Από την «αστρική καμπάνα» ως τα «τηλεφωνήματα από νεκρούς», μυστηριώδεις ήχοι και φωνές στοιχειώνουν τις ηλεκτρομαγνητικές συχνότητες.
Η περιβόητη «αστρική καμπάνα» στη φιλολογία των πνευματιστικών και αποκρυφιστικών φαινομένων, είναι ένας «ήχος αναγγελίας» που ποικίλει από μια καθαρή νότα έως ένα σιγανό κλικ (την αναφέρει και ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ σε μια από τις ιστορίες του με τον περίφημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς. Η «αστρική καμπάνα» της σημερινής εποχής είναι το τηλεφωνικό ringtone. Ούτως ή άλλως, το τηλέφωνο –κινητό και σταθερό- είναι η ύστατη «ανιμιστική τεχνολογία». Άραγε μάς μιλά αυτό, ή μιλάμε εμείς μέσα από αυτό; Όταν σηκώνουμε το ακουστικό και δεν ακούμε σήμα, γιατί λέμε ότι είναι «νεκρό». Ένα τηλέφωνο που χτυπά μεσ’ τα μαύρα μεσάνυχτα ξυπνά έναν παράλογο φόβο -κι όχι απλώς για τα τυχόν κακά νέα που μπορεί να αναγγείλει.
Όσοι κάνουν τηλεφωνικές φάρσες έχουν εκμεταλλευτεί εδώ και δεκαετίες τον τρόμο που γεννιέται όταν σηκώνουμε το ακουστικό και δεν απαντά κανένας. Σκεφτείτε τα μηνύματα που αφήνουμε στον τηλεφωνητή: «Αυτή τη στιγμή απουσιάζω». Μα αν απουσιάζεις, τότε ποιος μιλάει; Μια τόσο κοινότοπη ερώτηση γίνεται απόκοσμα απτή σε όποιον έχει ακούσει το μαγνητοφωνημένο μήνυμα στον τηλεφωνητή ενός πρόσφατα αποθανόντος.
Υπάρχουν φορές όμως που το τηλέφωνο γίνεται αγωγός επικοινωνίας με τον Αλλόκοσμο. Υπάρχει μια κατηγορία παραφυσικών φαινομένων, τα περίφημα «τηλεφωνήματα από νεκρούς», κοντολογίς, τηλεφωνήματα από τον άλλο κόσμο.
Μια παλιά περίπτωση ανέφερε ο Νικόλαος Αντωνακέας (1896-1966), πολιτικός και πνευματιστής. Στις 17 Ιανουαρίου 1953, ο Μιχάλης Ρουμάνης πέθανε στην Αθήνα. Δυο μέρες αργότερα, στις 5:30 μμ, η κα Κ., φίλη της οικογένειας, τηλεφώνησε στο σπίτι του Ρουμάνη, μην γνωρίζοντας ότι είχε πεθάνει (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή που το –σταθερό- τηλέφωνο ήταν ουσιαστικά είδος πολυτελείας). Η κλήση έγινε ενώ ο σύζυγος της κας Κ κι ένα άλλο άτομο, ήσαν παρόντες. Κάποιος σήκωσε το τηλέφωνο στο σπίτι κι η κα Κ αναγνώρισε αμέσως τη φωνή του Μιχάλη Ρουμάνη. Έπιασαν ψιλή κουβέντα για κοινότυπα πράγματα και για τον αδελφό του, πολιτευτή και λογοτέχνη Γεώργιο Ρουμάνη (1904-1960), ο οποίος ήταν τότε βουλευτής ΕΡΕ Λακωνίας. Στην κουβέντα πάνω, ο «Μιχάλης» έμοιαζε να γνωρίζει ότι η κα Κ και η οικογένειά της είχαν μετακομίσει σε καινούργιο σπίτι. Η κουβέντα τελείωσε με την υπόσχεση του Ρουμάνη ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή για επίσκεψη.
Την επόμενη μέρα, η κα Κ τηλεφώνησε στο πολιτικό γραφείο του Γεώργιου Ρουμάνη και μίλησε με τη γραμματέα του, η οποία την πληροφόρησε για το θάνατο του Μιχάλη. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η κα Κ έπαθε σοκ. Αργότερα εξακριβώθηκε ότι στο σπίτι του αποθανόντος δεν υπήρχε κανείς την ώρα που είχε τηλεφωνήσει εκεί η κα Κ. (Εμπρός, 4.2.1953)
Ο Αντωνακέας αναφέρει και ένα ακόμα περιστατικό που είχε λάβει χώρα το 1950. Ο γιος του, Κωνσταντίνος, είχε το γραφείο του στο κέντρο της Αθήνας. Το διπλανό γραφείο ανήκε σε έναν Άνθιμο Κανακάρογλου, εκπρόσωπο εμπορικών οίκων καθώς επίσης και εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας «Αφρικανικά Νέα» (τότε υπήρχαν ανθούσες και πολυπληθείς ελληνικές παροικίες σε πολλά αφρικανικά κράτη). Ο Κανακάρογλου ήταν εύθυμος τύπος και μεγάλος χιουμορίστας. Ο Κωνσταντίνος Αντωνακέας δεν είχε τη δική του τηλεφωνική γραμμή, κι έτσι χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο του Κανακάρογλου (νο 25-078). Ο πατέρας του, Νικόλαος, είχε δώσει το νούμερο σε αρκετούς φίλους. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έφυγε από το γραφείο και χρησιμοποιούσε το νούμερο του σπιτιού του.
Το Μάιο του 1950, ο Κανακάρογλου, που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αυτοκτόνησε σε ένα καφενείο του Πειραιά. Το γραφείο του σφραγίστηκε με εντολή του εισαγγελέα, επειδή εκεί υπήρχαν σημαντικά έγγραφα και εμπορεύματα. Την περίοδο εκείνη, οι Αντώνης Παπαευθυμίου και Θωμάς Δαφνιάς, χωρίς να ξέρουν ότι ο Κανακάρογλου είχε πεθάνει και το γραφείο του σφραγιστεί, κάλεσαν το νούμερό του για να μιλήσουν στον Νικόλαο Αντωνακέα. Κάποιος σήκωσε το ακουστικό και είπε πως ο Αντωνακέας θα ήταν διαθέσιμος μόνο μετά τις 3 τα ξημερώματα. Προβληματισμένοι ξαναρώτησαν, κι η φωνή το επιβεβαίωσε. Νομίζοντας πως κάποιος τους έκανε πλάκα, ξαναπήραν το νούμερο κάμποσες φορές. Κάθε φορά μια φωνή τους απαντούσε με αυθάδικο και αλλοπρόσαλλο τρόπο. Τελικά οι δυο άντρες επικοινώνησαν με τον Αντωνακέα, ο οποίος κατόπιν διαμαρτυρήθηκε εξοργισμένος στον θυρωρό του κτιρίου, θεωρώντας ότι κάποιος είχε παραβιάσει το γραφείο και απαντούσε στα τηλεφωνήματα. Ο θυρωρός όμως απάντησε ότι το γραφείο εξακολουθούσε να είναι σφραγισμένο από την αστυνομία και ότι κανείς δεν ήταν δυνατόν να απαντήσει στο τηλέφωνο. (Εμπρός, 5.2.1953).
Στα τέλη του 1969, το ελληνικό πλοίο «Μίλτων Ιατρίδης» εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κάπου μεταξύ Βραζιλίας και Νότιας Αφρικής μαζί με το 30μελές πλήρωμά του. Τον Ιανουάριο του 1970 οι έρευνες για την ανεύρεσή του εγκαταλείφθηκαν. Όμως οι συγγενείς των αγνοουμένων πίστευαν ότι το πλοίο δεν είχε ναυαγήσει. Οι φήμες έλεγαν ότι το πλοίο είχε απαχθεί και βρισκόταν στη Νιγηρία ή την Κούβα. Οι φήμες δεν είχαν κυκλοφορήσει χωρίς αιτία: Αναφέρεται ότι κάποιο μέλος του πληρώματος τηλεφώνησε ξαφνικά ένα βράδυ στη γυναίκα του στον Πειραιά και της είπε ότι είναι καλά και να μην στενοχωριέται. Κατόπιν έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο. Παρά την αναψηλάφηση της υπόθεσης που διέταξε το επίσημο ελληνικό κράτος, δια στόματος του τότε υπουργού Εξωτερικών Καρόλου Παπούλια το 1987, κανένα ίχνος του «Μίλτων Ιατρίδης» ή του πληρώματός του δεν βρέθηκε ποτέ.