Όσο η ζωή προχωρά και από τη νιότη περνάς το κατώφλι της μέσης ηλικίας, τόσο βλέπεις τη ζωή σαν κάτι που πέρασε παρά σαν κάτι που έρχεται, τόσο στο μυαλό μου έρχονται οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες διακοπές που είχα κάνει το 1998 στην Αμοργό, τα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια της ανεμελιάς και οι ατέλειωτες ώρες ξυσίματος και ξεγνοιασιάς που συνόδευαν το νεαρό της ηλικίας.
Από αυτές τις νοσταλγικές αναμνήσεις δεν μπορεί να λείπει και ο πατέρας μου που πάντα μου υπενθύμιζε ότι «δεν ξερς τι θα πει πραγματική ζωή, θα πεινάεις, θα γένεις τεμπέλης, εγώ στην ηλικία σο, δούλευα 15 ώρες την ημέρα» και στο τέλος πάντα μου έδειχνε τις πατούσες του και τους αμέτρητους κάλους που είχε από τη δουλειά και την ορθοστασία, με μούτζωνε με τα δύο χέρια του που ήταν γεμάτα απο καψίματα και εκδορές, λέγοντας μου «τα βλέπς;», «κοίτα να γένεις άνθρωπος, να σπουδάεις, να μην δουλεύεις σαν και εμένα, να μην αποκτήσεις ποτέ τέτοια χέρια»… Κάπως έτσι ήθελε να μου περιγράψει ότι η ζωή δεν είναι καλοπέραση, είναι γεμάτη από μικρές και μεγάλες θυσίες, ένας ατέλειωτος μαραθώνιος που αν δεν έχεις προετοιμαστεί, θα υποφέρεις, όπως υπέφερε και αυτός.
Με τα χρόνια το διαπίστωσα, κατάλαβα ότι η πραγματική ζωή δεν ήταν μόνο οι αφελείς εφηβικές μου αναμνήσεις, έπρεπε και πρέπει να κοπιάσω για να ανταμείψω στο ελάχιστο τις προσδοκίες μου, για τη ζωή που ονειρευόμουν και ονειρεύομαι ακόμα. Τα πόδια μου και τα χέρια μου αρχίζουν και μοιάζουν με αυτά του πατέρα μου, σχεδόν την ίδια διαδρομή κάναμε και στη ζωή μας, αγωνιστές στην πραγματική ζωή, ονειροπόλοι για μια άλλη πιο όμορφη, πιο ανέμελη, πιο ξεκούραστη και δημιουργική.
Η πραγματική ζωή, λοιπόν, είναι μια κατάσταση γεμάτη αντιφάσεις και αντιθέσεις, είναι ενα τρένο που έχει τελικό προορισμό αλλά δεν τον ξέρεις, μόνο να τον φανταστείς μπορείς και κάθε στάση σηματοδοτεί και μια κατάσταση πραγματική, από τη λύπη στη χαρά, από τον έρωτα στην απόγνωση, από την ηρεμία στο χάος, από τον ενθουσιασμό στη λήθη και από την ήττα στη νίκη.
Το άγνωστο του προορισμού σε τροφοδοτεί στο να προσπαθείς καθημερινά, σου δίνει το κίνητρο, ώστε να πιστεύεις ότι έχει αξία κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, κάθε επιτυχία ή αποτυχία, το χρωματίζεις με τα μικρά και μεγάλα σου όνειρα, τις φιλοδοξίες σου, τα θέλω σου.
Αν θα μπορούσα, λοιπόν, να εντοπίσω πού τελικά κρύβεται η πραγματική ζωή, θα έλεγα με βιολογικούς όρους, παντού, κάθε ζωντανός οργανισμός είναι απόδειξη πραγματικής ζωής, κάθε μορφή ζωής κυνηγά την επιβίωση, για την πέτυχει ακολουθεί ένα μοτίβο προοδευτικής εξέλιξης και αναπαραγωγής, που εντέλει είναι κίνηση δημιουργικότητας.
Και τα παράσιτα είναι ζωντανοί οργανισμοί, είτε με τη μορφή μικροοργανισμού είτε μεταφορικά με τη μορφή ανθρώπου, ζουν ανάμεσά μας και τρέφονται από τη δημιουργία και τη δραστηριότητά μας, αυτός είναι ο αυτοσκοπός τους και είναι ταυτόσημος με τον προορισμό τους.
Η πραγματική ζωή υπάρχει στη διαδρομή και όχι στον τελικό προορισμό, υπάρχει στο τώρα και στις στιγμές που ρουφάει ο χρόνος ανεπιστρεπτί, υπάρχει στην καθημερινή μας ρουτίνα, εξελίσσεται και νοηματοδοτείται μέσα στις ειλικρινείς σχέσεις ανθρώπων και στο κοινωνικό πεδίο που οι πραγματικές ανάγκες συγκλίνουν με τα όνειρα των ανθρώπων του μόχθου.
Αυτή η διάσταση της ζωής που χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, έχει καμουφλαριστεί από ένα μανδύα παρασιτικής προέλευσης που κάνει δυσδιάκριτες τις αρετές και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.
Ο νέος τρόπος ζωής που μας έχει επιβληθεί, μας απομακρύνει από τις ανάγκες μας, μας απομονώνει από τα όνειρά μας και τη ζωντανή κοινωνία, μας εγκλωβίζει σε μια εικονικότητα ζωής, αναγκών, σχέσεων και οραμάτων.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει, προκαλεί εκπλήξεις και απρόβλεπτες ανατροπές, ανέλπιστα επαναφέρει της πραγματικές αξίες της και ανοίγει δρόμους στην ελπίδα, τα όνειρα και τη δημιουργία.
Αν θα έλεγα «ζήτω η πραγματική ζωή», θα εννοούσα «ζήτω σε όλους και όλες που παλεύουν καθημερινά για την αξιοπρέπειά τους και δεν σταματούν να ονειρεύονται».