Ορμητήριο μου το σαλόνι και το γραφείο. Από το ένα στο άλλο. Να βλέπω μπαλκόνι όλες τις ώρες της μέρας. Δουλειά, διαβάσματα, γραψίματα, μηνύματα, κλήσεις, φίλοι παλιοί, φίλοι καινούργιοι.
Έχω την πολυτέλεια να παρατηρήσω, να ησυχάσω, να αφουγκραστώ. Μέχρι πρότινος, δεν είχα το χρόνο να απολαύσω τη γειτονιά μου, το δικό μου καταφύγιο σε μια Αθήνα, τόσο τεράστια και τόσο μικρή ταυτόχρονα.
Η Κυψέλη “βουίζει” ακόμα. Λίγο πιο ήσυχα, λίγο πιο υπόκωφα, ακούς τα γρανάζια της μηχανής της να κινούνται με αργό, αλλά σταθερό ρυθμό.
Οι λαϊκατζήδες, βέβαια, δεν διαφημίζουν πια την πραμάτεια τους με ζέση όπως παλιότερα, αλλά κάθε Πέμπτη τους περιμένουμε με το ρολόι. Τώρα που είμαστε ξύπνιοι ως “τις μικρές ώρες”, τους ακούμε να στήνουνε προσεκτικά.
Ο ήχος από τα καροτσάκια στο πεζοδρόμιο είναι χαρακτηριστικός, αν και πιο σπάνιος.
Στην απέναντι πολυκατοικία, το παιδάκι του δεύτερου ορόφου, βγαίνει να δει το σκύλο μου, κι όταν βαρεθεί, βγαίνει για να παίξει με το παιδάκι του πρώτου.
“Καλημέρες” ανταλλάσσονται από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Εξάλλου, τα μπαλκόνια της Κυψέλης είναι κοντά κοντά κι αυτή είναι η διαχρονική ομορφιά τους.
Ο ήχος της βιντεοκλήσης στο Skype και στο messenger αναγνωρίζεται πια από χιλιόμετρα!
Μηχανάκια ακούγονται ελάχιστα στους στενούς μας δρόμους, μάλλον ντελιβαράδες. Άντε να ακουστεί και κανένα αμάξι, όταν βογκάει η όπισθεν για να παρκάρει και να μείνει ακίνητο για καμιά βδομάδα.
Συναγερμοί αρκετοί. Σπιτιών; Αμαξιών;
Ο αέρας που κοπανάει πόρτες και παράθυρα.
Τηλεοράσεις στη διαπασών, ο Τσιόδρας ακούγεται σε dolby surround, ειδικά στο πίσω μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο.
Ενίοτε παγωμάρα και ησυχία, ενίοτε ένα ξεχασμένο γέλιο, ενίοτε κάνας καβγάς που τελειώνει με συνοπτικές διαδικασίες.
Τα μπόλικα σκυλάκια της γειτονιάς, που επικοινωνούν γαβγίζοντας.
Τσουκάλια, φούρνοι, πλυντήρια ρούχων, ηλεκτρικές σκούπες διαμαρτύρονται απ’ την πολυχρησία.
Σειρές από το Netflix, που πιάνεις μια πνιχτή φράση και αναρωτιέσαι από τι βλέπει ο δίπλα.
Φωνές τύπου “Ποιο νούμερο είναι το σουπερμάρκετ;!” και “Τι να κάνω ρε φίλε, έπρεπε να πάω φαρμακείο!” ακούγονται σε ανύποπτους χρόνους.
Το κελάηδισμα των πουλιών είναι πιο έντονο, καθαρό και κεφάτο από ποτέ. Οι γλάστρες άνθισαν ακόμη και στα μικρά, ταπεινά κυψελιώτικα μπαλκόνια. Αφού ήρθε η άνοιξη!