Από τότε που γεννήθηκα, σιχαίνομαι τη φέτα. Όσο και να μου επιτεθείτε, αυτό δεν αλλάζει. Ήταν μια γνώση που έρεε στις φλέβες της οικογένειας. Όταν λοιπόν η γιαγιά μου με ρώτησε «Άντα, θες φέτα στη σαλάτα;», όλοι πάγωσαν. Όταν στα γιουβαρλάκια έβαλε μαρούλι (πράγμα που δεν συμπεριλαμβανόταν στην οικογενειακή συνταγή) γιατί «θυμόταν ότι βάζουμε κάτι πράσινο», δεν τα φάγαμε.
Σιγά σιγά το μυαλό της γιαγιάς μου εγκατέλειπε. Εγκατέλειπε εκείνη, εγκατέλειπε κι εμάς.
Η γιαγιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χίο, με σμυρναίικες ρίζες φυσικά. Όταν έχασε τη μαμά της σε πολύ μικρή ηλικία, άφησε το σχολείο και αποφασιστική όπως ήταν, ανέλαβε τα ηνία και έγινε μοδίστρα. Η καλύτερη της Χίου κι όλοι λέγανε ότι θα ραφτούν στου «Μαρακιού».
Δεν είχε χρόνο για έρωτες και αηδίες αφού ήταν γυναίκα καριέρας. Με προξενιό γνώρισε τον παππού που την έμαθε να μαγειρεύει αφού ήταν μάγειρας ξακουστός σε κρουαζιερόπλοια. Εγκατέλειψε λοιπόν και το Μαράκι τα ραφτικά της και έμεινε στο σπίτι με τα παιδιά, αφού ο παππούς ταξίδευε. Τον έχασε σχετικά σύντομα και το Μαράκι δεν το έβαλε κάτω.
Ποτέ δεν το έκανε εξάλλου. Ήταν ψύχραιμη, επίμονη, υπομονετική και αυτό που λέμε «ξερό κεφάλι». Με πολλή αγάπη για όλους. Ήταν αυτή η σούπερ γιαγιά, η σούπερ νοικοκυρά με τις πιο προχωρημένες συμβουλές παρά το γεγονός ότι ήταν μια άλλης εποχής και ηλικίας. Μοντέρνα, έξυπνη, αεικίνητη.
Έζησα για πολλά χρονιά στο ίδιο σπίτι μαζί της. Η σπεσιαλιτέ της ήταν τα κεφτεδάκια και πάντα, προτιμούσε τη «Λάμψη» από την «Καλημέρα Ζωή», αλλά τα έβλεπε και τα δύο.
Δεν ανεχόταν ότι δεν μπορούσαμε να ξυπνήσουμε πρωί, αλλά τα Σαββατοκύριακα έκανε ησυχία για να σηκωθούμε ό,τι ώρα θέλουμε. Ενώ δεν άφηνε τη μάνα μου να βγει, όταν εγώ και η αδερφή μου ήμασταν στην εφηβεία, τη συμβούλευε να μας αφήσει να το ξενυχτήσουμε λιγάκι και να μην είναι υπερβολική. Αν φέρναμε αγόρια σπίτι, το κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό.
Πάντα θα είχε στο σπίτι γλυκάκια από την πλατεία Αγίου Γεωργίου, πάντα θα τάιζε το σκύλο μέχρι σκασμού, πάντα ο σκύλος θα την κοιτούσε στα μάτια με λατρεία. Εκκλησία δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ, αλλά κάθε βράδυ έβαζε το νυχτικό της και έκανε την προσευχή της στο διάδρομο, στις εικόνες της που ήταν στο ίδιο σημείο από χρόνια. Πάντα ήταν πρώτα οι άλλοι και μετά εκείνη.
Τώρα στα τελευταία της, ζητούσε τη μαμά της. Μέσα στο άγχος της λήθης, έψαχνε από κάπου να πιαστεί. Έκανε πως έραβε, έκανε πως χάιδευε το σκύλο, χαμογελούσε μόνο όταν της τραγουδούσαμε και ζητούσε να πάει σπίτι της. Στη Χίο; Κανείς δεν ξέρει ποιο θεωρούσε σπίτι της μέσα στο χάος της μνήμης της.
Για εμένα πάντως, το σπίτι μου θα είναι εκεί που έζησε η γιαγιά μου. Κι ας μη με θυμόταν στο τέλος… Θα τη θυμάμαι εγώ κι έτσι θα ζει για πάντα.
Την τελευταία φορά που την είδα, κοίταξε από ένα μπαλκόνι τα Τουρκοβούνια και μου είπε σαν ένα παιδάκι που ανακάλυπτε τον κόσμο: «Ωραία ε;».
*Όσοι δικοί σας υποφέρουν από Altzheimer, κάντε τους παρέα και μειώστε το άγχος που τους προκαλεί η έλλειψη μνήμης και άρα ταυτότητας. Αν έχετε υπόνοιες ότι κάποιος από το περιβάλλον σας έχει «ξεχνάει», μπορείτε να τον συνοδεύσετε για ένα δωρεάν τεστ μνήμης στο Κέντρο Alτzheimer στην οδό Δροσοπούλου 22. Βοηθούν πολύ.
Discussion about this post