Οι Εσκιμώοι είναι, πιθανόν, ο μόνος λαός στον κόσμο που δεν έχει ασχοληθεί με τυχερά παιχνίδια. Οι Έλληνες, πάλι, στον αντίποδα, έπαιζαν από πεσσούς, μέχρι κορώνα γράμματα και, φυσικά, αγόραζαν παλαιόθεν λαχεία με την ελπίδα να κλωτσήσουν μακριά την κακή τύχη που, για κάποιο λόγο, πίστευαν και πιστεύουν ότι τους κατατρέχει…
Όσα δεν ξέρεις, θα στα μάθω!
Το 1849, λίγα χρόνια, δηλαδή, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, τα αρχαία λεηλατούνται από τους ξένους αρχαιοκάπηλους, ελλείψει οργανωμένων και φυλασσόμενων αρχαιολογικών χώρων. Η αρχαιολογική εταιρεία για να βρει έσοδα καταφεύγει σε λαχειοφόρο αγορά. Ο πρώτος τυχερός θα κέρδιζε ένα σπίτι και η αρχαιολογία θα εξοικονομούσε έσοδα για τη συντήρηση και την προστασία των αρχαίων. Στις 19 Νοέμβριου του 1874, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Πρώτος καθιερώνει το πρώτο επίσημο λαχείο. Τα έσοδα διατίθενται, πράγματι, για τις δαπανηρές αρχαιολογικές ανασκαφές. Κάθε λαχείο κοστίζει 3,30 δραχμές και ο πρώτος λαχνός κέρδιζε το σημαντικό ποσό των 22 χιλιάδων δραχμών. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι τα έσοδα αυτά επέτρεψαν να βγει στην επιφάνεια το θέατρο του Διόνυσου και η στοά του Αττάλου. Το 1904 ξεκίνησε να κυκλοφορεί το λαχείο υπέρ του εθνικού στόλου το οποίο την επόμενη χρονιά ονομάστηκε λαχείο υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων της Ελλάδας. Για περίπου δυο δεκαετίες ήταν το μοναδικό κρατικό λαχείο και τα χρήματα πήγαιναν σε ιερό σκοπό. Η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων ιδρύθηκε με διάταγμα τον Ιούλιο του 1929 και ανήκε οργανικά στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Το 1936 δημιουργείται το περίφημο λαχείο συντακτών, το οποίο κυκλοφορούσε μόνο μια φορά το χρόνο και έφτασε να δίνει στον πρώτο νικητή μια πολυκατοικία, ενώ τα έσοδα προορίζονταν για το ταμείο των δημοσιογράφων. Το εθνικό λαχείο κυκλοφόρησε το 1937 και το 1941 το λαχείο του στόλου ονομάστηκε επισήμως «λαϊκό λαχείο», το οποίο κυκλοφορούσε ακόμη και την περίοδο της κατοχής. Το λαχείο συντακτών καταργήθηκε το 1967, αφού νωρίτερα είχε μοιράσει πολλές πολυκατοικίες οι οποίες στέκουν στη θέση τους μέχρι σήμερα. Η διεύθυνση Κρατικών Λαχείων έπαψε να λειτουργεί στις 30 Αυγούστου 2014 με προεδρικό διάταγμα και οι αρμοδιότητές της μεταφέρθηκαν στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου Οικονομικών. Η διαχείριση λαχείων (διάθεση και διεξαγωγή κληρώσεων) έπαψε την 30ή Απριλίου 2014.
Λαϊκό Λαχείο
Κυκλοφορεί, ουσιαστικά, από το 1875 με διάφορες ονομασίες και μορφές όπως : «Λαχείο Αρχαιοτήτων », «Λαχείο του Εθνικού Στόλου», «Λαχείο του Εθνικού Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος», «Ελληνικό Λαχείο», «Μέγα Λαχείο». Το Λαϊκό Λαχείο είναι ένα παιχνίδι ΤΖΑΚΠΟΤ, αυτοτελών εβδομαδιαίων κληρώσεων που διεξάγονται κάθε Τρίτη. Μπορεί κανείς να το αγοράσει σε πεντάδα αξίας 10€, αλλά και σε μεμονωμένα τεμάχια αξίας 2€ το κάθε ένα. Οικείες μάς παραμένουν οι φωνές λαχειοπωλών «Λαχεία λαϊκά! Λαχεία λαϊκά!»
Εθνικό Λαχείο
Συστάθηκε τον Απρίλιο του 1937 με απόφαση της τότε Διοικούσας Επιτροπής Κρατικών Λαχείων. Το Εθνικό Λαχείο είναι Λαχείο διαδοχικών κληρώσεων και κυκλοφορεί σε εκδόσεις , που αποτελούνται από ορισμένες κληρώσεις η κάθε μια.
Ειδικό Λαχείο
Κοινωνικής Αντίληψης
Η σύστασή του έγινε με τον Α.Ν. 143/1967 και η πρώτη κλήρωση του έγινε στις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Το Ειδικό Κρατικό Λαχείο Κοινωνικής Αντίληψης ή απλά Πρωτοχρονιάτικο, είναι ένα απλό Λαχείο, που κυκλοφορεί μια φορά και κληρώνεται την τελευταία ημέρα κάθε χρόνου.
Ο Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού
Σηκώθηκα απ΄ το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουνα ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου:Είμαι ο Λαχειοπώλης τ΄ Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θα ΄ναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό που λεν ή το κακό. Σπατάλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί. Το λέω για να τ΄ ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν κι όπου βρουν. Να μην τ΄ αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ΄ ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ΄ έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ΄ Ουρανού.
*Μάνος Χατζιδάκις – Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα σχόλια του Τρίτου» (κείμενα που εκφωνούσε ο Χατζιδάκις στο Τρίτο Πρόγραμμα)
Stories Behind
Οι γονείς μου αγοράζουν, παραδοσιακά, πρωτοχρονιάτικα λαχεία και, μάλιστα, συνηθίζουν να τα κρεμούν στο στολισμένο δέντρο. Δεν θυμάμαι να έχουμε κερδίσει ποτέ… εκτός κι αν μου το κρύβουν! Κάποιοι, αρκετοί στον αριθμό, έχουν σταματήσει εντελώς να αγοράζουν. Τέσσερις στους πέντε νέους 18 με 25 ετών δεν έχουν αγοράσει ποτέ στη ζωή τους, αλλά είναι πιθανό να έχουν παίξει ή να πρόκειται άλλα τυχερά παιχνίδια (ΚΙΝΟ, Σκρατς κλπ). Κατά κοινή ομολογία, οι λαχειοπώλες τα απεχθάνονται.
Στη γειτονιά μου την παιδική, έβγαινε τα απογεύματα στους δρόμους ο τυφλός λαχειοπώλης αλά μπρατσέτα με τη γυναίκα του, που τον οδηγούσε στους διψασμένους για ένα γύρισμα της τύχης. Την Τσικνοπέμπτη του 2017, η γυναίκα του λαχειοπώλη φορούσε ένα από τα συνηθισμένα της φουστάνια, φαινόταν να μην είχε γεράσει καθόλου, γιατί ήταν από πάντα της ταλαιπωρημένη και θλιμμένη. Βρισκόταν και αυτή στην πλατεία για το γλέντι που είχε στηθεί ένεκα της μέρας. Για πρώτη φορά μου, την είδα να χαμογελά. Θες η Πέμπτη της νοστιμιάς και του κρασιού, θες ο αέρας της πλατείας; Χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο μόνη της, στο κέντρο της πλατείας. Ο άντρας της, ο τυφλός λαχειοπώλης, είχε πεθάνει εδώ και δεκάδες Τσικνοπέμπτες. Μα έτσι όπως χόρευε ζεϊμπέκικο, εμένα μου έμοιαζε ότι τον κράταγε ακόμα από το μπράτσο και ότι χορεύανε μαζί. Τα λαχεία τους, που μόνη τα πουλάει τώρα, ανέμιζαν ευχαριστημένα στη θέση της στο παγκάκι, περιμένοντας υπομονετικά το τραγούδι να σωπάσει και να πάψει ο χορός.
Ο φίλος μου ο Μακάριος ο Αβδελιώδης, που έχει γράψει τη δική του ιστορία στα Εξάρχεια με την ταβέρνα του και ξέρει πολλές, ωραίες ιστορίες, μοιράστηκε μαζί μου μερικά πράγματα που αφορούν στον πιο διάσημο, ίσως, λαχειοπώλη της περιοχής, τον περίφημο Βασίλη ή «Σπίθα», λόγω του βλέμματός του. Πριν αρχίσει να πουλά λαχεία, ήταν παραγιός στο μανάβη κι έφερνε στον Μακάριο τις προμήθειες που χρειαζόταν. Τα χρόνια πέρασαν… Κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί του για να πουλήσει, πια, λαχεία, κοντοστεκόταν να ακούσει μουσική. Αν έπαιζε Καζαντζίδη, ξετρελαινόταν. Μερικές φορές, τραγουδούσε κιόλας-και μάλιστα πολύ καλά- και οι πωλήσεις, λέει, ανέβαιναν θεαματικά! Η τελευταία φορά που τραγούδησε πάντως χρονολογείται στα 2000. Οι κακές οι γλώσσες αναφέρουν την πιεστική γυναίκα του που ελέγχει διεξοδικά τις πωλήσεις των λαχείων που πέτυχε ο «Σπίθας» την κάθε μέρα.
Υπάρχει ένας διάσημος και πολύ αγαπητός από το κοινό ηθοποιός, ο Τάσος Παλαντζίδης. Αρκετοί τον θυμόμαστε χαρακτηριστικά από τον ρόλο του Αλβανού κλέφτη σαλαμιού σε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα επεισόδια «Κωνσταντίνου και Ελένης». Αυτός ο καλλιτέχνης, λοιπόν, έχει εργαστεί, εκτός από κουλουρτζής, τσοπάνος, καπνεργάτης, και λαχειοπώλης! «Έτσι τη σέβεσαι τη ζωή. Και την ευχαριστώ που με έκανε ηθοποιό γιατί συνεχώς μαθαίνω νέα πράγματα. «Σκέψου να ήμουν πίσω από ένα ταμείο», έχει πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του.
Και είναι και ένας λαχειοπώλης ποιητής, ο Αλβανός Αλούς Αβντούλι. Έχει γράψει τρεις ποιητικές συλλογές στη μητρική του γλώσσα και με το έργο του έχουν ασχοληθεί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, η δημόσια τηλεόραση της Αλβανίας και σημαντικοί κριτικοί. Είναι, επίσης, μεταφραστής σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αλβανίας, σημαντικών Ελλήνων ποιητών: των Σαχτούρη, Καρούζου, Κατερίνας Γώγου, Κικής Δημουλά. Λέγεται ότι μαζί με τα λαχεία που πουλάει, χαρίζει και στίχους, είτε δικούς του, είτε των αγαπημένων του ποιητών.
Ο ηθοποιός και σεναριογράφος Γιώργος Καπουτζίδης είχε τη χαρά να δει τον πατέρα του Δημήτρη στη θέση του νικητή των 60.000 δραχμών που κλήρωσε ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο, όταν ήταν παιδί.
ΛΑΧΕΙΟ, ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Άσματα που προκαλούν την τύχη σου!
1. Άμα πιάσω το λαχείο
Θα ναυλώσω ένα πλοίο
Και θα’ χω μουσαφιρέους
Μπουζουξήδες τους πιο ωραίους!
Άμα πιάσω το λαχείο
δε θ’ αφήσω ούτε δύο
μπουζουξήδες να δουλέψουν
Απ’ τα πάλκα θα πουλέψουν!
Αυτούς τους στίχους έγραψε ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, δημιουργώντας ένα πολύ αγαπημένο κι επιτυχημένο μες στα χρόνια τραγούδι, «Τα Σκυλιά της Νύχτας», που ερμήνευσαν πρώτοι οι Κατσιμιχαίοι.
2. Υπάρχει, όμως, και ένα πολύ γλυκό, ρεμπέτικο τραγούδι, ελάχιστα γνωστό.
Μου ‘πεσες λαχείο μαυρομάτα και μου στραπατσάρισες τα νιάτα,
μου ‘φαγες τα γρόσια και τις λίρες, μια καρδιά την είχα και την πήρες,
μου ‘φαγες τα γρόσια και τις λίρες, μια καρδιά την είχα και την πήρες.
Μ’ έκανες να μείνω δίχως φράγκο και να κάνω νάνι σ’έναν πάγκο,
άκαρδη με πήρες στο λαιμό σου και ‘γινα το θύμα το δικό σου,
άκαρδη με πήρες στο λαιμό σου και ‘γινα το θύμα το δικό σου.
Μ’ άφησες με τη ψυχή στο στόμα κι όμως σ’ αγαπώ εγώ ακόμα,
κι η φωτιά που μ’άναψες δε σβήνει, μου ‘πεσες λαχείο τι να γίνει. Τη μουσική έγραψε ο αείμνηστος Γιάννης Παπαϊωάννου και τους στίχους ο Κώστας Μάνεσης. Ηχογραφήθηκε το 1947 με τις φωνές των Μοσχονά και Περπινιάδη.
3. Να, όμως, που υπάρχει κι άλλο ρεμπέτικο, παλαιότερο από αυτό του Παπαϊωάννου με φαινομενικό θέμα την τύχη και το λαχείο, αλλά, στο βάθος, τον έρωτα που μετατρέπεται γρήγορα σε γκρίνια. Ένα λαχείο ζήταγα σε μένανε να πέσει η τύχη μ’ όμως μού δωσε εσένα για μπεσκέσι ένα λαχείο ζήταγα σε μένανε να πέσει. Λαχείο ήτανε αυτό ή βάσανο και πόνος καλύτερα ν’ απόμενα φτωχός και πάντα μόνος λαχείο ήτανε αυτό ή βάσανο και πόνος.
Ηχογραφήθηκε το 1940 με τη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη, ενώ οι δημιουργοί του αμφισβητούνται. Το πιθανότερο είναι να έχει γράψει ο Μίνως Μάτσας τους στίχους και ο Σπύρος Περιστέρης τη μουσική.
4. Ένα ωραίο λαϊκό τραγούδι, όχι από τα πολύ παιγμένα, του Στράτου Διονυσίου, λέει: Λαχείο είναι η ζωή σ’ αυτή την κοινωνία, άλλους γεμίζει με καημό, με καημό κι άλλους με ευτυχία. Λαχείο είναι η ζωή κι ο κλήρος όπως βγει, άλλος γεννιέται πλούσιος κι άλλος φτωχός, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί. Λαχείο είναι η ζωή κι η τύχη σου μοιράζει, πότε σου φέρνει ξαστεριά, ξαστεριά και πότε το χαλάζι. Λαχείο είναι η ζωή κι ο κλήρος όπως βγει, άλλος γεννιέται πλούσιος κι άλλος φτωχός, γιατί, γιατί, γιατί, γιατί. Οι απλοϊκοί, μα γεμάτοι αλήθειες, στίχοι του Ηρακλή Παπασιδέρη μελοποιήθηκαν από τον Θόδωρο Δερβενιώτη.
5. Το επικό «Πάρτε Κύριε Λαχεία» του Σπύρου Ζαγοραίου διηγείται μια αλλόκοτη ιστορία, με τον τρόπο της μουσικής απαγγελίας: Με χιονόνερο και κρύο πέρασα από μια πλατεία και μου φωνάζει ένας μικρός: “Πάρτε κύριε λαχεία”.
Εγώ δεν έχω τύχη πικραμένο μου αγόρι δωσ’ μου όμως δυο λαχεία και άντε σπίτι μην κρυώσεις στη βροχή στο ξεροβόρι. “Άραγε ποια αμαρτία να πληρώνει ο μικρός;” Το `λεγα και περπατούσα μες στο κρύο βιαστικός. Εξαναπέρασα μια μέρα μα το αγόρι δεν το είδα, γιατί αρρώστησε βαριά από την κακοκαιρία. Το φτωχό το σπιτικό του το έμαθα και αμέσως πήγα και ω συμφορά μου! Τι με βρήκε! Μου φωνάζει μια γυναίκα: “Το παιδί σου ξεπληρώνει τη δική σου αμαρτία! ”
6. Τέλος, μια σπουδαία καλλιτεχνική τριανδρία συνέπραξε για να προκύψει ένα τραγούδι με τίτλο «Το Λαχείο». Τους στίχους του Νίκου Γκάτσου μελοποίησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και τραγούδησε ο Μανώλης Μητσιάς. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1976 και δεν έγινε ποτέ σουξέ. Κοντά στο Δημαρχείο σε μια παράγκα αγόρασα λαχείο με δέκα φράγκα. Αν θα πετύχω διάνα τον πρώτο λότο στη φτώχεια την πουτάνα θα μπει μπουρλότο. Ολά ολά, η τύχη μου γελά ολά ολά ολά, το χρήμα θα κυλά. Στην τσέπη θα βροντάνε χιλιάδες γρόσια και θα με προσκυνάνε στα Νέα Λιόσια. Θα πάψει κι η Μαρία να πλένει σκάλες και θα γενεί κυρία σαν τόσες άλλες. Θα δώσω όσα κι όσα με την καρδιά μου να μάθουν καμιά γλώσσα και τα παιδιά μου. Και θα μπορέσουν έτσι κι αυτά μια μέρα να λεν αριβεντέρτσι και μπονασέρα.
Υπάρχουν κι άλλα άσματα που εμπνέονται από το λαχείο, όχι τόσο ως υλικό αντικείμενο, αλλά ως έννοια, που, πια, έχει ταυτιστεί στο συλλογικό υποσυνείδητο με την έννοια της τύχης. Εξου, φυσικά, και οι φράσεις που, βέβαια, δε χρησιμοποιούνται τόσο πολύ πια, για ευνόητους λόγους: Μου’ πεσε λαχείο ή Μου’ κατσε λαχείο ή Την έκανα λαχείο. Και οι τρεις έχουν θετικό πρόσημο και σημαίνει ότι συνέβη κάτι καλό, σχεδόν αναπάντεχα. Αυτό μπορεί να μην έχει σχέση με λεφτά!
Απεργία στα λαχεία
Ναι, γίνεται! Μία από τις περίεργες απεργίες στην ιστορία των απεργιών εκδηλώθηκε στις 4 Μάη 1932, αφού δεν προσήλθαν να παραλάβουν λαχεία προς πώληση οι λαχειοπώλες Αθηνών και Πειραιά. Οι περίπου 150-200 λαχειοπώλες αγόραζαν από επιτήδειους που διέθεταν χρήματα και αγόραζαν μεγάλες ποσότητες λαχείων. Εθιμικά, είχε δοθεί στους λαχειοπώλες η δυνατότητα να επιστρέφουν τις ποσότητες που είχαν περισσέψει ακόμη και λίγες ώρες πριν από την κλήρωση, αφού οι πωλήσεις ήταν αυξημένες ιδίως την τελευταία ημέρα. Ωστόσο, αυτό δεν βόλευε τους «πωλητές» και κατόρθωσαν να επιβάλουν υποχρεωτική επιστροφή των μη πωληθέντων τεμαχίων τουλάχιστον 24 ώρες από την κλήρωση. Έτσι, στην κλήρωση της 3ης Μάη 1932 δεν δόθηκε η καθιερωμένη δυνατότητα στους λαχειοπώλες να επιστρέψουν το εμπόρευμα που είχε περισσέψει μερικές ώρες πριν την κλήρωση. Οπότε, προκειμένου να μη χρεωθούν με απίστευτα μεγάλα ποσά, αναγκάστηκαν να πουλήσουν λαχεία την τελευταία ημέρα, ακόμη και κάτω του κόστους. Όταν το θέμα έγινε γνωστό, η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε υπέρ των συμπαθών βιοπαλαιστών του δρόμου, γράφτηκαν άπειρα κείμενα συμπαράστασης και το ζήτημα έλαβε διαστάσεις. Οι λαχειοπώλες πήραν θάρρος να συγκεντρωθούν και να οργανώσουν την αντίδρασή τους, αποφασισμένοι να μην πουλήσουν λαχεία, εάν δεν αποδεχόταν η Εταιρεία των Λαχείων τα αιτήματά τους. Δεν προσήλθαν λοιπόν να παραλάβουν λαχεία και τριγυρνούσαν στους δρόμους κρατώντας ως ένδειξη διαμαρτυρίας σκούπες ανάποδα, αντί των καθιερωμένων κονταριών τους. Η αντίδρασή τους προκάλεσε προβληματισμό στους υπευθύνους και αναβλήθηκε η κλήρωση του λαχείου για μία εβδομάδα. Τελικά, οι υπεύθυνοι αναγκάστηκαν να συζητήσουν με τους λαχειοπώλες και να αποδεχθούν τα περισσότερα από τα αιτήματά τους. Μεταξύ άλλων, παρεμπιπτόντως, οι λαχειοπώλες πέτυχαν και την αύξηση του ποσοστού του κέρδους τους!
ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΝ!
• Ονειρεύεσαι ότι σου πέφτει το λαχείο; Ο Ονειροκρίτης λέει… «Αν δείτε ότι αγοράζετε λαχείο και κερδίζετε, το πιο πιθανό είναι να αποτύχετε σε ό, τι επιχειρήσετε κατά τις επόμενες εβδομάδες. Αν δείτε ότι τα προαισθήματα σας δεν βγαίνουν αληθινά και ο λαχνός σας χάνει, να περιμένετε επιτυχίες και απροσδόκητα κέρδη. Αν, ξυπνώντας, θυμηθείτε τον αριθμό του λαχείου που αγοράσατε στο όνειρο σας, καλού-κακού, κυνηγήστε τον σε λοταρίες, γιατί ποτέ δεν ξέρετε. Γενικά όμως, ένα όνειρο στο οποίο αγοράζετε ή παίζετε λαχεία, υποδηλώνει οικονομικές ανασφάλειες και επαγγελματικά άγχη.»
• Ο Δημόκριτος είχε πει : «Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης», δηλαδή: «οι άνθρωποι επινόησαν τη θεά της Τύχης για να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη θέλησης», αλλά ο Θουκυδίδης πίστευε ότι: «Τοις τολμώσιν η τύχη ξύμφορος», ότι, δηλαδή, η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Πιο εύστοχη, όμως, και συνεχώς δικαιωμένη φαίνεται να είναι η ρήση του δ Ρωμαίου γνωμικογράφου, Publicius Syrus: Fortuna vitrea est :tum cum splendet frangitu, ελληνιστί, Η τύχη είναι γυαλί: εκεί που λάμπει, θρυμματίζεται
• Δεν είναι δυνατό, στο σημείο αυτό, να μη γίνει μια μικρή αναφορά στη θρυλική σκηνή με τον Δημήτρη Χορν και το λαχείο που κερδίζει ως Κερκυραίος μουσικός στην ταινία του Κακογιάννη «Κυριακάτικο Ξύπνημα», του 1954. Τραγουδάει ένα βαλς «Δυστυχισμένος, τη ζωή τι να την κάνω…» και, ενώ τραγουδά, εντοπίζει στις παρτιτούρες του τον αριθμό του λαχείου που είχε αγοράσει, συγχρόνως με μια εφημερίδα που το δίνει ως νικητήριο νούμερο.
• Κι ένα τελευταίο και καλό: «Η τύχη είναι το ψευδώνυμο του θεού όταν δεν θέλει να βάλει την υπογραφή του», Thophile Gautier, Γάλλος συγγραφέας.
Άμα πιάσω το λαχείο…
- Θα τα έκανα φραγκοδίφραγκα, λεπτά, δίλεπτα, μονόλεπτα και θα τα έκανα βουνό μπροστά μου. Ύστερα θα έπαιρνα ένα φτυάρι και θα τα φτυάριζα όλη μέρα!
Μαριάννα Παπαγεωργίου - Εγώ θα τα έδινα στο ΔΝΤ
Χρύσανθος Ξάνθης - Θα ταξίδευα με το καινούργιο μου αυτοκίνητο!
Χριστίνα Ρουντζούνη - Ρούχα, φαγητό, ταξίδια, με καλή παρέα φυσικά… κι ας με θέλουν μόνο για τα λεφτά μου!
Βασιλική Μπαλαμούτσου - Θα μοιράσω μεγάλο ποσό στους φίλους μου, την οικογένειά μου και ανθρώπους που γνωρίζω ότι χρειάζονται, θα πάω στο Μεξικό για ένα μήνα και θα αγοράσω ένα σπίτι στην Πλάκα. Τα υπόλοιπα θα έρθουν από μόνα τους!
Γεωργία Δρακάκη
*το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Γενάρη του 2019