Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε τι πάει να πει η λέξη «άγχος». Δεν είχε νιώσει άγχος ποτέ του και για τίποτε: για το εάν θα συνέχιζε να έχει τη δουλειά του και την επόμενη ημέρα που θα του ξημέρωνε. Για το πως θα τα έβγαζε πέρα χωρίς να μετρά και το τελευταίο ευρώ του μισθού του. Για την υγεία του και την υγεία των ανθρώπων γύρω του.
Ακούγεται μια πολύ καλή ιστορία… επιστημονικής φαντασίας. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κάποιος μου είπε ότι δεν έχει άγχος. Χωρίς δόση υπερβολής! Μπορεί να ήταν σε συζήτηση με συμμαθητή μου στο νηπιαγωγείο! Θυμάμαι όμως πάμπολα παραδείγματα ανθρώπων που μου έχουν εκμυστηρευτεί -εάν μπορεί να θεωρείται μυστικό κάτι τόσο σύνηθες στις μέρες μας- ότι έχει τρυπώσει το άγχος στη ζωή τους. Αυτή η μάστιγα! Και το πιο λυπηρό; Νέοι άνθρωποι, έτοιμοι να πέσουν με τα μούτρα για να γευτούν τη ζωή με το κουτάλι, έρχονται αντιμέτωποι με αυτό το σαράκι που τρώει την ύπαρξή τους. Νέοι άνθρωποι που μαθαίνουν να ζουν με το άγχος, γιατί απλά στις μέρες μας δεν γίνεται διαφορετικά. Κάτι οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, κάτι η οικονομική αβεβαιότητα ως χαρακτηριστικό σημείο των καιρών μας, κάτι ο κορονοϊός που έθεσε υπό αμφισβήτηση το βασικότερο αγαθό της ζωής -την υγεία μας-, δεν θέλει και πολύ για να γνωρίσεις το άγχος. Κι έτσι φτάσαμε να λέμε «Θυμάμαι μια φορά δεν είχα άγχος, δυο χρονών πρέπει να ήμουν».
Πώς όμως αυτό το σύνθημα-εξομολόγηση έφτασε να στέκει υπερήφανο στον τοίχο; Ίσως κάποιος νεαρός, αρκετά πιεσμένος από το άγχος, βγήκε από το σπίτι ή τη δουλειά του με ένα σπρέι στο χέρι κι έτρεξε να ξεσπάσει στον πρώτο διαθέσιμο τοίχο. Ήθελε να φωνάξει δυνατά, αλλά το άγχος δεν άφηνε τη φωνή να βγει από τα πνευμόνια του. Κι έτσι έγραψε και λέρωσε τον τοίχο. Από τότε ο τοίχος διαμαρτύρεται και εκφράζει τον κάθε άνθρωπο που περνά και κοντοστέκεται βλέποντας το σύνθημα που είναι γραμμένο πάνω του.