Στέλλα μου, της φίλης μου φίλη, περπατάμε μαζί στην παραλία των Καμένων Βούρλων μια καθαροδευτέρα που σε μερικές δεκαετίες μπορεί και να έχει ξεχαστεί (ίσως και όχι, αλλά σίγουρα θα έχει ξεχαστεί τι κάλτσες φορούσαμε ή πόσα λεφτά μάς έλειπαν τότε).
Κάπως ξεφεύγει από το στόμα μου ένα τραγούδισμα: ‘’της εξοχής τα πρωινά, θα τα βρούμε ξανά αγκαλιά στο κρεβάτι…’’. Και τραβάμε κι ένα βιντεάκι, βιντεοσκοπώ τον ουρανό, την Χριστίνα, εσένα, την γκριζάδα της μέρας κι ας είναι Μάρτης-πότε θα έρθει επιτέλους η φετινή άνοιξη; Έχει αργήσει ή είναι ιδέα μας;
Και λες εσύ: ‘’Μα τι σημαίνει επιτέλους αυτό το τραγούδι; Τι λένε αυτοί οι στίχοι;’’ Παραβλέποντας την άποψή μου ότι μεγάλα τραγούδια σαν αυτά δεν σημαίνουν, τελικά, τίποτα, παρά αυτό το συναίσθημα, σαν φλοίσβος μέσα θάλασσας, αυστηρά προσωπικής, σου τάζω ανάλυση, με τσιγάρο αναμμένο ειδικά για αυτόν τον σκοπό. Όμως, η ζωή παίρνει την σκυτάλη από τα τραγούδια και αναλαμβάνει αρχηγός: πατάτες, σαλάτες, κρασί λευκό και αυτές οι μπίρες σου οι μοιρασμένες στα δύο, στα τρία, στα δέκα και πάντα να φτάνουν για όλες και όλους.
Η εκδρομή λαμβάνει τέλος-αυτό το ταξιδάκι αναψυχής μας, με το κρυμμένο τραύμα του- και ξημερώνει η μέρα στα σπίτια μας. Τι ευλογία να ξημερώνει η μέρα σπίτι σου. Ακούω το τραγούδι ξανά και ξανά και αναλαμβάνω να τηρήσω την υπόσχεσή μου. Έχε υπόψη σου, όμως, Στέλλα μου, πως θα σου καταθέσω την δική μου ερμηνεία. Όλα τα ερμηνεύουμε με βάση τα λεξικά της ψυχής μας, εμείς οι άνθρωποι. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις. Αν κάνουν πως πετυχαίνουν όμως, βάζουν κάτω και τις πιο μεγάλες, τις πιο φλογερές επαναστάσεις της ανθρωπότητας.
Φύγαμε.
Της εξοχής τα πρωινά
θα τα βρούμε ξανά
αγκαλιά στο κρεβάτι
και δεν πειράζει που τόσο νωρίς
θα κοιτάμε χωρίς
να γυρεύουμε κάτι.
Μιλά για τους ανθρώπους που ερωτεύτηκαν νωρίς στην ζωή και έσπασαν. Η πικρή ελπίδα, εδώ, πως θα ξαναβρεθούν ‘’της εξοχής τα πρωινά’’-αυτά τα γλυκά ξυπνήματα πλάι στην θάλασσα ή το βουνό, από παλιές, αλησμόνητες διακοπές. Νωρίς, νέοι, αυτοί οι άνθρωποι θα έχουν νοσταλγία και θλίψη για κάτι που χάθηκε. Αλλά και για κάτι που αναμένουν να ξαναβρεθεί. Αναμένουν, μάταια μπορεί, να ξαναβρεθούν.
Της σιγουριάς τα υλικά
είναι λόγια γλυκά
σε κασέτες γραμμένα
γι’ αυτά που ήρθανε τόσο αργά
μα τα πήρε η καρδιά
με τα χέρια ανοιγμένα.
Εδώ, το τραγούδι μιλά για εκείνους που άργησαν να βρεθούν. Αυτά που ήρθανε τόσο αργά: οι έρωτες, τα όνειρα για κοινή ζωή, όπως τα περιγράφουν τα τραγούδια, με λόγια γλυκά. Και πάλι, όμως, χωρίζουν οι άνθρωποι. Παίρνει η καρδιά με χέρια διάπλατα, σαν μια αγκαλιά που χωρίστηκε στα δυο, όλες τις ελπίδες και τα κοινά σχέδια. Ήρθαν αργά στην ζωή κάποιων και πάλι όμως χάθηκαν. Δεν υπάρχει κανόνας στον έρωτα: είτε νωρίς, είτε αργά, είναι εύθραυστος. Μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καταρρεύσει.
Η Σωτηρία της ψυχής
είναι πολύ μεγάλο πράγμα
σαν ταξιδάκι αναψυχής
μ’ ένα κρυμμένο τραύμα.
Και τελικά, πώς σώζεται η ψυχή μας; Ό, τι και να κάνουμε, πάντα τραυματιζόμαστε. Στην πορεία, το τραύμα κρύβεται γιατί η ζωή συνεχίζεται. Οι έρωτες ταξιδάκια αναψυχής: σα να μην είναι προορισμένοι να διαρκέσουν.
Μια παραλία ερημική
και ν’ απλώναμε εκεί
της ζωής μας το βήμα
και δεν πειράζει που τόσα φιλιά
πριν να γίνουν παλιά
θα τα πάρει το κύμα.
Πάλι, όμως, κανείς επιθυμεί και ρισκάρει. Για τα παιδιά του Έρωτα, ποτέ δεν είναι τελικά πολύ αργά για μια ακόμα περιπέτεια. Να εμπιστευτούν ξανά εκείνον/εκείνην, που θα συγχρονίσουν μαζί το βήμα της ζωής τους. Κι ας ξέρουν πως, ξανά, πριν παλιώσουν τα φιλιά, το κύμα θα τα σαρώσει. Ακόμα ένας γκρεμός. Αλλά δεν πειράζει: αξίζει το ρίσκο του γκρεμού, όταν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα πετάγματος και απογείωσης.
Κι εκεί στην άκρη της γραμμής
θα χαρίζουμε εμείς
τα παλιά μας κομμάτια
σ’ αυτά που ήτανε τόσο μικρά
μα που ρίχναν σκια
για να μοιάζουν παλάτια.
Τελικά, στο τέλος του δρόμου, αν βρούμε τον Άνθρωπό μας, θα μοιραστούμε μαζί του όλες τις πληγές τις παλιές, όλα τα κομμάτια στα οποία σπάσαμε για ιστορίες που φαντάζουν τώρα μικρές, αλλά η σκιά τους μέσα μας τις θέριευαν και τις μεγαλοποιούσαν. Και τότε, ίσως, βρούμε για τα καλά την Σωτηρία της Ψυχής μας. Δεν βαριέσαι: το τραύμα δεν θα λέει να σβήσει ποτέ. Γιατί κανείς που ερωτεύτηκε αληθινά δεν μένει χωρίς πληγές. Έστω επουλωμένες, τώρα.