Σε ένα παράλληλο σύμπαν, υπάρχει ένα μέρος όπου προσωπικότητες από διάφορες εποχές και μέρη του κόσμου μπορούν να συναντηθούν.
Πρόκειται για το διάσημο Καφενείο των Σελέμπριτιζ, όπου μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα, αλλά καθένας με την προφορά της χώρας του. Το ΗΠΖ εξασφάλισε αποκλειστικές πληροφορίες για κάποιες από τις πιο θρυλικές συναντήσεις που έχουν λάβει χώρα στα τραπέζια του.
—
Ένα Απριλιάτικο απόγευμα Παρασκευής βρίσκει τη Μαντόνα στο Καφενείο των Σελέμπριτιζ, να στέκει με το ένα πόδι στην καρέκλα και να γκρινιάζει με μια φραπεδιά στο χέρι στο εικοσαμελές μπαλέτο της, αποτελούμενο από οκτώ άτομα. Παραδίπλα πίνει τον καφέ του κι ο Ζαμπέτας και κάνει χάζι τη βασίλισσα της ποπ.
«Ρε καφετζή, ποια είναι τούτη η μαγδάλω που έχει κλείσει το μισό μαγαζί;»
«Ποια; Τη Μαντόνα λες;»
«Πες τηνα και Μήτσο, δεν κάνει διαφορά. Τι μέρος του λόγου είναι;»
«Διάσημη τραγουδίστρια με διεθνή καριέρα. Την αποκαλούν “βασίλισσα της ποπ”. Έχει κάνει τρομερές επιτυχίες παγκοσμίως…»
«Καλά, δεν είναι και Μαρινέλλα! Και προς τι η τόση φασαρία για νά ‘χουμε καλό ‘ρώτημα;»
«Είναι πολύ απαιτητική από τους συνεργάτες της. Θέλει οι εμφανίσεις της να είναι τέλειες! Δεν την ακολουθείς στο τουίτερ;»
«Μπα, άμα δω τίποτις αξιόλογο, θα ασχοληθώ.»
Τα παιδιά είναι όλα καθισμένα και την κοιτούν με βλέμμα λατρείας, ενώ υπομένουν στωικά τον εξάψαλμο και τα «όχι έτσι είπαμε, έτσι!», της βασίλισσας.
Μπαίνει κι ο Μαζωνάκης στο καφενείο, βαρύς κι ασήκωτος, σέρνει τα βαριά του βήματα, στέκει κι υψώνει όλο νόημα το βλέμμα του στον αγκώνα της Μαντόνα, που αποφάσισε να κάνει τη στάμνα κι έφραζε τον διάδρομο.
«Περνάει κόσμος, μανταμίτσα», καταδέχεται να της πει. Όσο να γυρίσει η άλλη να δει ποιος τόλμησε να της μιλήσει με τέτοιο υφάκι, ο Μαζώ έχει προχωρήσει, στογγυλοκάθεται δίπλα στον Ζαμπέτα και παραγγέλνει:
«Μάστορα, έναν βαρύ γλυκό μάγκικο».
«Έφτασε», απαντά ο καφετζής και σκοτώνεται να του κάνει τον καφέ.
«Καλώς τον άρχοντα», λέει ο Ζαμπέτας και πιάνει ένα μπουζούκι, που βρισκόταν εκεί γύρω πρόχειρο. Αρχίζει να παίζει ένα χασάπικο κι ο Μαζωνάκης βγαίνει στο τσακίρ κέφι -κι ας μην έχει πιει ακόμη καφέ- οπότε αρχίζει να τραγουδά.
Το μπαλέτο στο μεταξύ έχει ξεφύγει και όση ώρα η Μαντόνα καρφώνει τον Μαζώ, βρίσκουν ευκαιρία και χορεύουν χασάπικο ενώ τραγουδούν με απαίσια αμερικάνικη προφορά «ανήκω σ’ εμένα και τα όνειρά μουουου…».
«Τι κάνετε ρε τσογλάνια εκεί;»
«Κυρία Μαντόνα, να εντάξουμε και κανένα χασάπικο στο πρόγραμμα; Κανένα ζεϊμπέκικο;»
«Ναι, ναι κανένα του Μαζωνάκη», λένε και οι υπόλοιποι.
«Και ποιος είναι αυτός ο Ματσωνάκης;»
«Αυτός που κάθεται εκεί και τραγουδάει. Μεγάλη μορφή του ελληνικού πεντραγράμμου!»
Βγάζει το κινητό της, φοράει ακουστικά, μπαίνει ίντερνετ και ακούει μερικά από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του τυπά που της την έσπασε. Κάπου εκεί ιντριγκάρεται. Της θυμίζει λίγο και τον Σον Πεν, το σκέφτεται, το ξανασκέφτεται, δεν βαριέσαι λέει και περιμένει να ξεμοναχιάσει τον τραγουδιστή.
Κάποια στιγμή, φεύγει ο Ζαμπέτας κι ο Μαζώ μένει μόνος με το μπεγλέρι του. Τον πλησιάζει και με βασιλικό ύφος του λέει: «Έμαθα ότι είσαι ένας πολύ δημοφιλής τραγουδιστής στη χώρα σου. Άκουσα μερικά τραγούδια σου και υμνείς κι εσύ τον έρωτα. Όπως κι εγώ άλλωστε».
Υψώνει νωχελικά το βλέμμα του και της απαντάει όλο νόημα: «Στον έρωτα παρανοείς. Πιο πέρα από την τρέλα φτάνεις, γιατί παντού το ένστικτο ακολουθείς».
Σάστισε από τον βαθυστόχαστο στίχο η βασίλισσα της ποπ και τώρα άρχισε να ψήνεται όλο και πιο πολύ για να συνεργαστούν.
«Κοίτα, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να ηχογραφήσουμε ένα ντουέτο, που θα παντρεύουμε τα δύο μουσικά είδη. Να δούμε και αν ταιριάζουν οι αύρες μας και μετά μιλάμε και για κανένα λάιβ».
Ο Μαζώ βγάζει με βαριεστημένες κινήσεις μία κάρτα από την τσέπη του και της λέει:
«Με τον ατζέντη μου, μανταμίτσα. Δεν είμαι σε μουντ τώρα για δουλειές». Της κάνει νόημα να φύγει και συνεχίζει να απολαμβάνει τον καφέ του.
Την άλλη μέρα, ο Μαζωνάκης μπαίνει στο καφενείο και κάθεται πάλι δίπλα στον Ζαμπέτα:
«Τι έγινε ρε μάστορα, σε έψηνε η χθεσινή καρακαηδόνα να συνεργαστείτε;»
«Ό,τι μπορούσε έκανε το κοριτσάκι. Πού τό ‘μαθες εσύ βρε σαΐνι;»
Αρπάζει κι ο Ζαμπέτας ένα μπουζούκι, που βρισκόταν εκεί γύρω πρόχειρο, κι απαντά μ’ ένα στιχάκι που σκάρωσε επιτόπου:
«Έχει κι ο Γιώργος άκρες
Και μυστικές πηγές
Μα δεν αποκαλύπτει
Όσο και να θες.
Εσύ που ‘σαι μόρτης
Είσαι και μπελαλής
Πες μας με τη χαρχάλω
Αν θα συνεργαστείς»
«Μπα…»
«Δεν τηλεφώνησε το άτομο;»
«Πού να ξέρω, εγώ το τηλέφωνο του Σταν τής έδωσα».