Ευχαριστούμε τους ανθρώπους του Μικρού Πολυτεχνείου, μαθητές και εισηγητές, που πάντα αγκαλιάζουν τις προτάσεις μας και μοιράζονται μαζί μας τη δημιουργία τους.
Ο Μάνος περπατούσε βιαστικά κατά μήκος της Σόλωνος, βαστώντας στο ένα χέρι τη δεσμίδα με τις παρτιτούρες του και στο αριστερό τη θήκη με το βιολί και το δοξάρι.
Του άρεσε το Κολωνάκι αυτήν την ώρα της μέρας. Απόγευμα, περασμένες επτά, το ζωντανό, παλλόμενο πλήθος, η άρχουσα τάξη, η αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας, έπαιρνε σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής προς ένα σπίτι με θέα την Ακρόπολη ή ίσως και τον λόφο του Λυκαβηττού.
Περπατώντας κι αυτός ανάμεσα στον όχλο, ο Μάνος δεν μπόρεσε παρά να φανταστεί πως θα ήταν να είναι κι αυτός μέρος του συνόλου. Ως ένα άτομο που πάντοτε πρόβαλε την ατομικότητά του ενάντια σε κάθε μορφής μάζα, μάλωσε τον εαυτό του γι’ αυτήν τη σκέψη του. Γιατί ο Μάνος δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το σύνολο. Τόσο για το σκουρό-χρωμο δέρμα του όσο και για το γεγονός ότι εκείνος δεν είχε την ευχέρεια να αγαλλιάσει με τη σκέψη ενός πολυτελούς σπιτιού με μπαλκόνι που σέρβιρε στο πιάτο ολόκληρη την Αθήνα.
Πάντοτε η θήκη με το βιολί, ένα ανακουφιστικό βάρος κόντρα στον γοφό του, αναπήδησε κι αυτή, καθώς κατέβαινε ένα πεζοδρόμιο, λες και πάσχιζε να του θυμίσει πως σε όποια πλευρά του κόσμου κι αν βρισκόταν, όσο ελιτιστική και στενόμυαλη κι αν ήταν, θα είχε πάντοτε μαζί του ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Τόσο, ώστε να αισθάνεται σαν στο σπίτι του.
Τα πόδια του τον κουβάλησαν μέχρι την εξώπορτα του ημιυπόγειου που φιλοξενούσε τα υπόλοιπα υπάρχοντά του. Χαιρέτησε το δελεαστικό του στρώμα μ’ ένα απολογητικό βλέμμα, στερέωσε τη πόρτα στο πόδι του, πέταξε τις παρτιτούρες στο πάτωμα κι ανέβηκε γοργά τις σκάλες, πίσω στον επάνω κόσμο.
Κάνοντας αναστροφή έξω από τη πολυκατοικία έπεσε μούρη με μούρη με ένα γλυκό πρόσωπο κι ένα ευγενικό χαμόγελο. «Να εύχεσαι να είναι ξεκλείδωτα και σήμερα», του είπε με παιχνιδιάρικη διάθεση ο Παναγιώτης.
Οι δύο νεαροί γέλασαν εγκάρδια και κατέβηκαν μαζί τη Βουκουρεστίου.
Μέσα σε δέκα λεπτά, ανάμεσα σε σύντομες κουβέντες και πειράγματα, βρέθηκαν έξω από μια εντυπωσιακή πολυκατοικία. Καθώς ο Μάνος στεκόταν παράμερα, ο Παναγιώτης άρχισε να πατά πέντε-πέντε τα κουδούνια των θυροτηλεφώνων, επαναλαμβάνοντας μηχανικά «φυλλάδια, φυλλάδια». Οι φωνές των ενοίκων μπλεκόταν στο μεγάφωνο, καθώς πάσχιζαν να καταλάβουν. Κάποτε, κάποιος τους άνοιξε. Οι δύο νεαροί ανέβηκαν με γατίσια βήματα στο τελευταίο όροφο. Ύστερα ακόμα ψηλότερα. Βρέθηκαν μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα.
«Κάνε τη προσευχή σου», είπε ο Παναγιώτης, καθώς δοκίμαζε το χερούλι. Με μια σπρωξιά, η πόρτα άνοιξε κι ένα ζεστό αεράκι τους χάιδεψε τα πρόσωπα.
«Μαργαρίτη, μαλάκα, ποια προσευχή; Ολόκληρη λαμπάδα θα σου ανάψω», αποκρίθηκε με πλατύ χαμόγελο ο Μάνος. Βγήκαν στην ταράτσα. Αντίκρυσαν τη θέα.
Μικρά κεφάλια ανοιχτόχρωμων πολυκατοικιών ξεπρόβαλαν τριγύρω. Στον ορίζοντα, ο Παρθενώνας, επέβλεπε ολόκληρη την πρωτεύουσα, σαν ακοίμητος φρουρός, φωτισμένος αυτή την αυγουστιάτικη νύχτα.
Τον σκούντησε ο Παναγιώτης. «Σύρμα. Αρχίζει η ταινία».
Εκεί στα δεξιά τους, στα είκοσι με τριάντα μέτρα, ήταν στημένη μια μεγάλη, κινηματογραφική οθόνη. Τα κλικ του προτζέκτορα αντηχούσαν μέσα στην ησυχία, καθώς έπαιζαν οι τίτλοι αρχής. Μια βίντατζ, ασπρόμαυρη εικόνα γέμισε το μεγαλύτερο μέρος της οθόνης. Τα πρόσωπα νεκρών και αλησμόνητων ηθοποιών τους χαιρέτησαν.
«Πάλι αυτό;», ρώτησε, μπουκωμένος με ποπ-κόρν, ο Παναγιώτης Μαργαρίτης. «Τρίτη φορά, αυτόν τον μήνα».
Ο Μάνος έβγαλε το βιολί του και το ακούμπησε απαλά κάτω απ’ το πιγούνι. Εκεί, ανάμεσα στους διαλόγους, όταν το συναίσθημα φτερούγιζε στο σκοτεινό αέρα, ο Μάνος γέμιζε τις παύσεις. Άλλοτε με μελωδίες αργές, με μια υπόνοια λύπης και νοσταλγίας και άλλοτε με φανφάρες, γρήγορες και γιορτινές, τόσο ταιριαστές που ούτε ένας θεατής κατά τη διάρκεια των δύο ωρών δεν γύρεψε την πηγή της μουσικής.
Εκεί, στο σκοτάδι, κάτω από τα αστέρια του Αυγούστου, για τον Μάνο και τον Παναγιώτη, η Αθήνα δεν ήταν ένα μέρος τόσο άχαρο και τρομακτικό.
Μαριθένια Τερεζάκη
Είμαι η Μαριθένια Τερεζάκη και είμαι 20 χρονών. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κρήτη. Η συγγραφή ξεκίνησε ως μια μορφή απόδρασης κατά τα εφηβικά/σχολικά μου χρόνια και εξελίχθηκε ως πάθος και αγαπημένο μου χόμπι. Με την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο έψαξα και τελικά συμμετείχα σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής, τα οποία με βοήθησαν να οργανώσω τη σκέψη μου και να αποκτήσω το δικό μου στυλ γραφής. Άλλα μου χόμπι αποτελούν το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων και η συμμετοχή σε επιτραπέζια παιχνίδια φαντασίας/ρόλων. Ζω και σπουδάζω στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.