Σε ένα παράλληλο σύμπαν, υπάρχει ένα μέρος όπου προσωπικότητες από διάφορες εποχές και μέρη του κόσμου μπορούν να συναντηθούν.
Πρόκειται για το διάσημο Καφενείο των Σελέμπριτιζ, όπου μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, αλλά καθένας με την προφορά της χώρας του. Το ΗΠΖ εξασφάλισε αποκλειστικές πληροφορίες για κάποιες από τις πιο θρυλικές συναντήσεις που έχουν λάβει χώρα στα τραπέζια του.
Λίγο μετά τον χωρισμό του από την Ατζελίνα, ο Μπραντ Πιτ μπαίνει στο Καφενείο Των Σελέμπριτιζ να πνίξει τον καημό του στο πιοτό.
Παραγγέλνει μια βότκα και κάθεται περίλυπος παραδίπλα από τον Ζαμπέτα. «Τι έγινε παλικάρι; Απογοήτευσις;» του λέει ο τελευταίος, που δεν έχει ιδέα από σόου μπιζ αλλά είναι μανούλα στα προξενιά.
«Με χώρισε» απαντά ο Μπραντ, με την κάθε λέξη να ξεχειλίζει από πόνο.
«Εμ τότε λάθος ποτό πίνεις μάνα μου. Ρε καφετζή! Άσε τις βότκες και τα φλώρικα και πιάσε ένα τσίπουρο να στανιάρει ο άνθρωπας».
«Μα όποιος έχει ερωτική απογοήτευση σ’ εσένα έρχεται βρε παιδί μου; Τι σουξέ είναι αυτό;» ξεφυσάει ο καφετζής.
Και κάπως έτσι, Μπραντ Πιτ και Γιώργος Ζαμπέτας καταλήγουν στο ίδιο τραπέζι να κατεβάζουν τσίπουρα το ένα μετά το άλλο. Ο Μπραντ αρχίζει να εξηγεί τι συνέβη και ο Ζαμπέτας αρπάζει ένα μπουζούκι, που βρισκόταν εκεί γύρω πρόχειρο και αρχίζει να παίζει μια μελωδία όλο πόνο. Σκαρώνει επιτόπου κι ένα στιχάκι εμπνευσμένος από το στόρι του Αμερικάνου κι αρχίζει να το τραγουδά:
«Οι φίλοι δεν σε κάνουν πέρα
Άκου Μπραντ μερακλή
Γιατί είσαι τσίφτης και μια μέρα
Θα το δει και η Τζολί».
Ενθουσιάζεται ο άλλος από το τραγούδι, χτυπάει παλαμάκια με ρυθμό (μόνο αυτό μπορεί να κάνει) και παραγγέλνουν κι άλλο τσίπουρο.
Δεκαέξι καραφάκια αργότερα, ο Ζαμπέτας έχει συνθέσει τραγούδια για τρεις δίσκους και ο Μπραντ είναι λιάρδα και πετάει ασυναρτησίες του τύπου:
«…και μού ΄λεγε ότι βρωμοκοπάω αλκοόλ και της κόβω την όρεξη…. και ήθελε να υιοθετήσουμε άλλα έξι αφρικανάκια… και μού ΄λεγε ότι την έρεψα… και της έλεγα εσύ μ΄ έπρηξες».
«Άκου να σου πω μεγάλε, δεν αξίζει να χαλιέσαι για μια κοκκαλιάρα. Υπάρχουν γυναίκες εκεί έξω, ουου όσες τραβάει ο νους σου. Το θέμα είναι να βρεις μια που ν’ αξίζει. Να ‘ναι καλό κορίτσι, βρε παιδί μου. Να, σαν τη Λιζα για παράδειγμα».
«Ποια Λίζα ρε Τζορτζ;»
«Σαρλίζ τη λέτε εκεί έξω, το ίδιο κάνει. Είναι μία ψηλή, δυο μέτρα γυναικάρα και είναι κ μπότσικη, αλλά πάνω απ’ όλα, είναι και καλό κορίτσι. Θαρρώ πως ψάχνει και του λόγου της ένα καλό παιδί».
«Νομίζω ότι την ξέρω. Θα την θυμόμουν αν δεν είχαμε πιει και τόσο».
«Καφετζή!»
«Έφτασε!»
«Έναν ελληνικό σκέτο του μπαγλαμά από ‘δω μπα και στανιάρει. Και πού ’σαι καν’ τον διπλό».
Γυρίζει, κοιτάζει τον Μπραντ που έχει βασιλέψει και προσθέτει:
«Τριπλό καλύτερα. Εμ, τι το θες κι εσύ άμα δεν το σηκώνεις».
Την επόμενη μέρα η Τζένιφερ Άνιστον έχει στηθεί από το πρωί στο Καφενείο Των Σελέμπριτιζ και πίνει τους καφέδες τον έναν μετά τον άλλο. Μόλις σκάει μύτη ο Ζαμπέτας, τρέχει όλο χαρά να τον υποδεχτεί και τον τραβάει να κάτσουν μαζί.
«Αχ Τζορτζ μου, φόλα κι ο τελευταίος, τι να κάνω;»
Αρπάζει κι ο Ζαμπέτας ένα μπουζούκι, που βρισκόταν εκεί γύρω πρόχειρο και αρχίζει να παίζει ένα τραγουδάκι για τη Τζένιφερ.
«Γενοβέφα, Γενοβέφα
τ’ αγόρια σ’ έχουν πάρει πρέφα
πως είσαι ζόρικη πολύ
και τους βγάζεις τη χολή»
Τελικά της απαντά:
«Τι να σου κάνω βρε κοπελάρα μου, άμα το ‘ξερα νωρίτερα… Ήρθε χτες ένα παλικάρι –δηλαδή ξέπιωτο θα μοιάζει με παλικάρι- τίγκα στην απογοήτευση. Δεν ήξερα ο δόλιος και τον έστειλα στη Σαρλίζ».
Ξεφυσά απογοητευμένη, αλλά ο Γιωργάρας, που ‘ναι και μεγάλη καρδιά έχει πάλι τη λύση:
«Έλα βρε Γενοβέφα μου, μην κάνεις έτσι, κάτι θα βρούμε και για σένα. Είσαι και πατριώτισσα. Να σου πω, νησιώτικα χορεύεις; Ωραία είναι και η Πάρος».