Διάβαζα ένα κείμενο της συγγραφέως Ρέας Βιτάλη που έλεγε να ξεφοβηθούμε το τίποτα, προέτρεπε σε ελευθερία μυαλού και κινήσεων τις μέρες του εγκλεισμού, χωρίς καταναγκαστικές δραστηριότητες και συνεχώς απασχολημένα χέρια και μάτια.
Από το τίποτα, έγραφε, έχουν γεννηθεί πολύ ωραίες ιδέες.
Το φοβάμαι το τίποτα από μικρό παιδί. Πάντα έτρεχα, διάβαζα, ψαχούλευα τα συρτάρια των γονιών, είχα ανήσυχα μεσημέρια και πρώιμα εφηβικά ξενύχτια τα καλοκαιρινά βράδια. Τετράδια, σημειώσεις, κούκλες, παιχνίδια φαντασίας, χορός…πάντοτε απασχολημένη. Στο πέλαγο των χιλιάδων δραστηριοτήτων, έβρισκα εμένα, το πιο χλωρό κοτσάνι του εαυτού μου, το πιο αγνό. Όταν όλοι γύρω μου ξάπλωναν στην θάλασσα με κλειστά μάτια κι απλωμένα χέρια, εγώ βίαζα τους πνεύμονές μου να κρατήσουν όσο αέρα μπορούσαν για μια ακόμα βαθιά βουτιά.
Όμως, τώρα, που διάβασα το κείμενο της κυρίας Βιτάλη, της έδωσα χίλια δίκια. Συνέδεσα τις σκέψεις της και με ένα αριστουργηματικό έργο, “Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά”του Paul Lafargue, το οποίο γράφτηκε το 1881.
Δεν γίνεται ο άνθρωπος να δουλεύει συνεχώς. Η πολιτική και η εξουσία των ισχυρών έθεσε νόμους για αδιάκοπη εργασία-τα ρεπό και οι αργίες διεκδικήθηκαν με αίμα. Το να είσαι τεμπέλης και να μην κάνεις τίποτα αποτελεί ρετσινιά και η εύρεση εργασίας είναι μέλημα κάθε…προκομμένου νέου και νέας σχεδόν παγκοσμίως. Βίδες και γρανάζια και ρόδες ενός τεράστιου συστήματος.
Κάποιος κάθεται στο όχημα του οποίο εμείς κινούμε. Ποιος όμως;
Αυτές τις ημέρες δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Κάποιοι εξακολουθούν να εργάζονται, πιο πυρετωδώς από ό, τι πριν: τα φαρμακεία, τα σούπερ μάρκετ, τα νοσοκομεία, οι φούρνοι, οι νταλίκες, οι ντελιβεράδες…φτύνουν αίμα. Η πλειοψηφία όμως είναι σπίτι της. Και αναμετράται με το τίποτα και με την τεμπελιά-ένα τίποτα και μια τεμπελιά που φαντάζουν εξόχως απενοχοποιημένα αυτό το διάστημα. Δεν ξέρω, ίσως αυτό να συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία μας.
Βουλιάξανε οι καναπέδες μας. Ασπρίσανε οι νεροχύτες από την χλωρίνη. Τα κατοικίδιά μας έχουν στήσει γιορτή. Ο φούρνος μας ανάβει κάθε μέρα. Εμείς, οι ανήλιαγοι εργαζόμενοι του 9-5, εμείς οι ταλαίπωροι του 6 μέρες την βδομάδα, εμείς, ακόμα, οι προνομιούχοι του ελεύθερου επαγγέλματος με τα ραντεβού μας σημειωμένα στο μολέσκιν. Εμείς που δεν μας έβλεπε το σπίτι μας! Που φεύγαμε πρωί, γυρνούσαμε βράδυ. Εμείς που, μια στο τόσο, λέγαμε ξέπνοα: “λίγο ελεύθερο χρόνο παραπάνω να είχα, ρε γαμώτο”.
Και να που τον βρήκαμε. Μα λέγεται αυτός ο χρόνος “ελεύθερος”; Μάλλον δεσμευμένος είναι. Από σκέψεις, ανησυχίες και βομβαρδισμό ειδήσεων. Η υγεία μας βρίσκεται σε απειλή, η ψυχική μας υγεία είναι ήδη κλονισμένη, δεν χρειαστήκαμε τον κορονοϊό γι’ αυτό.Πολλοί από εμάς καταπιανόμαστε καθημερινά με την τηλεργασία μας, με δουλειές σπιτιού, με κάποια έξτρα που δεν κάναμε ποτέ, όπως το να παίζουμε χαρτιά ή να καθαρίζουμε τον φούρνο μας με σόδα και ξύδι ή να κάνουμε τρεις μάσκες ομορφιάς την εβδομάδα.
Οι περισσότεροι όμως δεν κάνουν τίποτα. Σκρολ στα κινητά, άναρχες ώρες ύπνου, τηλέφωνα με κολλητούς-μάνες-συναδέλφους, φαγητό, καφέδες, ποτό. Οι περισσότεροι αισθάνονται, πλέον, απόγνωση, δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στο διάβασμα ενός μυθιστορήματος και δεν αντέχουν να ξεκινήσουν ακόμα μια σειρά στο Netflix. Επίσης, το “τίποτά” τους δεν είναι παραγωγικό, όπως ευελπιστεί η κυρία Βιτάλη. Είναι χαοτικό, στενάχωρο και αντιπαραγωγικό.
Όχι, αυτό σίγουρα δεν πιάνει για ελεύθερος χρόνος.
Δεν τα έχουμε καταφέρει σωστά ως κοινωνία ανθρώπων με ένστικτα, αισθήσεις και ορμές όταν μας φαίνεται παράξενο το ίδιο μας το σπίτι. Όταν συνειδητοποιούμε πως δεν το έχουμε δει ποτέ λουσμένο στο πρωινό φως κι εμείς να καθόμαστε στο σαλόνι. Όταν βλέπουμε πόσο βρώμικα ήταν τα στόρια μας-αλλά πού χρόνος να καθαρίσεις με την δουλειά; Και τώρα, πού χρόνος να καθαρίσεις με τα κρούσματα να αυξάνονται κάθε μέρα;
Κάποιες δικαιολογίες έχουν μεγάλη βάση, κακά τα ψέματα. Και ναι, αναμετρηθήκαμε με τους εαυτούς μας, με τους συντρόφους και τους συγκατοίκους μας, κοιμηθήκαμε, αναπληρώσαμε λίγες δυνάμεις, κάναμε και λίγη ή περισσότερη πλάκα, να και οι κοιλιακοί, τα ξαραχνιάσματα, το κουβεντολόι…μέρα με την μέρα, όμως, το θέμα μοιάζει να βαραίνει επικίνδυνα.
Δεν ξέρω αν βαραίνει επειδή μας έμαθαν ότι δεν έχουμε δικαίωμα στην τεμπελιά.
Δεν ξέρω αν βαραίνει επειδή έχουμε συνηθίσει να ζούμε ως φορητοί εκπληρωτές καθηκόντων.
Αν βαραίνει επειδή διαλέξαμε μια ζωή για το σπίτι-γυναίκα, σκύλο, παιδί- και μια ξεχωριστή ζωή για εκτός σπιτιού-γκόμενα, ποτά,φαίνεσθαι.
Αλλά είναι βέβαιο ότι καμία ταινία, κανένα βιβλίο, καμία σπιτική μαγειρική, κανένα απολαυστικό χουζούρεμα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη μας για αφή, για “εκεί έξω”, για λάθη, πάθη, δημιουργία.
Ακόμα και για τους ανθρώπους που γράφουμε, αρχίζει αυτή η νέα ρουτίνα να καταντά πνιγηρή-το γράψιμο χρειάζεται ερεθίσματα, χρειάζεται ζωή τριγύρω για να ανθίσει στο χαρτί. Ζωή που είναι έτοιμη να αναμετρηθεί με το ρίσκο της ασθένειας και του θανάτου-συγχωρήστε με.
Προς το παρόν, κάνουμε υπομονή, συνεχίζουμε να έχουμε στάση υπεύθυνη και σοβαρή. Προβλέπω όμως, αν παρατραβήξει όλο αυτό, κάποιοι να ξεκινάμε να ξεμυτίζουμε στ’ αλήθεια, και όχι για λόγους 1, 2, 3. Να οργανωθεί ένα άτυπο αντάρτικο λευτεριάς.
Ίσως αυτή την επανάσταση έμελλε να αναλάβει η γενιά μου στις πλάτες της-το θεωρώ τραγελαφικό, αλλά είμαι έτοιμη γι’ αυτό. Η εποχή μου δεν έχει σφαίρες και κατοχές, έχει οικονομικές και υγειονομικές κρίσεις, έχει ολόκληρες επανεφευρέσεις της έννοιας ευτυχία και ελευθερία. Όχι χρόνου. Εαυτού, ψυχή τε και σώματι.