Όχι, δεν είναι το ίδιο! Δεν είναι καθόλου το ίδιο! Άλλο να βλέπεις ένα έργο σε κλειστό κινηματογράφο, χειμώνα, κι άλλο να βλέπεις ταινία σε «θερινό σινεμά», γιατί «απλούστατα» –που έλεγε και η Αλίκη στη Σωφερίνα–, στη δεύτερη περίπτωση δεν βλέπεις ένα έργο, παίζεις κι εσύ μέσα!
Θες το άρωμα από τα νυχτολούλουδα και τα γιασεμιά που λίγο πολύ περιβάλλουν την οθόνη, θες τα λευκά χαλίκια που λάμπουν στο σκοτάδι, θες οι γάτες που βολτάρουν αδιάφορες υπενθυμίζοντάς σου πως «Έλα καλέ που τα πιστεύεις αυτά», θες οι πολλές «θεατρικές σκηνές» γύρω, (σε κάθε μπαλκόνι και παράθυρο παίζονται μονόπρακτα διαμαντάκια, εφάμιλλα με τα πρωτότυπα από Μπέκετ μέχρι Τσιφόρο, κι από Ιονέσκο μέχρι Μποστ), που δεν σ’ αφήνουν να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους.
Πας να συγκεντρωθείς στην υπόθεση του έργου και στον σκηνοθέτη που θαυμάζεις, καθώς με πολυβραβευμένη τεχνική δεξιοτεχνία «διαχειρίζεται» την ανθρώπινη μοναξιά σε σημείο που τα δάκρυά σου με ένα δυνατό γκρο ακόμα θα πιτσιλίσουν τους μπροστινούς, κι ένα φως ανάβει πλάγια στον τρίτο, στο εσωτερικό μπαλκονάκι. Ένα ζευγαράκι από αυτά που έχουν «ρημάξει το ΙΚΑ» (παλιά έκφραση για τα ηλικιωμένα ζευγάρια), με τις παντόφλες τους μοιράζονται το βραδινό τους (Γκοντάρ πατώνεις;;;), πας να «φτιαχτείς» με τα ερωτικά τερτίπια οσκαρούχων επιτυχιών που χάλασαν κόσμο στις Κάννες και στα Βερολίνα και μια σκιά που περνάει πίσω από τις κουρτίνες του μισοφωτισμένου παράθυρου δίπλα δεξιά της οθόνης μ’ ένα θρόισμα και με μια κραυγή που περισσότερο φαντάζεσαι και λιγότερο ακούς, σε μετατρέπει σε ηδονοβλεψία που παρακολουθεί σαν γάτα το πουλί, μη και χάσει την παραμικρή κίνηση, πριν το κάνει μια χαψιά – συγγνώμη Αντονιόνι!
Θα μου πείτε, τι; Να μην πηγαίνουμε στα θερινά; Μα ακριβώς το αντίθετο… Να πηγαίνουμε σαν τρελοί όσο υπάρχουν –γιατί θα τα χάσουμε κι αυτά– αλλά να φτιάχνουμε το έργο από την αρχή, να παντρεύουμε περιβάλλον, υπόθεση, μνήμες, διαθέσεις και να σκηνοθετούμε ένα νέο έργο όπου φυσικά θα πρωταγωνιστούμε εμείς! Παίζει ρόλο βέβαια και ο χαρακτήρας και η ηλικία και το προσωπικό γούστο! Έχω «πρωταγωνιστήσει» σε έργα εγώ!!! Τα περισσότερα ελληνικά!!! Ανυπομονώ να χωθώ, με καλή παρέα βέβαια, στ’ αγαπημένα μου θερινά, να ταυτιστώ με τους ήρωες και τις ηρωίδες, να ανακατευτούν οι αγωνίες μας με τη μυρωδιά από τα κεφτεδάκια του απέναντι ισογείου, τις φωνές του ρετιρέ, τα καζανάκια και τα τηλέφωνα, τις μοναξιές, τις πολύπλοκες υποθέσεις, «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου».