H πανδημία με έχει αιχμαλωτίσει σε μια κατάσταση μόνιμου σουρεαλισμού. Όταν, για δευτερόλεπτα, ξεχνάω ότι είναι εκεί, αφήνομαι σε μια γλυκιά κανονικότητα: τρέχω στο πάρκο με τα παιδιά, τα παρακολουθώ να κατεβαίνουν μια καταπράσινη πλαγιά κραδαίνοντας φανταστικά σπαθιά, αγκαλιάζω τους φίλους μου και τους δίνω φιλιά στα μάγουλα, σχεδιάζω το δρομολόγιο της επόμενης βόλτας στο κέντρο.
Ξαφνικά, χτυπάει το καμπανάκι. Η άμαξα γίνεται κολοκύθα και μικρά σταγονίδια κορωνοϊού γεμίζουν την εικόνα. Τότε γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω μικρά παιδάκια στο νήπιο καθισμένα ακούνητα στο 1,5 μέτρο να σιγοτραγουδάνε “ Χαρωπά τα δυο μου χέρια” φορώντας μάσκες. Θυμάμαι ότι δεν έχω επισκεφτεί την ανοσοκατεσταλμένη θεία εδώ και 1 χρόνο σχεδόν. Συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι σίγουρη αν η βόλτα στο κέντρο, με τα μέσα μαζικής και την κοσμοσυρροή είναι καλή ιδέα.
Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα πια. Δεν ξέρω αν η μάσκα αρκεί ή πρέπει να φορέσω και γάντια στο σουπερμάρκετ για βεβαιότητα. Να πλύνω και τα ψώνια; Μήπως να έλεγα στον πατέρα μου να έρθει με ταξί και όχι με το λεωφορείο; Αν πάω για καφέ, θα φοράω τη μάσκα; Όμως όλοι οι άλλοι δεν θα φοράνε… Να πάω στο μάθημα της γιόγκα ή καλύτερα όταν ξεκαθαρίσει το τοπίο;
Αλήθεια, πότε θα ξεκαθαρίσει; Θα έρθει μια μέρα το τέλος της πανδημίας; Το φαντάζομαι σαν το τέλος του πολέμου, να το αναγγέλλουν από τα μεγάφωνα. “Κυρίες και κύριε, νικήσαμε! Ο κορωνοϊός έπεσε!”. Πώς θα είναι εκείνη η μέρα; Θα πετάξουμε μάσκες από τα μπαλκόνια; Θα χειροκροτήσουμε τη Μαρέβα που θα χειροκροτήσει τους γιατρούς; Θα είμαστε τόσο ζορισμένοι από κοινωνικοοικονομικής πλευράς που θα είναι πλέον αδιάφορο;
Νιώθω ηρωίδα σε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Μονάχα που δεν είμαι σίγουρη αν είναι καλός ο συγγραφέας και αν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Με κυνηγάει η υποψία ότι είναι άσχετος, κάθε μέρα σκαρώνει μια καινούρια παράγραφο χωρίς να έχει αποφασίσει για την πλοκή. Επίσης δεν είμαι η πρωταγωνίστρια και αυτό με ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Οποιαδήποτε στιγμή, μπορώ να βρεθώ εκτός των σελίδων.
Πιάνομαι, πιάνομαι από την επικαιρότητα, τη ρουτίνα, τις συστάσεις, τις φιλικές συζητήσεις για να βγάλω νόημα, να θυμηθώ σε ποια πραγματικότητα ανήκω. Και συνέχεια τα βλέπω διπλά. Όλο και ξεπηδάει ο παράλληλος κόσμος. Ρωτάω τους άλλους και γνέφουν με κατανόηση. Όλοι μαζί το ζούμε, δεν είναι τίποτα. Θα περάσει. Τότε απαντάω, ‘Όχι, δεν το νομίζω. Μόνο ο ιός θα περάσει.”