Μια συντρόφισσα μου πρότεινε να διαβάσω ένα βιβλίο. Βιβλίο λογοτεχνικό. Είπα πως δε διαβάζω πια τέτοια πράγματα. Μου έκανε κάποιου είδους κριτική. Πως η λογοτεχνία μας βοηθά να αναπτύσσουμε τα κριτήρια μας και άλλα τέτοια.
Ξεπέρασα εύκολα το δασκαλίστικο καταγγελτικό ύφος της. Δεν υπερασπίστηκα την επιλογή μου αυτή. Δε με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Και τελικά δίκιο έχει η κοπέλα. Αλλά θέλω να σου γράψω τις σκέψεις μου. Ξέρεις δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την απόσταση ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή.
Να στο πω πιο απλά! Γοητευόμαστε από ένα βιβλίο που συνήθως οι ήρωες μπλέκονται, δρουν, αυτοαναιρούνται, αλλάζουν. Πολλές φορές σκεφτόμαστε μελαγχολικά και λίγο ζηλιάρικα. ‘’αχ τι ωραία συναισθήματα γεννιούνται’’ και σίγουρα όλοι μας έχουμε πει κρυφά στον εαυτό μας εκ του ασφαλούς ‘’γιατί να μην μου συνέβαινε και μένα αυτό;’’ ή τέλος πάντων δανειζόμαστε λίγο από τον έρωτα, τον ηρωισμό, τη συγκίνηση, το δράμα του αγαπημένου ήρωα. Και έτσι μετριέται η σχέση μας με την τέχνη.
Ένας φίλος μου, ο οποίος δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον γυναικείο πληθυσμό έλυνε το πρόβλημά του με πόρνες.
Αναλύουμε την κατάσταση πίνοντας κόκκινο κρασί, προτείνουμε σε κάποιον άλλον να το διαβάσει, τσιμπολογάμε σκέψεις και φράσεις. Καλυτερεύουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, τον κάνουμε πιο βαθύ, πιο πλούσιο. Α! και πιο ευαίσθητο! Και το βράδυ σαν πάμε για ύπνο πλάθουμε ιστορίες και φαντάσματα, πότε φιλικά, πότε όχι. Βάζουμε τον εαυτό μας πότε εδώ και πότε εκεί, τον ωθούμε ή τον αποτρέπουμε. Γιατί όλοι θέλουμε να είμαστε ήρωες που και που. Και όταν η ριμάδα η ζωή σου χτυπήσει την πόρτα και σου προσφέρει ή σου φορτώσει το ελάχιστο απ’ όλα όσα διαβάζαμε στα δεκαεξασέλιδα, τρέχουμε σαν μικρά παιδιά μακρυά από τη ζωή.
Και συμβαίνει πολλές φορές να ζούμε καταστάσεις που αν τις βλέπαμε σε μια ταινία θα γοητευόμαστε -και πάλι θα κάναμε τους ανάλογους συνειρμούς- ενώ όταν η ζωή μας δώσει κάτι τέτοιο εμείς ακόμα μια φορά εξαφανιζόμαστε.
Ένας φίλος μου, ο οποίος δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον γυναικείο πληθυσμό -που είναι τόσο επιρρεπής στην τέχνη, το θέατρο και τη λογοτεχνία,- επειδή θα μπορούσες να τον πεις όχι όμορφο, με φοβερή κουλτούρα, εργάτης, με άποψη και άλλα καλά, έλυνε το πρόβλημά του με πόρνες. Λίγοι το ξέραμε και εγώ προσωπικά δεν του έκανα καμία κριτική. Ο άνθρωπος όμως έψαχνε να βρει έναν άνθρωπο να ερωτευτεί. Και βρήκε μια τέτοια κοπέλα. Όταν μαθεύτηκε έγινε σάλος! “Πώς είναι δυνατόν να κάνει αυτό το πράγμα;” οι φεμινίστριες πρωτοστατούσαν. “Αίσχος!” Ο ανθρωπάκος τσαλακώθηκε τόσο πολύ που εξαφανίστηκε από τους κύκλους μας. Εγώ όμως πιστεύω πως αν κάποιος συγγραφέας πάρει το θέμα και το παρουσιάσει σαν λογοτέχνημα, το κάνει δηλαδή φανταστικό και άρα ακίνδυνο, είμαι σίγουρος πως θα γοητεύσει πολλούς από όλους και όλες που τον έλιωσαν.
Οι άνθρωποι κλαίνε πολύ συχνά μόνοι τους, έτσι χωρίς λόγο. Ή μπροστά σε μία οθόνη τηλεόρασης που δείχνει την αποδεκατισμένη ηρωίδα
Ένας περιθωριοποιημένος εργάτης και μια κυκλωμένη κοπελιά. Που και οι δυο προσπαθούν να ξεφύγουν… Αυτό όχι μόνο αντέχεται, αλλά και συγκινεί! Θα είχε νόημα, ουσία, διδάγματα! Όταν οι ήρωες αποκτήσουν ονόματα, χάσουν την ασυλία του φανταστικού, έρθουν δίπλα μας, γίνουν εμείς, τότε αυτό είναι κατακριτέο και σίγουρα αβάσταχτο. Έτσι αντίστοιχα ένας υπόκωφος έρωτας, μας κάνει να συγκινούμαστε, αλλά στη ζωή μας ονομάζεται απιστία, προδοσία, κέρατο και ξορκίζεται. Η ασφάλεια του φανταστικού! Στο σανίδι του θεάτρου, μα όχι στο πεζοδρόμιο που υπομένει τα δειλά μας και αναποφάσιστα βήματα. “Έχασα τη μάχη λοιπόν με την Τέχνη”.
Οι άνθρωποι κλαίνε πολύ συχνά μόνοι τους, έτσι χωρίς λόγο. Ή μπροστά σε μία οθόνη τηλεόρασης που δείχνει την αποδεκατισμένη ηρωίδα. Όλο και λιγότερο κλαίνε μπροστά σε άλλους. Αλλά στην τελική το να κλάψεις μπροστά σε άλλους είναι τέχνη. Δεν κουράζω άλλο. Ξέρω τον αντίλογο. Εγώ φεύγω πια. Κρύβομαι στην τσέπη του φίλου μου και απομακρύνομαι.