Χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης ή άλλων κομμάτων και χωρίς τις διαφημίσεις, όλα ανεξαιρέτως τα ΜΜΕ είναι πεθαμένα. Ανύπαρκτα.
Για ελάχιστα μέσα, ελάχιστοι άνθρωποι, θα πλήρωναν έκαστος αυτά που χρειάζεται για να συμπληρωθεί μια εικόνα αξιοπρέπειας.
Η ατάκα “την δουλειά μου να μην κάνω κι εγώ;” έχει ακολουθήσει χιλιάδες φορές στην ιστορία των ρεπόρτρες και δημοσιογράφων μια πολύ άβολη στιγμή, εκείνη κατά την οποία ερωτώνται, λιγότερο ή περισσότερο επιθετικά, “πόσο καθίκι είσαι που το κάνεις τώρα αυτό;” ή κάτι τέτοιο.
Κι όμως, κάποιες φορές η απάντηση ενός επαγγελματία σε κάτι που του ζητείται να κάνει είναι “όχι”. Όχι, δεν το κάνω. Όχι δεν τη στήνω έξω από το σπίτι ενός διάσημου δύο ημέρες με νερό, μπίρες και σουβλάκια που με κερνάει το μέσο. Όχι, είναι αναξιοπρέπεια. Άλλοι πάλι μπορεί να γουστάρουν αυτό το φλερτ με το παράνομο.
Γνωρίζω πολλούς δημοσιογράφους, είμαι δημοσιογράφος, θα θεωρούμαι περισσότερο δημοσιογράφος όταν αποφασίσω (not) να αφιερώσω όλη μου την ύπαρξη σε αυτό το πράγμα ή ενδεχομένως όταν βγάλω την μούρη μου στο γυαλί.
Το ζήτημα είναι ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που γνωρίζω είναι καλογυαλισμένα παιδάκια με πτυχία από εγχώρια ή ξένα πανεπιστήμια, ταλαιπωρημένα πολύ από εργοδοσίες που τους είχαν 12ωρα με 450 το μήνα κι αν τους αρέσει. Είναι, πλέον, στα 750 τους ευρώ και στα 1200 τους, λίγο σνομπ και εγωκεντρικά κωλόπαιδα, νομίζουν ότι κάνουν καμία και γαμώ τις δουλειές, τα περισσότερα σκουπίζουν τα σκατά από το πάτωμα ή καλύτερα τα απλώνουν εκεί πέρα.
Γιατί αυτό είναι που αρέσει στον κόσμο, ε; Τα απλωμένα σκατά. Μέσα από την οθόνη. Στα πρωτοσέλιδα. Στις αρχικές των sites. Καναλάρχες, εκδότες, διευθυντές ειδήσεων επίσης ξέρω όχι λίγους και είναι με ύφος χιλίων καρδιναλίων, βρωμεροί τύποι με άρωμα αρμάνι να καλύπτει την σαπίλα τους. Μέσα από τα τεράστια γραφεία που διατηρούν στην εφημερίδα που πουλάει το 1/3 από όσα λένε στους διαφημιζόμενούς τους, αποφασίζουν και διατάζουν ότι το πρώτο θέμα στην ημερήσια και την εβδομαδιαία διάταξη θα είναι όποιο έχει τον πλέον πετυχημένο συνδυασμό αίματος-σπέρματος-ιδρώτα-δακρύων.
“Έτσι, θα έρθει και το χρήμα, τα νούμερα, θα μας δει ο κόσμος, οι γριές, αυτοί όλοι οι ηλίθιοι από τα σπίτια τους με τις άσχημες γυναίκες τους και τα μίζερα παιδιά τους, θα μας ξεφυλίσσουν και θα μας δουν όλο τρέλα κι εμείς μετά θα κλείσουμε επιτέλους εκείνη την συμφωνία που μας πέι πίσω δυο μήνες τώρα, ευλογητός ο Θεός που αυτή η ξανθιά κότα χίμηξε στην άλλη την κακομοίρα…” (έχω ακούσει σε μικρές θητείες μου σε συστημικά μέσα τέτοια και χειρότερα)
“Μα…”, “Δεν έχει μα, θέλω να δώσεις βάση και να βγει τρελό θεματάκι, ναι; Άντε μπράβο”. Διορθωμένοι τίτλοι για να είναι πιο μοβόρικοι ακόμα, ουδεμία έγνοια για ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, νομίζεις καμιά φορά ότι οι πραγματικές δίκες διεξάγονται από και στα ΜΜΕ.
Στο σύμπαν τους, οι θύτες πάσης φύσεως είναι ανθρωπόμορφα τέρατα, τα θύματα και οι οικογένειές τους ξεβρακώνονται μετά βίας επίσης για χάρη φακού-χαρτιού-κλικ, ενώ στο φόντο θα δεις να παρασιτούν συγκεκριμένοι δικηγόροι, ψυχαναλυτές-πουθενάδες, ειδικοί επί των ειδικών, δημοσιογράφοι από άλλα μέσα να συν-σχολιάζουν όλοι αυτοί παρέα, κάτω από τα μποτοξαρισμένα και καλοβαμμένα τους μούτρα υποθέσεις βιασμών, δολοφονικών επιθέσεων και τα τοιαύτα.
Ποτέ, από κανένα συστημικό ΜΜΕ, φυσικά, δεν παρουσιάστηκαν ως ανθρωπόμορφα τέρατα οι δολοφόνοι των: Γρηγορόπουλου, Φύσσα και Ζακ Κωστόπουλου. Εκεί είχαμε τα θύματα σε ρόλο “πικάντικο” ως προς τα νούμερα. Το καλομαθημένο πλουσιόπαιδο στην εξαρχειώτικη πλέμπα, ο αληταράς ράπερ με τις βίαιες τάσεις, η ανώμαλη, ναρκομανής πουστάρα που πήγε να κλέψει.
Τα ΜΜΕ έχουν άφθονα λίτρα βιτριόλι στις εγκαταστάσεις τους. Καθημερινά πετούν κι από λίγο-όταν, δε, υποθέσεις όπως αυτή η πρόσφατη με τις δύο γυναίκες και την ερωτική αντιζηλία σκάνε στην επιφάνεια της επικαιρότητας, τότε το δηλητήριο που μας ενσταλάζουν ξεπερνά κάθε φαντασία. Την θύτρια την έχουν αποκαλέσει ήδη “ξέκωλο”, “προκλητική ξανθιά”, “ζηλιάρα μάγισσα” και ένα σωρό ακόμα χαρακτηρισμούς που μοιάζουν σαν ψέμα και δεν θα ήθελα καν να αναπαράγω.
Είναι πιθανό να μην θέλει να συνεχίσει να ζει σε περίπτωση που τα δει, όταν καταλαγιάσει όλο αυτό. Και το “ας ψοφήσει” μας στέλνει μίλια μακριά από την δημοκρατία, την ελευθερία, για να το χοντρύνω, ακόμα και από τον πυρήνα της ορθόδοξης πίστης μας ως έθνους.
Τελικά, ποια είναι η δουλειά των ΜΜΕ; Να προσφέρουν ξερή ενημέρωση, με τίτλους και παγερούς σχολιασμούς για να μην χαρακτηριστούν βιτριολικά ή κίτρινα; Όχι απαραιτήτως, αν και σε κάποιες ευαίσθητες περιπτώσεις θα συνίστατο. Το ΕΣΡ οφείλει να κάνει πιο αποτελεσματικά την δουλειά του, να ελέγχει ακόμα και λέξη λέξη πράγματα που γράφονται και δημοσιεύονται, ειδικά σε μέσα πριμοδοτημένα χοντρά από κόμματα και παράγοντες που κυριαρχούν σε ένα κράτος δικαίου, αδίκου και παραλόγου. Αλλά και του ΕΣΡ οι καρεκλίτσες βελούδινες είναι και τραβηχτικές, βουλιάζεις μέσα και ξεχνάς να κάνεις την δουλειά σου καμιά φορά…
Μια τελευταία σκέψη σχετικά με αυτούς που τυχόν θα πουν “μα, εσείς τα διαβάζετε, εσείς τα βλέπετε, εσείς ασχολείστε, αλλιώς τι σας ενοχλούν;”. (Αν πεις σε μερικούς από δαύτους το ίδιο πράγμα σε σχέση με τις αγωνίες τους περί γκέι, ας πούμε, θα σε αγριοκοιτάξουν, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. ) Και να μην θέλουμε να ασχοληθούμε, ασχολούμαστε, γιατί είμαστε πολίτες και θέλουμε να ενημερωθούμε. Τέσσερα στα πέντε μέσα είναι βιτριολικά κατά κυριολεξία, τέσσερα στα πέντε μέσα έχουν πάνελ ειδήσεων χειρότερης ποιότητας από πρωινάδικο.
Οι πιο ψαγμένοι και, θα το πω άφοβα, οι πιο καλλιεργημένοι πολίτες θα κλείσουν την τηλεόραση, ΔΕΝ θα αγοράσουν το Μακελειό, θα επιλέξουν συγκεκριμένα sites ή ραδιόφωνα ή δεν ξέρω τι. Με τους υπόλοιπους τι γίνεται; Με τους κατοίκους των χωριών; Με τους ανθρώπους που η παρηγοριά τους μετά την δουλειά είναι μια μπίρα στην τηλεόραση;
Δεν θέλει, ρε, αυτά ο κόσμος. Εσείς μας ταϊσατε με αυτά και τώρα νομίζουμε ότι αυτό είναι ενημέρωση, αυτό είναι αλήθεια, αυτό είναι είδηση. Όχι, δεν είναι είδηση να ξέρω εγώ αν η θύτρια μιας υπόθεσης είχχε έντονη σεξουαλική ζωή ή όχι. Όχι, δεν είναι είδηση το κοντινό στα μάτια μιας μητέρας που χτυπιέται κάτω επειδή έχασε το παιδί της.