Πέρυσι, σε μια προσπάθεια να διεκπεραιώσω μια περίπλοκη γραφειοκρατική διαδικασία, έπρεπε να παρουσιάσω αμέτρητα έγγραφα για την πιστοποίηση της ταυτότητας μου, της ιθαγένειας μου, της διαμονής μου κ.λπ.
Δυστυχώς, το όνομα του πατέρα δεν αναφέρεται ποτέ στα ιταλικά έγγραφα και μόνο η προφορική δήλωση δεν θεωρήθηκε έγκυρη.
Αυτό προκάλεσε σημαντικό εμπόδιο στον ορισμό της υπόθεσης και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη διευθέτηση του ζητήματος.
Φθινόπωρο πριν από μερικά χρόνια οργάνωσα μια εκδρομή στη Ρώμη με μερικούς φίλους διαφορετικών εθνικοτήτων.
Ανέλαβα την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων μέσω ίντερνετ για όλους αφού πήρα αντίγραφα της ταυτότητας καθενός από τους επιβάτες. Δυστυχώς, στην ιστοσελίδα της εταιρεία, το πεδίο με την ημερομηνία λήξης της ταυτότητας ήταν “υποχρεωτικό”…. ωστόσο όμως το έγγραφο αυτό κάποιων επιβατών δεν προέβλεπε ημερομηνία λήξης!
Στα τέλη Φεβρουαρίου φέτος έφυγα από την Ελλάδα για να πάω στο σπίτι μου στην Ιταλία, όπου έπρεπε να μείνω μόνο έξι μέρες. Κατά την επιστροφή μου, ήμουν υποχρεωμένος να συμπληρώσω ένα PLF (υποχρεωτικό έντυπο για ταξίδια κατά τη διάρκεια του COVID) το οποίο, μεταξύ των πολλών υποχρεωτικών πεδίων, περιλάμβανε και ένα με το εξής ερώτημα: “τις προηγούμενες 14 ημέρες βρισκόσασταν σε άλλη χώρα εκτός της “Ιταλίας?”. Οι επιλογές δεν περιλάμβαναν την Ελλάδα ως χώρα προορισμού. Ενώ δήλωσα ότι δεν έμεινα σε καμία άλλη χώρα, διάβασα στο περιθώριο ότι οι ψευδείς δηλώσεις θα τιμωρούνταν με βαριές ποινικές κυρώσεις.
Πρέπει να ομολογήσω ότι πάντα κατάφερνα να ξεπεράσω τα εμπόδια που μου πρόσφερε απλόχερα μια αδαής γραφειοκρατία. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να κατανοήσουμε πώς η «γλώσσα μηχανής» είναι ανίκανη να συγκρατήσει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Είμαστε αναγκασμένοι να υποβάλουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα σε διαδικαστική τεχνικότητα και η λύση βρίσκεται στο τέχνασμα, στο σφάλμα που παραχωρείται και γίνεται αποδεκτό.
Πραγματικά δείχνει ότι σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δράσης η γραμματική θέτει όρια που ορίζουν τον χώρο της επικοινωνίας και περιορίζουν το χώρο του «πιθανού».
Στην τεχνο-δικτατορία που ζούμε σήμερα, η γλώσσα είναι όμηρος της λογικής και η λογική όμηρος της οικονομίας. Σε ένα περιβάλλον αυτού του τύπου, η κοινωνική επικοινωνία περιορίζεται στην κοινοτυπία του κλισέ, το επιστημονικό μυαλό περιορίζεται στον κόσμο της μαθηματικής, το πολιτικό μυαλό περιορίζεται στο “σημαντικό” (αυτό που η “διακυβέρνηση” θεωρεί πραγματικά σημαντικό).
Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποκλειστούν από το πεδίο της ύπαρξης ο παραλογισμός, το ασυνείδητο, το παραλήρημα, η τρέλα κ.λπ.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο νευρωνικής υπερτροφοδότησης, μια περίσσεια ορθολογισμού που δεν προβλέπει και αρνείται την συναισθηματική ανταπόκριση, την ευαισθησία σε υπαρξιακές αποχρώσεις, την ασάφεια της συλλογικής επικοινωνίας, την εμπειρία του ερωτικού σώματος.
Συνεπώς η τάση αντιτίθεται στην ανεπίτρεπτη σωματικότητα με την έκκριση του «ασυνείδητου», του «έρως», του «παραλογισμού», της «ζωής». Το παράφρον σώμα, που δεν έχει πλέον καμία δυνατότητα ελέγχου, λήψης αποφάσεων και στερείται πλέον της πίστης στην καθολική λογική, εκρήγνυται σε μια αντίδραση τρέλας στην «ριζολατρεία», στον «εθνικισμό», στον «ελευθερισμό», στον «ρατσισμό». στην «συνωμοσιολογία», στην παραληρηματική πίστη, στο μύθο.
Από τη μια ένας εγκέφαλος χωρίς σώμα που στοχεύει να υποβάλει την ανθρωπότητα στη βιωματική αφαίρεση του αυτόματου, και από την άλλη ένα σώμα χωρίς εγκέφαλο που κινδυνεύει να βυθίσει τον πλανήτη σε μια κόλαση κτηνωδίας και μόνιμου πολέμου.
Είναι δυνατόν σε αυτή την κατάσταση να σκεφτούμε μια διαφορετική μορφή ζωής;
Για να γίνει αυτό είναι απαραίτητη μια γλωσσική πράξη που καταφέρνει να ξεφύγει από τον τομέα των αυτοματισμών και τον κώδικα στον οποίο συμπιέζεται.
Χορός, ποίηση, έρωτα, παραισθήσεις, ασυναρτησία είναι απαραίτητα.
«Η φαντασία στην εξουσία» όπως έλεγε ο Μαρκούζε πριν από πενήντα και πλέον χρόνια.