Ήμουν πολύ μικρός και ακόμα με γοήτευαν κάποιες αμερικανικές ταινίες «made in Hollywood». Έφυγα από τον κινηματογράφο σκεπτόμενος την πρωταγωνίστρια: θεϊκή! Και τι φανταστικό σπίτι, σκαρφαλωμένο στη θάλασσα, στην ηρεμία μιας παραδεισένιας τοποθεσίας.
Και αυτός; Γοητευτικός και μυστηριώδης, είχε περάσει μια βιβλική νύχτα με την ξανθιά λυσάρα σε μια εκρηκτική σεξουαλική παράσταση, ουρλιάζοντας από ευχαρίστηση καθώς εκείνη βύθιζε τα νύχια της στη σάρκα του στο παραλήρημα των μακρών και ατελείωτων οργασμών. Έπειτα, έχοντας ικανοποιήσει την ερωτική του μανία, σηκώθηκε γυμνός, προς την κατεύθυνση του μπάνιου όπου ξαφνικά συνάντησε μια άλλη γυναίκα, αγέρωχη, μοιραία και εξίσου γυμνή, που τον κοίταξε περιφρονητικα και θυμωμένα που την είχαν αφήσει έξω από τη διονυσιακή περιπέτεια. Επιασε ένα ουίσκι και άναψε ένα τσιγάρο ενώ ένιωθε την πλάτη του να αιμορραγεί ακόμα. Η θάλασσα έξω ούρλιαζε και σπαρταρούσε.
Αγκάλιασα την κοπέλα μου και περπάτησα βιαστικά προς το διαμέρισμά της, ενώ οι ακραίες και συναρπαστικές εικόνες του Χόλιγουντ συνέχισαν να αναπηδούν γύρω από το κεφάλι μου. Το διαμέρισμα ήταν ένα μικρό δυαράκι σε μια πολυκατοικια της δεκαετίας του ’60, σκοτεινό και αξιοπρεπές. Από τις κλειδωμένες πόρτες έβγαινε η ανόητη και θλιβερή φλυαρία των τηλεοράσεων που ήταν συνεχώς ανοιχτές. Μια απροσδιοριστη μυρωδιά λαχανόσουπας διαπερνούσε τις σκάλες και τους κοινόχρηστους χώρους. Το δυαράκι είχε δάπεδο από ψεύτικο κεραμικό ξύλο, ενώ το μπάνιο και η κουζίνα είχαν πλακάκια με λουλούδια, τυπικά της δεκαετίας του ’60. Ακόμη και η κρεβατοκάμαρα είχε μια κρύα, αφιλόξενη αίσθηση. Ένα κρεβάτι με κεφαλάρι σε σχήμα μισοφέγγαρου καλυμμένο με πράσινο ακρυλικό ύφασμα ήταν διακοσμημένο με μια κουβέρτα φλις σε χρώμα σομόν. Πάνω από το κεφαλάρι κρεμόταν η εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος, ενώ στον απέναντι τοίχο είχε τοποθετηθεί μια στάμπα του Καντίνσκι. Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, μετά από μια σεμνή και σιωπηλή περφόρμανς, δεν βρήκα αλκοόλ και, ενώ άναψα το τελετουργικό τσιγάρο, άκουσα μια φωνή ευγενική αλλά επιτακτική να μου προτείνει να βγω να καπνίσω στο μπαλκόνακι. «Αυτό δεν είναι ζωή», σκέφτηκα. Χωρίς θάλασσα, χωρίς ουίσκι, χωρίς ουρλιαχτά απόλαυσης, χωρίς αίμα στην πλάτη. Τίποτα! Απολύτως τίποτα! Η ζωή είναι αλλού, ψιθύρισα, δανειζόμενος αδέξια ένα διάσημο σύνθημα του 1968.
Το σκέφτομαι σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, και βρίσκομαι να χαμογελάω διασκεδαστικά. Η πραγματική ζωή δεν συνοδεύεται από σάουντρακ, δεν έχει μια κάμερα πάνω από το κεφάλι σου να σε βιντεοσκοπεί συνεχώς, δεν μπορεί να έχει ένα κοινό αιώνια επικεντρωμένο σε σένα. Η πραγματική ζωή διαδραματίζεται στα παρασκήνια, χωρίς σενάριο και χωρίς θεατές. Τρέφεται με την καθημερινότητα και το τυχαίο. Δεν ακολουθούν όλα μια λογική, δεν μπορούν όλα να εξηγηθούν, να ερμηνευτούν. Κάθε προσπάθεια περιορισμού της ζωής σε μια συνεκτική αφήγηση μειώνει τις δυνατότητές της και την αναγκάζει σε έναν στενό και προβλέψιμο σημασιολογικό χώρο
Ένας Ιταλός φίλος μου ονόματι Πάολο, μην μπορώντας να αντέξει τη μιλανέζικη νεύρωση, κατέφυγε πριν από χρόνια σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Πελοποννήσου με μόλις 50 κατοίκους. Όταν πήγα να τον επισκεφτώ δεν τον βρήκα στο σπίτι. Είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή και είχε εξαφανιστεί για λίγες ώρες. Τον είδα να κατεβαίνει από την πλατεία του χωριού με ένα χαμόγελο. Μου εξήγησε: «Βλέπω εδώ και μέρες δύο γέρους να κάθονται στο παγκάκι της πλατείας και να συζητούν με τις ώρες. Θα είναι και οι δύο πάνω από ογδόντα χρονών και δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα σε αυτό το χωριό.
Αναρωτιόμουν τι είχαν να πουν κάθε μέρα και αποφάσισα να ερευνήσω, κρυφακούοντας τις συνομιλίες. Και οι δύο έχουν αλτσχάιμερ! Επαναλαμβάνουν τα ίδια πράγματα για ώρες κάθε μέρα!».
Είναι κι αυτό μια έκφραση της πραγματικής ζωής!