο και το σύγχρονο, μια πρόκληση που η εποχή ευτυχώς μας την προσφέρει.
Στρατιωτάκια ακούνητα αγέλαστα…
Το σημείωμα αυτό είναι αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους καθηγητές και δασκάλους που προσπαθούν φιλότιμα με φαντασία και κέφι να παρουσιάσουν ζωντανές, προσεγμένες, χορταστικές σχολικές γιορτές στις εθνικές επετείους, και τα καταφέρνουν! Επίσης αφιερώνεται στους μαθητές που τρελαίνονται να συμμετέχουν στους εορτασμούς των επετείων και δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ένα εαυτό που συχνά μένει κρυμμένος στο σχολείο.
Αυτή είναι η μία πλευρά, υπάρχει όμως και η άλλη.
Στα «φυσικά» απολιθώματα του σχολείου ανήκουν εκτός από την πρωινή προσευχή και ο εορτασμός των εθνικών επετείων. Και αν μεν το πρώτο αποτυγχάνει να μεταδώσει ένα αίσθημα αυτοσυγκέντρωσης, διαλογισμού και ομαδικής κατάνυξης, το δεύτερο έχει καταντήσει κυριολεκτικά νεκρό γράμμα –αν και πρόκειται για γιορτές.
Η πραγματική γιορτή για τους μαθητές είναι οι ώρες μαθημάτων που χάνονται την παραμονή της επετείου για να γίνει ο «σχολικός εορτασμός» και η αργία της επόμενης μέρας.
Στην καλύτερη περίπτωση οι γιορτές να έχουν άρτιο μουσειακό χαρακτήρα και να είναι άψογες ως μνημόσυνα. Να επιφέρουν μια –πρόσκαιρη –συγκινησιακή φόρτιση και μια εθνική έπαρση. Στη χειρότερη, και πιο συνήθη, να είναι φτιαγμένες με προχειρότητα, μονοδιάστατες, ανιαρές, βαρετές. Κακόφωνες χορωδίες, πρόχειρα σκηνικά, απροβάριστες απαγγελίες, ανεπαρκή ηχητικά…
Μα πιο σημαντικό, η τυποποιημένη και σχεδόν νεκρόφιλη παρουσίαση της ιστορίας, των γεγονότων, των προσώπων που συνδέονται με την επέτειο. Σαν όλα αυτά να έγιναν κάπου πολύ μακριά, σε μια άλλη χώρα. Σαν τίποτε από αυτά να μην αφορά τα παιδιά του σήμερα. Τα οποία μπερδεύουν τις επετείους: «Τι έγινε άραγε την 28η; Τα βάλαμε με τους «μουσουλίνους» ή τους τουρκογερμανούς;» Και η 17η Νοέμβρη; Αν και η πιο πρόσφατη, η πιο νεολαΐστικη, είναι και η πιο θλιβερά νεκρή.
Το πρόβλημα με τις επετείους είναι ότι δεν είναι «γιορτές», δεν έχουν δηλαδή κάτι ζωντανό, σύγχρονο, πανηγυρικό που να συνεπάρει τα παιδιά και να ταυτιστούν μαζί του.
Φταίει η ξερή γνώση που μεταδίδει το σχολείο; Ο αδιάφορος τρόπος που διδάσκεται η ιστορία; Τελικά ότι εντάσσεται στη σχολική ύλη μήπως αποστεώνεται, γίνεται άνευρο και καταναγκαστικό; Αλήθεια εάν οι εορτασμοί γίνοταν εκτός ωραρίου, δηλαδή να ήταν επιλογή κάποιου να πάει και να μην παίρνονταν απουσίες, πόσοι θα πήγαιναν; Αλλά μήπως έτσι αρχίσει να χτίζεται μια πιο υπεύθυνη στάση ενάντια στα πρέπει και την υποχρεωτική παρουσία; Και τέλος όταν μία οικογένεια που δεν συζητά, δεν καλλιεργεί, δεν αφουγκράζεται, όταν μία κοινωνία που αγκομαχά, εκνευρίζεται και τρώει τα παιδιά της, μήπως δεν πρέπει όλα να τα περιμένουμε από ένα έτσι και αλλιώς δοκιμαζόμενο σχολειό;
(Γιώτα Μ., καθηγήτρια)
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Μοναδικές μαρτυρίες από κατοίκους της περιοχής για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής.
Μια εξαιρετική δουλειά από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ).
Πόλεμος
Εκείνη την ημέρα είχαμε ξυπνήσει με σειρήνα, είχαμε μια σειρήνα στην οδό Αγίου Μελετίου ψηλά, και ενώ τις άλλες μέρες ξέραμε ότι γινόντουσαν γυμνάσια, εκείνη την ημέρα καταλάβαμε ότι είναι πόλεμος, βγήκε ο κόσμος έξω στους δρόμους. Δεν υπήρχαν ραδιόφωνα και τέτοια και ήρθε κάποιος και είπε: Μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί…
(η Φ. Λ., γενν. στην Αθήνα το 1922)
Αλλά εκείνο που μου είναι έντονο είναι, όταν μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και είχα πιάσει μια ψευτοδουλειά κάπου, και την ημέρα που μπήκανε οι Γερμανοί ή μάλλον την άλλη μέρα, πρέπει να μπήκανε Κυριακή… ναι… και δεν πήγα στη δουλειά αυτή, δεν ήθελα…. Πήγαινα Φωκίωνος Νέγρη μόνη μου και καθόμουν και σκεφτόμουνα πώς θα είναι η ζωή μας από δω και πέρα.
(Φ. Λ.)
Και το ψωμί που δίνανε, ένα πράγμα σα λούπινο, σκούπα, ξέρω ’γω τι ήτανε… Πολύ άσχημο. Θυμάμαι ότι πιο πολύ το μοιράζαμε στα πέντε, είμαστε πέντε, και η μητέρα μου πάντοτε έδινε το δικό της. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ αδυνατίσει τότε…
(Φ. Λ.)
Έφαγα σκυλί αντί για αρνί, το πήρε για αρνάκι η μητέρα μου και ήτανε σκυλάκι. Κατέβηκε μία μέρα κάτω στην πλατεία Αγάμων που τη λέγανε τότε [= πλατεία Αμερικής], εκεί γινότανε ό, τι γινότανε. Κατέβηκε με ένα δίσκο ασημένιο, που τον κλαίω τώρα, και δύο κουβέρτες καμιλό και πήρε δύο κορμπίφ και δύο κούτες τσιγάρων τόσες. Τα τσιγάρα ήταν απαραίτητα […] Μετά πήγαινε επάνω στον Ποδονίφτη να πάρει χόρτα, αυτές τις λαχανίδες, και τρώγαμε.
(Ν. Μ.)
Κατοχή
Αν φοβόμασταν; Στην αρχή όχι, γιατί δεν ξέραμε. Μετά, φόβοοο… Ααα! Γιατί ακούγαμε, βλέπαμε! Εγώ ακόμα έχω στα μάτια μου όταν ανοίξανε ένα μαύρο αυτοκίνητο […] και είχανε πετάξει τα πτώματα όλα μέσα και ήτανε το ένα έτσι το άλλο έτσι, τα βλέπω τώρα, και ήρθανε να πάρουνε έναν πεθαμένο, τον πετάξανε κι αυτόνε μέσα, κλείσανε την πόρτα, δρόμο […] Ή περπατούσες στο δρόμο, πέρναγε ο άλλος πάλι πιο μπροστά κι ώσπου να πάει αυτός είχε πέσει χάμω, είχε πεθάνει κιόλας, δηλαδή πείνα […] Ναι, και είχανε ομαδικούς τάφους στο τρίτο νεκροταφείο ανοίξει μεγάλους και […] ξέρεις τώρα, όλοι μέσα, σκέπασέ τους, ασ’ τους, ψάχνε εσύ να βρεις τον άνθρωπό σου, δεν υπήρχε περίπτωση […] Θέλω να σου πω, όλο με το φόβο. Αφού έβγαινες έξω και έλεγες, Θα ξαναγυρίσω; […] Και μια μέρα ξυπνήσαμε και είχανε χαθεί όλοι οι Εβραίοι, ναι χαθήκανε […] Κανένας, όλοι είχανε φύγει, η Στρινίκα. η Μπουτόν, όλες τις χάσαμε […] και σηκωθήκαμε και δεν υπήρχανε. Και μια μέρα στο Χολαργό, όπως κατεβαίναμε εμείς, είδα μία, τη Στρινίκα. Μόλις την είδα την Εβραία, «Ιιιι, μου λέει, μην πεις τίποτα που με είδες, μην πεις τίποτα!», φοβόντουσαν τους Γερμανούς, τους πιάναν οι Γερμανοί, αμ! Είχαμε το φόβο, σου ’πα εγώ, πάντα ο φόβος, παντού!
(η Θ. Σ., γενν. στην Κυψέλη το 1930)
Στην πολυκατοικία ήτανε κι ένας Σ… […] Περίεργη οικογένεια, ο σύζυγος ήτανε γουνέμπορος, αλλά ποτέ δεν είδα να πουλάει γούνες, ούτε μαγαζί. Η γυναίκα του ήτανε μια πανέμορφη Ελληνογαλλίδα [παύση] Και είχε και δυο γιους. Ο ένας είναι της ηλικίας της δικιάς μου [του 1933], ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδί. Ο άλλος, θα μπορούσαμε να τον πούμε, ανενδοίαστα, γόη. Αυτός ήτανε ο Κώστας. Ο Κώστας είχε γραφτεί στη Γερμανική Σχολή, διότι είχανε γεννηθεί στη Λειψία […] κι όταν μπήκανε οι Γερμανοί εδώ, πήγε με το μέρος των Γερμανών και έγινε καταδότης […] Μάλιστα κάποτε, επειδή ο Κώστας ήτανε πολύ μικρότερος από τον πατέρα μου, ο πατέρας μου, τώρα, μιλούσε ελεύθερα σε ένα παιδί, και του είχε πει, «Ό, τι και να λες, Κώστα, οι Γερμανοί είναι δικτατορία, είναι εγκληματίες…».
Τον άκουσε προσεκτικά ο Κώστας –θυμάμαι ήτανε στο σπίτι κάτω, όπου καθόμασταν, στο ημιυπόγειο έμενα εγώ– και του είπε: «Κυρ Γιώργη, ξέρεις πόσο σε σέβομαι. Αν ξανακούσω μία κουβέντα τέτοια, σε καταδίδω στους Γερμανούς»… [Ο Κώστας είναι πόσο χρονών τότε;] Δέκα επτά, δέκα οκτώ ετών… Οπότε ο πατέρας μου από τότε το βούλωσε, γιατί αυτός ήτανε ανενδοίαστος […] Εν πάση περιπτώσει, τέλειωσε ο πόλεμος […] Τον κυνηγούσαν και οι Γερμανοί –γιατί, τι γινότανε; Ορισμένους απ’ αυτούς που έβρισκε δεν τους κατέδιδε, γιατί έπαιρνε λεφτά κι αυτό ήτανε μια προδοσία κατά των Γερμανών–, τον κυνηγούσαν και οι Εγγλέζοι, τον κυνηγούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ […] και η νόμιμη κυβέρνησις Παπανδρέου! […] Κατάφερε κι έφυγε από την Ελλάδα πριν τον συλλάβουν και σηκώθηκε και πήγε σ’ έναν θείο του στο Λίβανο, στη Βηρυτό […] Ήτανε γουνέμπορος αυτός εκεί κάτω…
(Σ. Μ.)
Αντίσταση
Η ΕΠΟΝ ήταν που ανακατευόντουσαν οι πιο πολλοί [μαθητές στο σχολείο]. Αντίσταση δεν θυμάμαι […] δεν ξέρω, γιατί δεν ασχολούμαι και δεν θυμάμαι τίποτα […] Ήτανε μια κοπέλα η οποία πούλαγε τις εφημερίδες εδώ [δείχνει κάτω από τη μασχάλη της] την οποία σκοτώσανε τότε, στη Φωκίωνος Νέγρη. [Πότε τη σκοτώσανε;] Στο κίνημα [=Δεκεμβριανά]. Μετά από λίγο σκοτώθηκε
[=πέθανε]. Κάποιος την πυροβόλησε. [Συμμαθήτριά σας;]
Όχι, μικρότερη. Αυτά δεν τα πολυθυμάμαι. Ήμουνα από τους τύπους που δεν έκανα όρεξη να ασχοληθώ με αυτά.
Και ούτε και οι φιλενάδες μου ιδιαίτερα…
(Ν. Μ.)
Εκεί ήταν το στρατηγείο της ΕΣΠΟ [στην οδό Πατησίων, κοντά στην πλατεία Ομονοίας]. Η ΕΣΠΟ ήταν μια οργάνωση Ελλήνων γερμανόφιλων οι οποίοι βοηθούσαν υποτίθεται τους Γερμανούς. Οπότε, μια ημέρα, δεν θυμάμαι αν ήταν πρωί ή απόγευμα,εγώ με κάποιους φίλους είμαστε εδώ στη γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου, ακούστηκε ένας κρότος φοβερός. «Τι να είναι,τι να είναι;». Κάποια οργάνωσις είχε βάλει δυναμίτες και τίναξε την ΕΣΠΟ στον αέρα
(Ν. Β.)
[…] Μάλιστα είχανε επιτάξει και ορισμένα πλουσιόσπιτα, Φωκίωνος ξέρω ’γω τι, «Σήμερα θα πας εκεί, στο τάδε σπίτι, να φας»… Και να δεις, όμως, ότι είμαστε κακοί άνθρωποι… Σε τι; Εκεί ήταν οι νταντάδες… Αφού ξέρανε ότι εμείς πεινασμένα παιδιά, αυτή έτρωγε μέσα εκεί αφού ήτανε νταντά και είχε το μωρό. Επειδή πηγαίναμε εμείς να μας δώσουν ένα πιάτο φαΐ, ξέρετε πώς μας δεχόντουσαν; […] Κακά, ψυχρά κι ανάποδα! Σάματι τρώγαμε το δικό της; Φάγαμε ένα πιάτο φαΐ, αφού μας το δίνανε –δεν ανακατεύονταν οι κυράδες–, υπηρέτες και αυτές, αλλά αφού τρως εσύ, τι σε νοιάζει εσένανε, το δικό σου δε θα το φάω! Αλλά τις έβλεπες και μας κοιτάγανε σαν τι, παιδί μου! Αλλά εμείς πηγαίναμε, τόσο μας έκοβε, τρώγαμε και φεύγαμε […] Τα ζήσαμε, μάνα μου, αυτά. Ζήσαμε μες στην Κυψέλη, δεν πήγαμε πουθενά αλλού […] ούτε εξοχές, ούτε πανηγύρια ξέραμε, μόνο πού θα βρούμε να φάμε! [Όταν ήρθε η ΟΥΝΡΑ, αυτή η βοήθεια, πήρατε ρούχα τότε;] Ναι, κάτι παλιατζούρες, έλα, σώπα! Πήγαμε στην… συγκεκριμένα, στάσου να δεις… στην Ερμού, κάτω εκεί…
Ο Γιώργος Χούντρας μιλάει για την Κατοχή
Γεννήθηκε το 1931 στην οδό Σπετσών και Σκύρου γωνία. Σε μια μονοκατοικία από εκείνες που υπήρχαν στην Κυψέλη με διάφορα δωματιάκια ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Το 1938 η οικογένειά του έχτισε ένα διώροφο στην οδό Αίγλης, όπου πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
1940 Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο πατέρας μου επειδή ήταν στρατιωτικός με τον πόλεμο του ‘40 υπηρετούσε στο Κιλκίς. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ήμουν στην Αθήνα. Όμως μετά από μια εβδομάδα οι οικογένειες των στρατιωτικών επιστρέψαμε. Όταν μας κήρυξε τον πόλεμο η Γερμανία ήμουν εκεί. Το πρωί που επιτέθηκαν δεν ξέραμε τίποτα.
Οι Ιταλοί σπάνια έκαναν βομβαρδισμούς. Τους θεωρούσαμε πολύ δειλούς και φοβιτσιάρηδες. Τα αεροπλάνα τα ιταλικά μετά βίας διακρινόντουσαν στον ουρανό, ενώ οι Γερμανοί που βομβαρδίζαν με τα Στούκας, πηγαίνανε σε ένα ύψος, όχι πολύ ψηλά και τα λέγανε καθέτως ορμήσεως, δηλαδή γυρίζαν προς τα κάτω και βουτούσαν, είχανε κάτι σειρήνες που σφυρίζανε σαν δαίμονες και όταν έφταναν σε ένα ύψος των 100 μέτρων ρίχνανε τις βόμβες και ανεβαίνανε πάλι πάνω. Μάλιστα επειδή οι πιλότοι χάνανε τις αισθήσεις τους, η άνοδός τους γινόταν αυτόματα. Εμείς αντί να κρυφτούμε βγαίναμε έξω και χαζεύαμε για να δούμε το βομβαρδισμό. Αυτό το κάναμε περισσότερο γιατί δεν είχε βομβαρδιστεί η Αθήνα και δεν είχαμε ακόμα φοβηθεί.
Την ημέρα που μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί ήταν γύρω στις 8 το πρωί. Εγώ ήμουν στο δρόμο και έπαιζα, όπως όλα τα παιδιά τότε. Περνάει ένα παιδί από την Πυθίας, και μου λέει: «Γιώργο, Γιώργο η Γερμανία μας κήρυξε τον πόλεμο». Εγώ δεν κατάλαβα γιατί ήμουν 10 χρονών. Μετά βλέπω τους μεγάλους και είχαν πέσει σε μαύρη κατάθλιψη. Τους Γερμανούς τους φοβόμασταν, τους Ιταλούς τους είχαμε τελείως γελοιοποιήσει.
ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί κατέλαβαν αμέσως το 2ο γυμνάσιο και εμάς μας έδιωξαν. Μας πήγαν σε ένα ιδιωτικό σχολείο του Φωτόπουλου που ήταν στην Επτανήσου και μετά σε ένα άλλο Χέυδεν και Αχαρνών. Επειδή όμως δεν μας χώραγε το κτίριο, είχαμε νοικιάσει ένα ακόμα στην πλατεία Βικτωρίας και κάναμε πότε μάθημα στο ένα κτίριο, πότε στο άλλο. Στο σχολείο πηγαίναμε 3-4 φορές την εβδομάδα, με δυο- τρεις ώρες τη μέρα, αλλά είχαμε καταπληκτικούς δασκάλους. Δεν πηγαίνανε όλα τα παιδιά σχολείο, άλλα ψάχνανε για φαΐ να επιβιώσουν.
ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τότε ήταν τα πράσινα τραμ. Κάποτε τα αντικαταστήσανε με κάτι καινούρια κίτρινα. Τα πράσινα είχανε διάφορα σκαλοπάτια γύρω γύρω που ανέβαινε εκεί ο κόσμος, «οι τζαμπατζήδες», για να μετακινηθούν. Τα κίτρινα ήταν ολοστρόγγυλα και δεν είχε πουθενά να πιαστείς μόνο κάτι προφυλακτήρες πολύ στενούς. Αναβαίναμε με τις μύτες και πηγαίναμε. Μετά βάλανε καρφιά και δεν μπορούσαμε ούτε εκεί να ανέβουμε. Βγαίνει διαταγή ότι στα κίτρινα θα μπαίνουν μόνο Γερμανοί. Έτσι πηγαίναμε το πρωί με τα πόδια από την πλατεία Κυψέλης στη Βικτώρια να πάρουμε από το συσσίτιο πλιγούρι. Ένα πράγμα σαν χειλός ήτανε και μέσα μια κουταλιά γάλα. Το παίρναμε και ανεβαίναμε πάνω για να φάμε και μετά στις 3 ξανακατεβαίναμε για να κάνουμε μάθημα. Περπατήσαμε πολύ και μάθαμε τι θα πει πείνα. Μετά υπήρχε το γκαζοζέν ένα φορτηγάκι που έκαιγε με ξύλα αντί για βενζίνη. Αλλά αυτό ήταν εντελώς αδύναμο. Στην οδό Κυψέλης όπως ερχόταν το φορτηγό από την Ομόνοια, όταν έφτανε στη μέση της Κυψέλης δεν τράβαγε και κατεβαίναμε να το σπρώξουμε. Αντί να μας πηγαίνει το πηγαίναμε. Μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος υπήρχε το γκαζοζέν.
ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Οι Ιταλοί ήταν δύο κατηγορίες. Οι σκληροί με τα μαύρα πουκάμισα και οι απλοί φαντάροι που κοιτάζανε να γκομενίσουν, όπου γνωριζόντουσαν με τις οικογένειες, τρώγανε μαζί, πίνανε, κοιμόντουσαν και φέρνανε φαΐ.
Ιταλοί παντρεύτηκαν με Ελληνίδες και έμειναν και μετά τον πόλεμο. ‘Αλλες κοπέλες πήγαιναν μαζί τους για να εξασφαλίσουν φαγητό. Οι Γερμανοί ήταν απόλυτα δοσμένοι στο κράτος. Αν ένας Γερμανός ερωτευόταν μια Ελληνίδα και μάθαινε ότι ήταν κατάσκοπος, την σκότωνε. Δεν είχε καμιά ευαισθησία. Πάνω από όλα ήταν το κράτος.
Η ΠΕΙΝΑ
Ο κόσμος προσπαθούσε να βρει να φάει. Θυμάμαι ένα βράδυ το ’42 ξυπνάω και βλέπω τον πατέρα μου, το σπίτι ήταν διώροφο, πάνω στο παράθυρο να λέει:
«θα αυτοκτονήσω, γιατί τα παιδιά μου πεθαίνουν της πείνας». Βλέπω τη μάνα μου από κάτω να τον τραβάει και να του λέει ότι αν πηδήξει τέρμα. Του έλεγε ότι αύριο μπορεί να βρει κάτι έξω να φάνε τα παιδιά. Ενώ αν πεθάνει, ποιος θα φέρει φαγητό; Το φαΐ μας ήταν ένα ψωμί με σπόρους από σκούπα, ένα απαίσιο πράγμα. Στον Άγιο Λουκά από το πίσω μέρος,είχε περιβόλια με λάχανα και μαζεύαμε τις λαχανίδες τα φύλλα και όλη η Κυψέλη πήγαινε εκεί έκοβαν τα φύλλα και μετά τα βράζανε, αλλά αυτά δεν είχαν ούτε βιταμίνες, ούτε τίποτα και τα παιδιά παθαίναν αβιταμίνωση και πρηζόντουσαν οι κοιλιές τους. Άλλοι πεθαίναν στο δρόμο από την πείνα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην οδό Κύπρου ένα καροτσάκι του δήμου να μαζεύει πτώματα.
Η Φωκ. Νέγρη είχε κανάλια. Ανάμεσα από τα νερά είχε θάμνους, πυράκανθους, οι οποίοι είχαν ένα κόκκινο σποράκι που εμείς τα παιδιά τα ριμάζαμε γιατί έπρεπε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Στην Επτανήσου, στο ύψος της Φωκ.Νέγρη και μέχρι Πατησίων υπήρχαν κάτι δέντρα οι τζιτζιφιές που είχαν έναν καρπό σαν ελιά και τον τρώγαμε σαν γλύκισμα.
Συσσίτιο με κανονικό φαί ήταν μόνο μια φορά το μήνα και είχε μακαρόνια με κρέας. Η οδός Κερκύρος ήταν ρέμα. Δεξιά και αριστερά από αυτό είχε παράγκες.
Εκεί ήταν το κέντρο της μαύρης αγοράς. Από την γεωγραφική υπηρεσία του στρατού μέχρι το πεδίον του άρεως. Σφάζανε γάιδαρο και τον πουλούσαν για μοσχάρι, γάτες για λαγούς.
Στην πλατεία Αμερικής είχανε κρεμάσει στις κολόνες δύο ανθρώπους και γράφανε πάνω: «Αυτός είναι προδότης του λαού, πούλαγε λάδι στη μαύρη αγορά».
ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ-ΣΕΙΡΗΝΕΣ
Οποιοδήποτε υπόγειο ήτανε καταφύγιο. Στο δικό μας σπίτι ο θείος μου έφερε χοντρά ξύλα και υποστήλωσε το υπόγειο.
Σειρήνα υπήρχε στην πλατεία Κυψέλης. Ήταν πολύ μεγάλες, φαινόντουσαν από μακρυά και όταν χτυπούσαν τρέχαμε στα καταφύγια. Κάτω από την Δημοτική Αγορά είχε καταφύγιο.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Υπήρχε στο κέντρο ένα θέατρο που έπαιζε η Κοτοπούλη, η Βέμπο, η Κρεβατά, μυθικά ονόματα. Υπήρχε και ένα σινεμά στο Σύνταγμα που λεγόταν ΟΥΦΑ που έπαιζε μόνο γερμανικά έργα. Στην Κυψέλη μετά τον πόλεμο άνοιξαν κινηματογράφοι. Το Αττικόν, το θερινό κινηματογράφο στην πλατεία Κυψέλης, θυμάμαι προπολεμικά που ήταν ένας παράδεισος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έκλεισε και άνοιξε με τη λήξη του.
Πρόσωπα / Σημεία
Ηλέκτρα Αποστόλου
Γεννήθηκε το 1912 στην Αθήνα από ευκατάστατη οικογένεια. Σε μικρή ηλικία έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και αργότερα μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Αντιφασιστικό και Αντιπολεμικό Συνέδριο Γυναικών το οποίο έγινε στο Παρίσι, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας. Ήταν παντρεμένη με τον γιατρό Γιάννη Σιδερίδη, στέλεχος του ΚΚΕ, που το 1943 πέθανε από πείνα στην Ακροναυπλία. Το 1939 γέννησε στην εξορία την κόρης της Αγνή.
Τον Ιούλιο του 1944 συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια για την αντιστασιακή της δράση, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στο ξενοδοχείο Κρυστάλ στην οδό Ελπίδας 3, που ήταν και η έδρα της Ειδικής Ασφάλειας.
Η γνωστή στιχομυθία που πήρε μέρος κατά την ανάκριση της στην Ασφάλεια
– Από πού είσαι; – Από την Ελλάδα / – Πού κατοικείς; – Στην Ελλάδα!
– Πώς σε λένε; – Είμαι Ελληνίδα! / – Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου;
– Όλοι οι Έλληνες!
έχει καταγραφεί, και δεν είναι εξιδανικευμένη αφήγηση.
Το πτώμα της βρέθηκε πλήρως βασανισμένο στις 27 Ιουλίου 1944 στους δρόμους της Αθήνας.
Το ΕΑΜ από τις εφημερίδες του υποσχέθηκε εκδίκηση.
Αμέσως μετά την εύρεση του πτώματος της έγιναν εκτελέσεις ατόμων που συνεργάζονταν με τις Κατοχικές δυνάμεις και στα πτώματα τους αφηνόταν σημείωμα με το όνομα της και έναν αριθμό που αυξανόταν Ηλέκτρα 1,2… Οι πράξεις αυτές έγιναν κυρίως από την ΟΠΛΑ. Ενώ το ΕΑΜ και το ΚΚΕ έκανε πολλές εκδηλώσεις υπέρ της μνήμης της, εκδηλώσεις που συνεχίζονται ως και σήμερα από αριστερά κόμματα και παρατάξεις.
Ο Ιωάννης Τσιγάντες-Σβορώνος (1897-1943) ήταν απότακτος αξιωματικός του φιλοβενιζελικού κινήματος του 1935 και στη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση στα πλαίσια της οργάνωσης Μίδας 614. Στη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου εντάχθηκε σε κύκλο στελεχών συνεργαζόμενων με τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες (ΜΟ4), με σκοπό την οργάνωση αντίστασης από τα αστικά κόμματα, ως αντίβαρο του ΕΑΜ στην Ελλάδα.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1942 φτάνει στην Ελλάδα για ειδική αποστολή με αγγλικό σκάφος. Ο Τσιγάντες εμφανισθείς ως εκπρόσωπος των Άγγλων και μεταφέροντας 12.000 χρυσές λίρες, έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη της οργάνωσης Μίδας 614 και ξεκίνησε επαφές με όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και με αντιστασιακές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποια μορφή συνεργασίας.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα περικύκλωσε το κρησφύγετό του, σε υπόγειο διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού Πατησίων στον αριθμό 86 όπου έχασε τη ζωή του. Υπήρχε ένας μυστηριώδης προδότης του Τσιγάντε, ο οποίος τηλεφωνούσε κάθε φορά στις κατοχικές αρχές και υποδείκνυε τα κρησφύγετά του, όμως πάντοτε κατάφερνε να ξεφεύγει, εκτός της μοιραίας στιγμής στο διαμέρισμα της Πατησίων. Μάλιστα, το τελευταίο τηλεφώνημα, σύμφωνα με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, έγινε από άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως μπορεί να ήταν βαλτή για να μη βρεθεί ποτέ ο πραγματικός προδότης.
Λέλα Καραγιάννη
«Ευχαριστούμε το Άρωμα», μια φράση συνθηματική που ακουγόταν συχνά από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου, παραπέμποντας στην ακόμα μια φορά επιτυχή έκβαση του σχεδίου της «Μπουμπουλίνας» της Αντίστασης, της Λέλας Καραγιάννη. Η λέξη «Άρωμα» παρέπεμπε στο Αρωματοπωλείο του φαρμακοποιού συζύγου της, μέσω του οποίου προσφέρθηκαν τεράστιες υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση και με τα έσοδά του καλύφθηκαν πολλές από τις ανάγκες του Αγώνα. Η θλίψη έγινε οργή και μίσος προς τους κατακτητές, κάτι που την οδήγησε στη δημιουργία μιας αυτοσχέδιας αντιστασιακής εθελοντικής οργάνωσης με κύριο γνώρισμα και διαφορά απ’ όλες τις άλλες ότι ψυχή και αρχηγός της ήταν μια γυναίκα, η Λέλα Καραγιάννη. Η εξάπλωση του δικτύου κίνησε τις υποψίες των Ιταλών, οδηγώντας στη σύλληψη εκείνης και του συζύγου της. Όταν αποφυλακίζεται, αρχίζουν οι επικίνδυνες αποστολές με παρακολούθηση δοσιλογικών ομάδων και στρατευμάτων κατοχής – κατασκοπία, παροχή όπλων και πυρομαχικών σε αντάρτες του ΕΔΕΣ.
Η Λέλα Καραγιάννη ενίσχυε και βοηθούσε όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, παρά το γεγονός ότι υπήρχε μια «συμπάθεια» στις λεγόμενες εθνικές οργανώσεις. «Όλα τα δάχτυλα του χεριού πρέπει να είναι ενωμένα σε γροθιά για να χτυπούν τον κατακτητή» έλεγε. Την απειλούσαν να μιλήσει, έχοντας το πιστόλι στο κεφάλι των δυο γιων της. «Τα παιδιά μου εγώ τα γέννησα, αλλά ανήκουν στην πατρίδα». Τον Ιούλιο το 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από την Γκεστάπο μαζί με τα πέντε από τα παιδιά της,βασανίστηκε στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου Αττικής και τελικά, άκαμπτη στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης.
Χαράματα 8ης Σεπτεμβρίου, δεν υπάρχει πια η μαύρη κούρσα που τη μετέφερε. Αντιμετώπισε τον θάνατο με ψηλά το κεφάλι, φορώντας ένα ανοιξιάτικο φόρεμα μέσα στον θλιβερό Σεπτέμβριο. Τα παιδιά της σώθηκαν χάρη στις προσπάθειες του άντρα της.
Δημήτρης Γληνός
Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Το 1899 πήγε στη Αθήνα (έχοντας αποφοιτήσει με “Άριστα” από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης) και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1930 άρχισε να ασχολείται ενεργά με την πολιτική και το 1936 εξελέγη βουλευτής, συνεργαζόμενος με το ΚΚΕ. Το 1935 εξορίστηκε στον Άη Στράτη από την δικτατορία Κονδύλη, όπως και αργότερα στη Σαντορίνη από τη δικτατορία Ι. Μεταξά. Ο Δημήτρης Γληνός, κάτοικος της περιοχής Κυπριάδου (Πολυλά 49), πρωταγωνίστησε στις διεργασίες για την ίδρυση του ΕΑΜ και συνέταξε το ιδεολογικο-πολιτικό μανιφέστο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».
Παράλληλα εντάχθηκε στο ΚΚΕ και εξελέγη μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος. Ο θάνατος τον βρήκε τα Χριστούγεννα του 1943, έπειτα από μια εγχείρηση και ενώ ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Ελεύθερη Ελλάδα, προκειμένου να ηγηθεί της κυβέρνησής της.
Παναγιώτα Σταθοπούλου
… Τη στιγμή που οι σημαίες ανεμίζουν μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδας, από την οδό Ομήρου ξεμπουκάρουν με βρουχητό και χλαπαταγή τα γερμανικά τανκς. Προχωρούν με βία και σφηνώνονται μέσα στη φάλαγγα χωρίζοντάς την στα δυο. Στη μέση απόμεινε ένας ΕΠΟΝίτης που τραβούσε μπροστά με τη σημαία. Δέχεται κατάστηθα μια ριπή, κλονίζεται,τεντώνοντας πριν πέσει, το χέρι με το κοντάρι.
Ο κόσμος, που έχει παραμερίσει για λίγο στα πεζοδρόμια, βλέπει μια ξανθιά κοπέλα να ορμά, να αρπάζει τη σημαία και να τη σηκώνει ανεμίζοντάς την μπροστά στο τανκ. Μια ριπή από το τανκ την πετάει στην άσφαλτο. Οι ερπύστριες περνούν πάνω από το κορμί της και το λιώνουν έτσι, τυλιγμένο στη σημαία…
Στη μεγαλειώδη διαδήλωση του λαού της Αθήνας στις 22 Ιουλίου 1943, υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, εναντίον της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία έπεσε η Παναγιώτα Σταθοπούλου μόλις στα 17 της χρόνια.
Άδειες Κυκλοφορίας
Άδειες κυκλοφορίας που έπρεπε να βγάλει ο οδηγός τραμ ή ο εισπράκτορας την περίοδο της Κατοχής για την μεταφορά του από την δουλειά στο σπίτι και αντίθετα. Αν πήγαινε σε διαφορετική κατεύθυνση από όπου είχε δηλωθεί το σπίτι του, τον σκότωναν. Για αυτό το λόγο έπρεπε να βγάλει τρεις άδειες. Μια από την Ελληνική αστυνομία, μια από τους Ιταλούς και μια από τους Γερμανούς.
Πηγές
- Εφημερίδα των συντακτών.
- Έρευνα του 8ου Γυμνασίου
- Αθήνας 2011-2012 για την εποχή της Κατοχής
- documentahistory.blogspot.com
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά τον Γιώργο Χούντρα, τον Αλέξανδρο Σακελλαριάδη για το υλικό που μας παραχώρησε, την εκπαιδευτικό Γιώτα Μπούζιου,τον Παναγιώτη Καραμάνη για το φωτογραφικό υλικό του από την συλλογή-έρευνα για την περίοδο της Κατοχής και τέλος την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης.
Discussion about this post