Στιγμιότυπα πόλης μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας, γίνονται αφορμή για λέξεις γραμμένες από το χέρι μιας άλλης. Συνέργια θηλέων, λοιπόν, πάνω στις λεπτομέρειες της πόλης.
Αγναντεύω την πόλη από ψηλά. Το συμπαγές σκοτάδι αρχίζει να σπάει το αιθέριο φως της αυγής, αρχίζει να σπάει τα δέντρα του λόφου των Μουσών, κι αλαργινά μου, τα κτίρια της πόλης τα διαπερνάει η λεμονόδροση ομίχλη του λυκαυγούς και τα γονατίζει σαν ικέτες.
Οι μυρωδιές αρχίζουν να ανεβαίνουν τεμπέλικα από την αιώνια Αττική Γη που κρύβει στρώματα στρώματα τις παλιές της πόλεις, τις παλιές της δόξες, τους παλιούς της ανθρώπους.
Σαν κερασάκι σε πολύχρωμη τούρτα, τέντες, κεραίες, θερμοσίφωνες, ο ήλιος φωνάζει φτου ξελευθερία κι η Ακρόπολη ροδίζει και παίρνει φωτιά μπροστά στα μάτια μου. Τα βράχια σκιρτάνε, η γη σκιρτάει. Κάτω από τα πόδια μου ένας άλλος κόσμος που με κάνει να σκιρτάω κι εγώ.
Η πόλη των πόλεων. Η κατακαημένη πρωτεύουσα με τα καραβάνια των ψυχών της που τα οδηγεί ο Παρθενώνας της εδώ και 2.500 χρόνια. Μια Βαβυλώνα χτισμένη στις όχθες των υπόγειων ποταμών της και των υπέργειων παθών της.
Ο ήλιος ανεβαίνει στο λόφο, τον καβαλάει. Η φυλακή του Σωκράτη αγκομαχάει όσο κατηφορίζω προς το Θησείο, το φθινόπωρο αγκομαχάει να διώξει το καλοκαίρι, να παστρέψει την πόλη, να την μπογιατίσει με τα ουράνια τόξα των φρυδιών της, να την κάνει αυτό που ήτανε πάντα: Μια γριά που παραμένει κοριτσάκι εντός της.
Στον πεζόδρομο έχουν στηθεί οι πάγκοι με τα κοσμήματα, τα βιβλία, τα νομίσματα, ραγισμένα σετ τσαγιού και κακοποιημένες κούκλες πεταμένες σε κούτες, αρχαία αντίγραφα αγαλμάτων από γύψο και μαγνητάκια με φιλοσοφίες για ένα ευρώ.
Ένα κόκκινο φόρεμα με φόντο το πράσινο του άλσους οδηγεί τα βήματά μου μπροστά σε μια γυναίκα-άγαλμα που στέκει ακίνητη απάνω στο κασόνι της και κοιτάζει το κενό. Γύρω της τα παγκάκια είναι κατειλημμένα από ιθαγενείς, ανιθαγενείς, οικόσιτους και κεραμιδόγατους, παιδιά που τρώνε τα τελευταία παγωτά του καλοκαιριού, τουρίστες και σκύλους που μυρίζουν τα πόδια της για να τ’ αμολήσουν. Κάποιος διώχνει τα ζώα και τοποθετεί το τενεκεδόκουτο για τις δωρεές σε ψηλότερο σημείο. Η γυναίκα παραμένει ακίνητη, βλέπει τα πάντα και δε βλέπει τίποτα. Κοιτάζει μέσα της, όπως αυτή η πόλη. Έξω, όλα ίδια.
Παίρνω το δρόμο για το μοναστηράκι μαζί με ένα δρομαίο σύννεφο που σκιάζει τους πλανόδιους μουσικούς, σκιάζει το εσωτερικό ενός κλειστού καφενείου και από το μισάνοιχτο παντζούρι του βλέπω ένα μεγάλο μπρούτζινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς να στέκεται στο σύθαμπο μιας γωνιάς ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα. Την έχει φάει η μοναξιά κι η κλεισούρα κι αυτή και την πόλη της.
Μόλις βγαίνω στον εμπορικό δρόμο, βγαίνει κι ο ήλιος μαζί μου και τα τζάμια από τις βιτρίνες των μαγαζιών αντανακλάνε τις εικόνες της πόλης και κάνουν καραμπόλες απάνω σε όλες τις γυαλιστερές επιφάνειες.
Περπατάω ανατολικά και όσο περπατάω τα τζάμια γίνονται πορτοκαλί. Ο ήλιος δυσκολεύεται να φτάσει χαμηλά και δημιουργεί οπτικά μπαλώματα έτσι που βλέπει κανείς μόνο τα όμορφα της πόλης του. Οι πόλεις στο σούρουπο ομορφαίνουν.
Γυρίζω πίσω μου προς τη δύση και κοιτάζω τον ορίζοντα του δειλινού. Ένα μοντέρνο τριώροφο από γυαλί δίπλα σε δυο νεοκλασικά καθρεπτίζει στα τζάμια του μια κούκλα με χιτώνα και στεφάνι δάφνης από τη βιτρίνα κάποιου καταστήματος ρούχων. Κάθομαι και κοιτάζω τη φυλακισμένη εικόνα καθώς σβήνει σιγά σιγά μαζί με τον ήλιο, ώσπου ανάβουν τα φώτα στα σπίτια, στα μαγαζιά, στα θέατρα, ανάβουν οι καύτρες των τσιγάρων, ανάβουν τα αίματα…