Συνωστισμός από νωρίς το πρωί στην οδό Πανεπιστημίου, καθότι μικροί και μεγάλοι είχαν πιάσει θέση, για να δουν από κοντά τη στρατιωτική παρέλαση, ανεμίζοντας τα πατροπαράδοτα σημαιάκια. Τελείωσε και η δοξολογία στη Μητρόπολη, ακουστήκανε οι κανονιοβολισμοί από το Λυκαβηττό, πέταξαν έντρομα τα περιστέρια.
Για λόγους συμβολισμού είχε καθιερωθεί να διέρχεται πρώτη η Προεδρική Φρουρά. Έτσι, στο βάθος της Λεωφόρου άρχισε να ακούγεται ο μονότονος, δωρικός ρυθμός του τυμπάνου, προβάλανε και οι περήφανοι Εύζωνες.
Όμως, παρά την ηλιόλουστη μέρα, μια αλλοπρόσαλλη ομίχλη σχηματίστηκε στο χώρο των εκδηλώσεων… κάτι σαν πυκνή συννεφιά… δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις τον διπλανό σου, περιορισμένη ορατότητα… καπνοί!
Και, ναι! οι τσολιάδες πλησιάζουν!! Μα τι γίνεται; Πού είναι οι φανταχτερές φουστανέλες τους; Πού είναι τα δίμετρα βλοσυρά παλικάρια; Κάτι δεν πάει καλά! Αυτοί είναι… κατάκοποι, αξύριστοι για βδομάδες και χαμογελάνε απόκοσμα… Να, αυτός εκεί, κουτσαίνει, οι στολές τους είναι σκισμένες, κάποιοι φέρουν βαθύτατα τραύματα… Είναι ασκεπείς, γιατί άφησαν τα φέσια τους στην απέναντι πλαγιά των Δερβενακίων, παραπλανώντας τον εχθρό, καθώς φύσαγε ο μαΐστρος o δροσερός κι ο αέρας του πελάου… Είναι εξουθενωμένοι από τις μάχες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γραβιά, στο Μανιάκι, στην Αλαμάνα, στην Τριπολιτσά, στο Νιόκαστρο. Κι ήταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη…
Ακολουθούν οι «παλιοσειρές» από τη Σαλαμίνα και τις περήφανες Θερμοπύλες μέχρι τους Παλαιολόγους και τις χιλιάδες των πολεμιστών της νεότερης Ελλάδας, πάντα με τις ευλογίες του Γρηγορίου του Ε΄, του Ησαΐα Σαλώνων, του Αιμιλιανού Γρεβενών και του Χρυσοστόμου Σμύρνης…
Έπεται ο ουλαμός των Κρητών Μακεδονομάχων. Πριν ενωθεί η ιδιαίτερη πατρίδα τους με την υπόλοιπη Ελλάδα, αυτοί βρέθηκαν στις βόρειες εσχατιές μας, πολεμώντας με υψηλότατο φρόνημα.
Να και οι Βαλκανομάχοι με τους χιλιάδες εθελοντές εκ περάτων, που δεν θα ησυχάσουν αν δεν εισβάλουν ελευθερωτές στο Μπιζάνι, στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) και στη Θεσσαλονίκη. Διακρίνω το Λασιθιώτη Μητροπολίτη Κιτίου (Λάρνακας) Μελέτιο Μεταξάκη και τον Δήμαρχο της Λεμεσού Χριστόδουλο Σώζο!!
Μα, τί γυρεύουν τόσα μικρά παιδιά στους σχηματισμούς μιας στρατιωτικής παρέλασης; Κι όμως, κραδαίνουν κι αυτά τα δικά τους λάβαρα, φοράνε στολές ομοιόμορφες, στολές προσκοπικές. Με δυσκολία διαβάζω μέσα στις φλόγες: … «Αϊδίνι». Τα ρωτάμε πού πάνε μόνα τους, πού είναι οι γονείς τους. Μα αυτά δεν απαντούν. Ίσως και εμείς δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να τα ακούσουμε. Παντού φωνές και κλάματα…
Οι εθνομάρτυρες της ΕΟΚΑ περνούν μπροστά μας. Κάποιοι έχουν κάνει τις αγχόνες κομποσκοίνι και σιγοψιθυρίζουν προσευχές, κοιτώντας μας στα μάτια με εκείνο το καθάριο βλέμμα του ’55. Τότε που είχαν παρέα μόνη κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές. Ένας από αυτούς ακόμα μυροβλύζει καμένη σάρκα και αίμα. Να μας έδινε μια σταγόνα από αυτό, να βάψουμε το δικό μας αίμα! Να μην μπορέσει πια ποτέ να το ξεθωριάσει ο φόβος!
Ακριβώς δίπλα τους, διέρχονται -σχεδόν αόρατοι- οι αδικημένοι των πολέμων και των μαχών. Για αυτούς, η «επίσημη» ιστορία δεν αφιέρωσε ούτε μισή σελίδα. Οι μάρτυρες της κυπριακής τραγωδίας του 1974. ΕΛΔΥΚάριοι και Ελληνοκύπριοι, αγνοούμενοι μαχόμενοι κόντρα σε «μιλημένους» εχθρούς. Προδομένοι από ξηρά, αέρα και θάλασσα, και μόνοι και μετά πολλών και ιερά τα πάτρια τιμήσαντες…
Αυτά τα λάβαρα τα έχω ξαναδεί στο ίδιο σημείο και πέρσι και πρόπερσι. Όλες τις άλλες φορές, βέβαια, ήταν φρεσκοσιδερωμένα και πεντακάθαρα. Τώρα, σκισμένες και μπαρουτοκαπνισμένες (όπως και οι στολές των σημαιοφόρων τους) είναι μπροστά μας οι Σημαίες των Συνταγμάτων. Το απόλυτα απέριττο σύμβολο. Η διέλευση αυτού και μόνο θα αρκούσε αντί κάθε «θορυβώδους και ενεργοβόρου» παρέλασης. Το βουβό γαλανόλευκο με το Σταυρό θα μας ήταν αρκετό, γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή πέρα από τα αγάλματα.
Όμως, διασχίζοντας οι παρελαύνοντες την οδό Πανεπιστημίου δεν κατηφορίζουν προς Ομόνοια, ως προβλέπεται. Αλλά, ακολουθούν ένα δικό τους, ανηφορικό, νεφελώδες μονοπάτι μαζί με τον Αη-Λαό των ανωνύμων ηρώων, μαζί με τον κάθε Άγνωστο Στρατιώτη που δεν ομοιάζει απαραίτητα με το θηριώδη μαρμαρένιο λεβέντη της Πλατείας Συντάγματος…
Μολαταύτα, κάποιοι «αμετανόητοι μύωπες» εντός του πλήθους δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους, καθότι τα σημερινά αγήματα δεν είχαν καλογυαλισμένες αρβύλες, ούτε ο βηματισμός τους ήταν άψογα συντονισμένος.
Όλοι οι υπόλοιποι στέκουμε αποσβολωμένοι, γεμάτοι περηφάνια αλλά και ενοχές. Ο πλανόδιος κουλουράς -«απολογούμενος» προς μερικούς μαχητές του Ρούπελ και του Αλή Βεράν- μουρμουρίζει: «Τα χρόνια περνάνε κι εμείς ιστορία δεν γράφουμε. Άμα γινότανε τώρα κανένας πόλεμος θα μας έβρισκε στο καφενείο…». Κάποιες σκιές Ανταρτών του Πόντου μαζί με Γοργοποταμίτες Παρτιζάνους μας χτυπάνε παρηγορητικά την πλάτη και μας χαμογελούν, λέγοντας πως «Πάντα έτσι ήτανε αδερφέ, όταν, όμως, ηχεί η σάλπιγγα, το καφενείο… αδειάζει!».
Ξάφνου, ο έχων το γενικό πρόσταγμα Ταξίαρχος Κασλάς κατεβαίνει από το Ύψωμα 731 και ενημερώνει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το πέρας της μεγαλειώδους στρατιωτικής παρελάσεως. Η Π.τ.Δ. ειλικρινώς και εκ βαθέων συγχαίρει δια το αξιόμαχον των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Πολιτικοί και δημοσιογράφοι διαγκωνίζονται για τις καθιερωμένες δηλώσεις…