Δεν ξέρω για εσάς ή μάλλον κάτι διαβάζω σε σελίδες που μοιραζόμαστε τα προσωπικά σεκλέτια και τα αποτυχημένα ραντεβού, αλλά εδώ θα μοιραστώ μαζί σας μια κορυφαία ιστορία. Πολλοί φίλοι μου, μου λένε -εδώ και αιώνες- για τις γυναίκες, πόσο έχουμε αλλάξει και πόσο απαιτητικές έχουμε γίνει κι άλλα τέτοια, με τα οποία δε συμφωνώ διότι οι κατηγορίες αυτές υπήρχαν ανέκαθεν.
Δε θα υποστηρίξω πως αυτό το κείμενο είναι απάντηση στα σχόλια των ανδρών αλλά ρε παίδες τι φάση; Μήπως έχουμε λίγο αποθρασυνθεί; Για καλή μου τύχη δεν μου έχει συμβεί να μου στείλει κάποιος φωτογραφίες με τα ευαίσθητα σημεία του, μαθαίνω όμως πολλά αγοράκια έχουν αυτή την τάση. Δελεάζουν τις κοπέλες, και καλά, με τα ευμεγέθη πέη τους-νομίζουν- και με το “καλημέρα” παίρνεις δωράκι και φώτο.
Από την άλλη ακούω για αγόρια που βγαίνουν ραντεβού και μετράνε τα κέρματα, σε φάση δυόμισι ευρώ για τον καφέ μου και δύο τριάντα το τσάι σου. Δεν ισχυρίζομαι ότι μας χρωστάνε και πρέπει να πληρώνουν αυτοί ,αλλά αγάπη αν δεν έχεις την άνεση να κεράσεις ένα τσάι, τι το θες το ραντεβού; Κι επειδή θέλαμε ισότητα αυτό ισχύει και για τις κόμισες που βγαίνουν με την αξίωση να πληρώσει κάποιος τα ακριβά τους γούστα.
Αυτά τώρα γιατί σας τα λέω; Άλλο είναι το θέμα μας. Το θράσος κι η αγένεια ή η απόλυτη ειλικρίνεια.
Βγαίνει, που λέτε, κοράσιο, ραντεβού με ωραίο άνδρα, επιφανή, με τόλμη και γοητεία. Πίνουν τα ποτά τους και αισθάνονται αμέσως την ακαταμάχητη έλξη. Αρχίζει το νταραβέρι και όλο βαίνουν καλώς. Το ένα ραντεβού γίνεται δύο και τα δύο, πέντε. Ε, λες εντάξει, είναι εγκρατής και τζέντλεμαν. Αλλά το πράγμα αρχίζει και βρωμάει. Στο έκτο ραντεβού, λέει η δικιά μας, “Μήπως δεν του έδωσα το θάρρος να με πλησιάσει περισσότερο;” Ωραία! Θα τον καλέσω απόψε στο σπίτι μου. Βγαίνουν λοιπόν, ραντεβουδάκι και μπλα μπλα μπλα, φιλιά και χάδια. Είμαστε σε καλό δρόμο. Ξαφνικά, γιατί όλα τα ωραία ξαφνικά σε βρίσκουν, διαπιστώνει μία δυσχέρεια στο να καθίσει ο καλός της στ’ “αυγά” του. Τι έχεις, ρωτάει; Είσαι λιγάκι υπερκινητικός.
Τίποτα μωρέ, απαντάει. Να πληρώσουμε, συμπληρώνει (με ένα πνιχτό ερωτηματικό που δηλώνει τελεία)
Ναι, λέει το κορίτσι, θα μείνεις απόψε σπίτι μου; (εκεί φτάσαμε)
-Δε μπορώ.
-Γιατί;
-Είμαι κουρασμένος.
– Μα σπίτι μου λέω να πάμε.
-Αχ, πονάω.
-Τι έπαθες; Πού πονάς;
-Στο δεξί μου αρχ@δι.
Ένα κλακάζ το παθαίνει όταν ακούς τέτοια ατάκα αλλά πώς αντιδράς;
Τι να του πεις; Να συμπαρασταθείς στον πόνο του; Να γελάσεις; Τι να κάνεις;
Μαζεύεις την αθυροστομία σου, επιστρατεύεις τις μνήμες από τα σχολικά σου χρόνια στις Ουρσουλίνες και φέρεσαι σαν κυρία που με ύφος πλήρους κατανόησης απαντά: “Ίσως θα πρέπει να επισκεφτείς έναν γιατρό. Πονάς καιρό;”
…ενώ τη ίδια στιγμή μέσα σου, αυτό το μικρό μικρό ανθρωπάκι, ο άλλος σου εαυτός, αρχίζει τα καντήλια με μουσική υπόκρουση “Στ’ αρχι Διάκου το μαντρί, μαζευτήκαμε πολλοί” σε επανάληψη. Ω, ρε που πάμε;
Περιμένω τα σχόλια σας ή ατάκες που έχετε ακούσει κι εσείς αγόρια ή κορίτσια.
*Δεν ξαναβρέθηκαν αλλά εκείνη πολλές φορές σκέφτηκε να του στείλει μήνυμα που θα του γράφει “Όλα καλά με τ’ αρχ@δάκι σου, αγάπη μου;” Γελάστε ελεύθερα!