Aθήνα δεν είναι τα σαφώς οριοθετημένα τρίγωνα, τα θηριώδη εμπορικά και οι λεωφόροι που η επιχειρηματικότητα έχει προδιαγράψει την ταυτότητά τους. Αθήνα είναι κάτι πιο πλούσιο, πιο μπερδεμένο, πιο ατακτοποίητο. Όταν το χτες μπαίνει στο σήμερα, όταν σε μια αυλή διακρίνεις τις τρεις στρώσεις με τα διαφορετικά υλικά αποτέλεσμα της ίδιας της ζωής.
Πριν δεκαετίες τα κορίτσια διαβάζουν κανένα ραβασάκι, πεταγμένο δήθεν τυχαία από το γυμνάσιο αρρένων. Τώρα τα κορίτσια διαβάζουν μηνύματα στο κινητό. Στους ίδιους δρόμους, πεζόδρομους, γωνιές και ξέφωτα-πλατείες. Το πραγματικό δεν είναι τέλειο. Δεν είναι προστατευμένο. Δεν είναι καλουπωμένο. Εχει πολλά χρώματα, τραγούδια, γεύσεις και ανθρώπους.
Πότε φωτεινά, πότε σκιές. Πότε γλυκεράδα που σε λιγώνει, πότε πικάντικο που σε κάνει να δακρύζεις. Εχει κουτσαβάκικο ρεμπέτικο, χιπ χοπ, μονόπρακτο και επιθεώρηση. Εχει loft, πολυκατοικίες του ‘70, ετοιμόρροπα και νεοκλασικά.Εχει γάτες, συνθήματα, γκράφιτι και μπακάλικα. Ηθοποιούς, αλληλέγγυους, μαντίλες, συνταξιούχους, μάστορες, νοικοκυραίους, περιθώριο, μαγαζάτορες.
Εχει την Γιούλα από την Κρήτη και τον Ιούλιο από πάντα εδώ!Καμιά ωραιοποίηση δεν χρειάζεται, κανείς δεν την ζητά και δεν την έχει ανάγκη! Ανάμεσα στην κινδυνολογία και στην λουκουμόσκονη της ωραιοποίησης βρείτε την γειτονιά, τους ανθρώπους της, τις καταστάσεις της.
1. Αστική Ισορροπία
Λένε ότι η επιτυχία του φαγητού βασίζεται στην ισορροπία των γεύσεων. Όταν υπερισχύει η μια υπέρ της άλλης, χάνεται το νόημα του πιάτου. Για να πετύχει και το μαγειρευτό στο αστικό καζάνι, λοιπόν, θέλει τη δική του ισορροπία.
Η γλύκα του σπιτιού
Οι γειτονιές δεν δημιουργούνται ούτε με μπουλντόζες, ούτε με επιχειρηματικά σχέδια. Δημιουργούνται από ανθρώπους που αποφασίζουν να χτίσουν τα σπίτια τους. Τα σπίτια όπου θα διαπληκτίζονται με τον γείτονα. Τα σπίτια όπου θα ξεκουράζονται από τη δουλειά και όπου θα τους βρουν τα γεράματα, να πίνουν καφέ και να νουθετούν τη νέα γενιά. Δεν νοείται γειτονιά μη οικιστική.
Χάνει τη ψυχή της, γίνεται μια λειτουργική προσομοίωση, ένα σκηνικό εμπορικού χαρακτήρα. Ούτε έχει καμία σημασία τι χρώμα είναι ο κάτοικος και ποια γλώσσα ομιλεί. Και η Τσάιναταουν γειτονιά είναι, και ας είναι γραφική για μερικούς. Σημασία έχει η μονιμότητα. Τα AirBnB δεν φτιάχνουν γειτονιά, ούτε οι φοιτητικές εστίες, ούτε τα ξενοδοχεία. Ούτε και τα πολυτελή διαμερίσματα της μιας νύχτας.
Η αλμύρα της δουλειάς
Καθώς τα σπίτια πληθαίνουν, ξυπνάνε οι ανάγκες. Γύρω από τα σπίτια στήνεται η αγορά. Εμπόριο ουσιαστικό, που συναντά τη ζήτηση, όχι υπερπολυτελές και άδειο. Τον παλιό καιρό λένε, είχε πολλές δουλειές. Ο ένας τσαγκάρης και ο άλλος γαλατάς. Σήμερα, ανάμεσα στις κόπιες του franchise των μεγάλων δρόμων, η γειτονιά κλείνει και κλείνεται. Η μοδίστρα και ο παντοπώλης παίρνουν σύνταξη. Τυχεροί είμαστε αν στη θέση τους, αντί για κάγκελα, θα εμφανιστούν οι fashion designer και τα βιο-καλλυντικά και οι χώροι Πολιτισμού. Το εμπόριο είναι που εισάγει τη λεγόμενη κοινωνική συνοχή. Χωρίς δεσμούς και αλισβερίσι, δεν επικοινωνούμε.
Η οξύτητα της ψυχαγωγίας
Τα φασαριόζικα καφενεία και οι μουσικές των κλαμπ διέλυσαν πολλές γειτονιές. Ακόμα περισσότερες όμως αργοπέθαναν μόνες τους, μέσα στην γλυκιά υπνηλία και την απραγία του γκρίζου τσιμέντου. Ποια είναι η υγιής δόση ψυχαγωγίας, που κρατά το ενδιαφέρον χωρίς να μετατρέπει το δρόμο σε καποιανού το «χώρι» (ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε); Ερώτηση ανούσια.
Η πραγματική ερώτηση είναι, αν ψάχνουμε για γνήσια ψυχαγωγία, ή για ένα διαφημισμένο προϊόν. Διότι το να περνάμε καλά μπορεί να σημαίνει κιθάρα στο τοπικό ταβερνάκι και μια καλή ταινία στο θερινό σινεμά στη διπλανή αυλή. Διασκέδαση ανθρώπινης κλίμακας, όχι απαραίτητα χολιγουντιανής με ειδικά εφέ και 15 ευρώ το ποτό.
Η πίκρα των ελεύθερων χώρων
Η μετακίνηση από κουτί σε κουτί θυμίζει τέτρις σε παλιό μπλιμπλίκι. Ελεύθερος χώρος, σημαίνει χώρος στη φαντασία, χώρος στη συζήτηση, χώρος για αμφισβήτηση. Αυτό είναι και το πρόβλημά του. Δεν είναι υποχρεωτικός, επιβεβλημένος. Είναι πολυτέλεια. Το χορτάρι και οι πικραλίδες είναι πολυτέλεια στη γειτονιά. Και το χειρότερο; Δεν διεκδικείται ούτε από τη μάνα, ούτε από τον ηλικιωμένο, ούτε καν από τον μέσο αστό που νιώθει την ανάγκη να μην γίνεται μπαλάκι πινγκ πονγκ ανάμεσα στα κτίρια. Πάλι καλά που έχουμε τα αγαπημένα τετράποδα, και γίνεται καμιά διεκδίκηση στο όνομα τους.
Στη γαστρονομία υπάρχει λένε και μια 5η γεύση, αμετάφραστη από τη ιαπωνική – λέγεται «ουμάμι».*
Χωρίς αυτό, οι άλλες 4 δεν μπορούν να ισορροπήσουν. Το «ουμάμι» λοιπόν της γειτονιάς είναι η συνείδηση. Είναι η συμμετοχή. Είναι οι άνθρωποι και τα πρόσωπα, οι καλημέρες και τα καλωσορίσματα. Είναι η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου. Αν υπάρχει αρκετό «ουμάμι» ακόμα και αν όλα τα άλλα θέλουν δουλειά, νιώθεις αισιόδοξος.
* Το ουμάμι (Umami), η καλή γεύση ή νοστιμιά, είναι μια από τις πέντε βασικές γεύσεις, μαζί με το γλυκό, το ξινό, το πικρό και το αλμυρό. Η λέξη ουμάμι, που είναι δανεική από την Ιαπωνική γλώσσα, μπορεί να μεταφραστεί σαν «ευχάριστη νόστιμη γεύση».
Αυτά τα 4 στοιχεία λοιπόν, σπίτι, εμπορικό, ψυχαγωγία, ελεύθερος χώρος αντέχουν ακόμα στην περιοχή. Βέβαια ξένο fund αγοράζει καμιά τριανταριά σπίτια σε χαμηλές τιμές (μιας και η περιοχή θεωρείται υποβαθμισμένη…) και τα προετοιμάζει για Airbnb. Αυτή ισορροπία δεν είναι εξασφαλισμένη λοιπόν… Αυτό το δίπολο¨Υποβάθμιση και αμέσως μετά αναβάθμιση δεν είναι αθώο…
2. Κουβέντες της γειτονιάς
Μιλώντας με ανθρώπους μερικές φορές νομίζεις πως μπροστά σου εξελίσσεται μία θεατρική παράσταση. Χωρίς πρώτα ονόματα αλλά με κομπάρσους που περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας ένα ανθρώπινο μωσαϊκό. Γοητευτικό…
Πράξη πρώτη: Όλα ξεκινούν από τη δυστυχία
Πότε άρχισε να αλλάζει το Μεταξουργείο;
Πράξη δεύτερη: Εμείς και οι άλλοι
Δύο χαρούμενες φίλες φτιάχνουν κομπόστ, Άγνωστη
Καθώς κατηφορίζω, βρίσκομαι αντιμέτωπη με ένα αυτοσχέδιο “πάρκο”, πίσω από το αρχαιολογικό χώρο του “Δημόσιου Σήματος” στη Σαλαμίνος. Εισβάλλει μια μικρή ύπαρξη με γέλια, χέρι χέρι με μια καλοντυμένη νεαρή κοπέλα. Αδειάζουν κάτι σε ένα ξύλινο κάδο. Πλησιάζω την κοπέλα. “Φτιάξαμε κομπόστ. Εγώ δουλεύω στο μαγαζί παραδίπλα και δεν μου πήγαινε να πετάω τα φλούδια από τα λαχανικά. Η μικρή μένει εδώ με τη γιαγιά. Τη γνώρισα γιατί καμιά φορά ζητά ζάχαρη από το μαγαζί.
Μεγάλη οικογένεια. Βοήθησε πολύ να το φτιάξουμε.” Η μικρή μου δείχνει με ενθουσιασμό πως έβαλε τους μεντεσέδες και πως βάζει το άχυρο για να γίνει σωστά το κομπόστ. Απομακρύνεται κρατώντας με περηφάνια το χέρι της μεγάλης της φίλης. Σε λίγο γνωρίζω και τη γιαγιά της μικρής. Βγαίνει βόλτα με μια άλλη εγγονή της. “Είμαστε από τη Θράκη λέει, ήρθαμε πριν πολλά χρόνια, 20-25. Εδώ είναι καλά, μας κοιτάει το κράτος. Ρεβύθια, τέτοια δίνει. Το μόνο πρόβλημα είναι οι ξένοι που ‘χουν μαζευτεί, σαν πολλοί είναι. Που βρωμάνε τα λεωφορεία.”
Πράξη τρίτη: Απλά συνυπάρχουμε
Ευτυχώς που ήρθατε και φώτισε, Πέτρος
Ο Πέτρος ακούει τη συζήτηση, έξω από το εστιατόριο που δουλεύει . Με ενημερώνει οτι η οικογένεια από τη Θράκη, έχει μεγάλη επιχείρηση, “μπαλονάδες”.Ξαφνικά ανάμεσα στα πήγαινε-έλα στην κουζίνα και τα τραπέζια, τον βλέπω να συνεννοείται κάτι με μια φίλη σε ένα αυτοκίνητο, να βγαίνουν σακούλες, ταπεράκια. Διακριτικά, χωρίς πολλά πολλά. Μου λέει εντελώς φυσικά: “Να εδώ η φίλη και γειτόνισσα μοιράζει φαγητό σε άστεγους. Προσπαθούμε να κάνουμε ότι μπορούμε.”
Γιατί; ( ρωτάω πριν προλάβω να σκεφτώ)
“Κάποια στιγμή είχα βρεθεί και εγώ στα περίεργα. Ήμουν υψηλόμισθος και με τα capital contol βρέθηκα μόνο με το επίδομα του ΟΑΕΔ όντας και νοικάρης. Έβρισκα δουλειές οτι να ‘ναι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, στο Γκάζι έχει ένα μαγαζί που οτι δεν πουλάει από φαγητό, το αφήνει το βράδυ απ’ έξω. Κάπως έτσι την έβγαλα.
Αυτό που γουστάρω εδώ πάντως είναι οτι είμαστε πολλοί.
Οι παλιοί κάτοικοι, που μου λένε “Ευτυχώς που μου ‘ρθατε και φώτισε και δεν φοβάμαι να βγω το βράδυ.” Οι άλλοι που γκρινιάζουν για τα μαγαζιά. Έχει και ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα φουλ. Πρόσφυγες. Ρομά. Καλλιτέχνες. Και συνυπάρχουμε όλοι.”
Αυλαία.
Η ζωή συνεχίζεται, τιμή στους κομπάρσους!
3. Εδώ θα σε βγάλει ο δρόμος
Υπάρχουν πολλοί λόγοι να έρθεις προς τα εδώ. Και ειδικά τώρα που τα φώτα της δημοσιότητας άρχισαν να σβήνουν. Και που καινούριες πιάτσες θα αρχίσουν να προβάλλονται και να ανακαλύπτονται. Εδώ θα βρεις σίγουρα κάτι που να ταυτιστείς μαζί του, όχι για μία φορά και περιστασιακά!
Θέατρο
Από open mic μέχρι… βαρύ σανίδι
Η θεατρική παράδοση του Μεταξουργείου-Κεραμεικού τραβάει πάνω από 100 χρόνια. Από τις περίφημες “μάντρες” με τις αυτοσχέδιες σκηνές και το μπερντέ του Καραγκιόζη, μέχρι περίτεχνες μπουάτ και ξακουστές επιθεωρήσεις στο ΠΕΡΟΚΕ. Συνεχίζοντας σήμερα την σατυρική παράδοση, η περιοχή παρουσιάζει δυνατή σκηνή stand-up comedy και αυτοσχεδιασμού.
Ωστόσο τα πάμπολλα μικρά θεατράκια επίσης βρίθουν ζωής και κατέχουν κυριολεκτικά κάθε πιθανή απόχρωση ρεπερτορίου (ιδίως αν προτιμάς κάτι πιο undergound, ψαγμένο, ή σε ενδιαφέρει να δεις έργα ανερχόμενων καλλιτεχνών). Στα τριγύρω μαγαζιά εύκολα διακρίνεις θεατρίνους και θεατρόφιλους, αν θέλεις να κρυφακούσεις τα μυστικά του σιναφιού (ή απλά έχεις γενικότερη αδυναμία στους υπηρέτες της μούσας Μελπομένης).
Φαγητό
Από τηγανητή αθερίνα μέχρι… μοριακή τηγανητή αθερίνα
Πιθανότητα θα έχεις ακούσει για τα εστιατόρια του Μεταξουργείου: μοριακή κουζίνα, αποδόμηση του παραδοσιακού, degustation menu, specialty coffees και άλλες άγνωστες λέξεις. Αν είσαι από εκείνους που τις γνωρίζουν και από μνήμης μπορούν να ζητήσουν κάποια από τις 50 ποικιλίες κρασιών που προτείνονται για την ουρά μόσχου, μάλλον έχεις ήδη φάει εδώ.
Για όλους τους υπόλοιπους, η πολυετής εμπειρία του Μεταξουργείου στα ταβερνάκια και τα μπακάλικα θα φανεί απαραίτητη. Λογικές τιμές, ωραίος μεζές και τσιμπάς και καμιά βραδιά ζωντανής μουσικής αν είσαι τυχερός. Θα μας πεις, δεν προλαβαίνεις. Το πιο δημιουργικό fast-food σε περιμένει λοιπόν, στα δρομάκια. Με μόδες ξενόφερτες αλλά καλά προσαρμοσμένες στα ελληνικά δεδομένα, σίγουρα δεν θα μείνεις με μια απλή σφολιάτα στο χέρι.
Καφέ-ποτό
Από ελληνικό βαρύ με γλυκό κουταλιού μέχρι… αιγυπτιακή μπύρα
Συνεχίζοντας στο πνεύμα των ταβερνείων, τα ατελείωτα καφέ-μπαρ με φαγητό ή χωρίς, είναι από μόνα τους λόγος να μεταφέρεις τα στέκια σου. Σε τι διαφέρουν από την υπόλοιπη πόλη; Πρώτον, οι τιμές. Το Μεταξουργείο κρατά (ακόμα) χαμηλό προφίλ, οπότε σου προσφέρει ποιοτικά πράγματα σε πολύ λογικές τιμές.
Δεύτερον, η ατμόσφαιρα. Αλλού παλιά Αθήνα σε νεοκλασικό, αλλού έθνικ, αλλού παριζιάνικο καφέ του μεσοπολέμου, αλλού βερολινέζικο bauhaus και όλα αυτά αβίαστα, χωρίς πομπώδη ονόματα και επιτηδευμένη διακόσμηση. Η διάθεση είναι χύμα, οι πεζόδρομοι και οι μικροί κήποι must και τα έργα τέχνης επάνω στους τοίχους απαραίτητα. Με άλλα λόγια φάση παρεΐστικη και χαλαρή, αλλά με αρκετές αποχρώσεις όπως και όλο το τρελό, τρελό Μεταξουργείο.
Βόλτα
Από ιστορική ξενάγηση μέχρι… πολιτισμική εμβάπτιση
Ανάλογα με τη σχέση σου με την ιστορία, επιλέγεις διαδρομή. Λάτρης της Παλιάς Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα; Περνάς μια βόλτα από πλατεία Αυδή και θαυμάζεις το παλιό εργοστάσιο του Μεταξουργείου, περιηγείσαι στην Κολοκυνθούς, Λεωνίδου, Κεραμεικού και στους γύρω δρόμους. Απολαμβάνεις νεοκλασικά και δεν ξεχνάς να μπεις στα σοκάκια που κάπου κάπου μπορείς να διακρίνεις τα απομεινάρια από τις “αυλές”, τα διαμερίσματα όπου έμεναν μαζί πολλές οικογένειες.
Αρχαιοδίφης; Περνάς απέναντι, στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού και θαυμάζεις τα καταπληκτικά συντηρημένα γλυπτά ρίχνοντας ματιές στην Ακρόπολη. Τίποτα από τα δυο; Ανηφορίζεις προς κέντρο και συναντάς τη Chinatown, προς Άγιο Δανιήλ και ακούς τούρκικα και αραβικά. Εδώ και εκεί παιδιά Ρομά ξεπετάγονται από κάποια αυλή μονοκατοικίας με γέλια και πειράγματα. Ταξίδι στο χρόνο, ταξίδι στον κόσμο.
Τέχνη
Από WD μέχρι… Μόραλη
Η τέχνη έχει πολλά πρόσωπα εδώ. Αλλού εμφανίζεται σαν γκράφιτι σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο (το γνωστότερο ίσως αυτό με την Κουκουβάγια, Παλαιολόγου και Σάμου γωνία). Αλλού σαν έργο της Δημοτικής Πινακοθήκης (πλούσια μόνιμη συλλογή σε Έλληνες ζωγράφους, που οργανώνεται σε διαφορετικές εκθέσεις κάθε φορά).
Κάποτε ξεπροβάλει με αφρικανικό χορό και trash art στο Φεστιβάλ των Χρωμάτων (προς Ιούνιο μεριά). Άλλοτε παίρνει τη μορφή αποκριάτικου άρματος στο αυτοσχέδιο- αυτοδιαχειριζόμενο καρναβάλι και άλλοτε θα τη βρεις σαν παιδική ζωγραφιά σε ένα παλιό ψιλικατζίδικο. Και βέβαια υπάρχουν σημαντικοί χώροι Σεμιναρίων, εκθέσεων και προβολών. Το μόνο σίγουρο; Η συνοικία εμπνέει.
4. «Ο άλλος άνθρωπος» του Μεταξουργείου
Σε μια δύσκολη εποχή, σε μια δύσκολη γειτονιά κάτι περίεργο συμβαίνει!
«Ο άλλος άνθρωπος» δεν είναι κίνημα. Ούτε οργανισμός. Ούτε φιλανθρωπία. ”Βγάζει όμως τόση δουλειά όσο 3 ΜΚΟ μαζί” όπως λέει ένας που γνωρίζει τη προσπάθεια καλά.Είναι μια απλή ιδέα, ότι εφ’ όσον βλέπουμε μια ανάγκη, πρέπει να την καλύψουμε.
Όταν η ανάγκη είναι για φαγητό, οργανώνουμε μια κουζίνα έξω στο δρόμο, με τα υλικά που προσφέρει ο κόσμος. Όταν η ανάγκη είναι για ένα ντους, στήνουμε ένα μικρό «σπίτι» όπου ο καθένας μπορεί να πλυθεί και να πλύνει τα ρούχα του, χωρίς ερωτήσεις. Όταν η ανάγκη είναι για να μιλήσεις, όποιος και αν είσαι, φτιάχνεις έναν καφέ και μοιράζεσαι τα νέα σου. Αυτά αναφέρει απλά ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, “υποκινητής” της όλης ιδέας.
Η λογική του «άλλου ανθρώπου» είναι ανατρεπτική. “Δεν μαγειρεύουμε για κάποιον τρίτο, άγνωστο. Δεν μοιράζουμε συσσίτιο. Μαγειρεύουμε όλοι μαζί και τρώμε όλοι μαζί. Όπως στήνουμε όλοι μαζί και το κέντρο ημέρας. Και αν μπορείς στο κέντρο ημέρας να βοηθήσεις με ενισχυτική διδασκαλία τα παιδιά το απόγευμα, το κάνεις.
Αλλιώς απλά λες μια καλημέρα. Δεν υπάρχουν φέιγ βολάν για τις δράσεις του, όμως εκείνοι που τις έχουν ανάγκη πάντα βρίσκουν τρόπο να μαθαίνουν αν μοιράζονται σχολικά υλικά ή τρόφιμα. Ακόμα και μεγάλες εταιρείες βοηθούν χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αναφορά (έμμεση ή άμεση) σε αυτές.”
Στην πραγματικότητα ο άλλος άνθρωπος – τι τίτλος και αυτός!- έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη όχι μόνο της γειτονιάς αλλά ακόμα πιο ευρέως. Την ώρα που μιλάμε ένας κοστουμαρισμένος περνά με την μηχανή του, καλημερίζει, αφήνει ένα ποσό και φεύγει χαμογελώντας. Αυτό είναι ανεκτίμητο ή απλά ένας άλλος άνθρωπος… Όλα αυτά συμβαίνουν στο ”σπίτι” του Άλλου Ανθρώπου, Μ. Αλεξάνδρου 122
Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα και να βοηθήσει, θα τα βρει όλα εδώ: oallosanthropos.blogspot.com
5. Πρόσωπα
6. Η Σύλβια Πλαθ ξεναγεί τη Φρίντα Κάλο στο Μεταξουργείο με και χωρίς γυαλιά ηλίου
Μια βόλτα της Γεωργίας Δρακάκη με τον Θράσο Καμινάκη στον Κεραμεικό
Πρόκειται για μια γειτονιά η οποία γιορτάζει κάθε μέρα και κάθε νύχτα τον ατόφιο παλμό που αντηχεί από την καρδιά της πόλης. Κι αυτό έρχεται να το επιβεβαιώσει ένας «σεσημασμένος», πλην παρ’ ολίγον μη αμαρτωλός, Αθηναίος.
O Θράσος Καμινάκης, ο άνθρωπος που ίδρυσε το Μικρό Πολυτεχνείο, με ξενάγησε μία νύχτα και μία ημέρα στη γειτονιά που ο ίδιος θεωρεί ως προσωπική του γέφυρα από τον χώρο που δουλεύει στο χώρο που ζει και τούμπαλιν. Το Μεταξουργείο δεν είναι η γειτονιά του, αλλά το πέρασμά του, ο περίπατός του.
Κι αυτό έχει μια ειδική αξία. Γιατί οι κάτοικοι ευλογούν συνήθως τα γένια τους. Ο Θράσος, όμως, πάλαι ποτέ Μοσχατιώτης και νυν κάτοικος Γκαζιού αποφασίζει κάθε ημέρα και κάθε νύχτα να περάσει από αυτή τη συγκεκριμένη συνοικία.
Οίκοι ανοχής, εστιατόρια με fusion κουζίνα, μαγειρεία, καφενεία, καλλιτεχνικοί χώροι, σπίτια και γκαράζ. Μα μέσα κι έξω, άνθρωποι σχετικοί και άσχετοι με τη γειτονιά. Περαστικοί και μόνιμοι. Εξ ου και η Ομορφιά που προκύπτει παντελώς αβίαστα και παντελώς φυσικά, σκάει σαν αίσθηση μέσα από τους μουντζουρωμένους τοίχους και μέσα από την ανεπιτήδευτη ραστώνη.
Δεν είδα κανέναν να προχωρά γρήγορα. Εκτός από τον Θράσο Καμινάκη. «Αν υποθέταμε ότι υπάρχει στ’ αλήθεια η μετενσάρκωση, εγώ είμαι η Σύλβια Πλαθ», μου λέει μισή ώρα μετά την πρώτη μας γνωριμία, με την χατζιδακική του προφορά που χαϊδολογά τα «ρω». «Κι εγώ η Φρίντα Κάλο!», του απαντώ. Γελάει.
«Κάποια στιγμή στη ζωή μου, που λες, αποφάσισα να γίνω περιπατητής. Ασθενής ήμουνα. Αμαρτωλός ήμουνα. Οδοιπόρος δεν ήμουνα.
Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει. Άρα, αν καταφέρω να τα συνδυάσω, θα κερδίσω τη θεσούλα στο Παράδεισο. Όσο πληκτικά κι αν είναι εκεί, δεν με ενοχλεί η ιδέα να πλήξω και λίγο, μετά θάνατον στον Παράδεισο!» Γελάω.
Βράδυ Κυριακής
Έτσι ξεκίνησαν όλα: από το Μικρό Πολυτεχνείο στο Θησείο παραλαμβάνω τον Θράσο, συστηνόμαστε και πηγαίνουμε προς τον –Ισμό, έναν εκθεσιακό και σεμιναριακό χώρο, πάνω από τον οποίο βρίσκεται το σπίτι του Θράσου. Στο τέταρτο λεπτό γνωριμίας έχει επέλθει ο ενικός μεταξύ μας. Τώρα, είμαστε συνένοχοι σε κάτι. Σε μια βόλτα.
«Έχω αυτοκίνητο, αλλά δεν το χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ. Πρέπει και θέλω να περπατώ τουλάχιστον 1 ώρα την ημέρα. Ειδικά αυτή την περίοδο της ζωής μου που ζω μέρα, κι όχι νύχτα. Το Μεταξουργείο είναι όμορφο και τη μέρα και τη νύχτα. Περνάμε ωραία, εδώ. Γνωριζόμαστε πολλοί με πολλούς. Πώς να μην αγαπήσω μια γειτονιά στην οποία ζουν τρεις από τις πιο αγαπημένες γυναίκες της ζωής μου;
Η Λίνα Νικολακοπούλου, η Δήμητρα Γαλάνη και η ψυχοθεραπεύτριά μου. Και μάλιστα, στο ίδιο τετράγωνο.»
Ο Θράσος Καμινάκης μού μιλά για όλες τις επιχειρήσεις που περνούν μπροστά από τα μάτια μας, καθώς προχωρά ο δρόμος μας. Μίνι μάρκετ, ποτάδικα, φαγάδικα. «Στο Μεταξουργείο, βρίσκει κανείς το καλύτερο μπιφτέκι προβατίνας!», μου λέει με χαρά. «Και επίσης, τον Σύλλογο Ρακοσυλλεκτών Ελλάδος, μια ανάσα από τα νόστιμα μπιφτέκια», του απαντώ.
«Είδες; Όλα αυτά τα ωραία οξύμωρα. Που τόσο ταιριάζουν μεταξύ τους!»
Τον ρωτώ για ποιον λόγο ένα κορίτσι που μένει στη… Γλυφάδα να αποφασίσει να βγει Μεταξουργείο. «Γιατί εδώ ο μύθος της πόλης ζωντανεύει. Εδώ πάλλεται η λούμπεν, η δύσκολη, η προβληματική καρδιά αυτής της πόλης. Κι όχι μόνο εδώ, βέβαια. Και αλλού, όπως, ας πούμε, στα Εξάρχεια.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται να μπει μες στα σπλάχνα της πόλης, αλλά και της εποχής, χωροχρονικά δηλαδή να εμβαθύνει, πρέπει να έρθει. Γιατί εδώ συγκατοικούν το έγκλημα, η πορνεία, η αγάπη, η ποίηση, η γαστρονομία, η παρέα, ο τουρισμός, τα αδέσποτα.»
«Καλά, εμείς τις αγαπάμε αυτές τις γειτονιές. Οπότε, πρέπει να μας νοιάζει και η αγάπη των άλλων γι’ αυτές;», απορώ. «Μα, για την αγάπη των άλλων γίνονται όλα. Για την αγάπη των άλλων τα κάνουμε όλα», απαντά και σωπαίνω για λίγο. Κορίτσι από τη Γλυφάδα που διαβάζεις αυτές τις σειρές, πάρε θέση.
Τα μπαρ γύρω μας είναι ήσυχα. Για ένα συγκεκριμένο τη Μέλισσα της οδού Μυκάλης, ο Θράσος σχολιάζει: «Είδες πόσο ενσωματωμένο είναι στη γειτονιά; Δεν παριστάνει τίποτα, σε φωνάζει καθόλου, είναι αυτό που είναι. Κι είναι εδώ. Καθόλου τυχαία.»
Έπειτα, καφενείο ο Λούης. Θέατρα. Πολυχώροι. Ένας χώρος για μαθήματα τάνγκο. Δώματα και φοίνικες πάνω στις ταράτσες. Ένας ιδιότυπος, αστικός σουρεαλισμός. Μπαρμπέρικα με κατεβασμένα τα ρολά. Μικρομάγαζα, στεκάκια. Κτήρια και φάτσες που έχουν ξεπηδήσει από κάποιο κείμενο του Ψαθά. Άλλωστε, ο επικός Μπίθουλας της Μαντάμ Σουσού δεν απέχει και πολύ από εδώ που βρισκόμαστε.
Παίρνουμε καφέ στο χέρι από το Γκάζι και φτάνουμε στον –Ισμό. Ο Θράσος με παροτρύνει να δω τις φωτογραφίες των «προχωρημένων» από το αντίστοιχο σεμινάριο του Μικρού Πολυτεχνείου. Καθόμαστε λίγο ακόμα μαζί. Και μιλάμε για στίχους, έρωτες, φιλίες, ταξίδια, τους χειμώνες στην Αφρική, τα καλοκαίρια στην Σύρο, τα φθινόπωρα στην Αθήνα.Και ανανεώνουμε το ραντεβού μας τη μέρα της Λαϊκής, σβήνοντας τα τσιγάρα μας συγχρόνως στο τασάκι.
Πρωί Τρίτης
Βρίσκομαι κάτω από το σπίτι του Θράσου, το οποίο βρίσκεται σχεδόν απέναντι από το Sodade2. Λείπει. Τον βλέπω από μακριά, έρχεται από την προπόνησή του. Ανεβαίνουμε επάνω, αυτός έχει να τσεκάρει πράγματα στον υπολογιστή του. Χαζεύω τη θέα και τα βιβλία του. Η βόλτα επιτέλους ξεκινά και μπαίνουμε στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το σημείο όπου δεσπόζει η Ταινιοθήκη της Ελλάδας, κατά κόσμον ΛΑΪΣ.
Πρώτη μας στάση το Δυάρι, ένα από τα στέκια του Θράσου και ο αγαπημένος του καφές (διπλός εσπρέσο λούνγκο σε φίνο φλιντζάνι). Χαιρετούρες με τους παρακείμενους ποδηλατάδες, αλλά και με λοιπούς καφεπότες. Απέναντί μας, η Κοινωνική Κουζίνα «Ο Άλλος Άνθρωπος». Πηγαίνουμε σε λιγάκι για ψώνια σε ένα βιολογικό παντοπωλείο (στο βάθος κήπος). Χρειαζόμουν φασκόμηλο κι ο Θράσος τις γκοφρέτες του από καλαμπόκι. Εκεί πεινάσαμε.
Μας άνοιξαν την όρεξη δύο κερασμένα κριτσίνια από τον φούρναρη της Κεραμεικού και αμέσως μετά μας χόρτασαν δύο έκτακτα σάντουιτς στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Θράσος θέλει πάλι καφέ. Προχωράμε μες στη λαϊκή και, πριν φτάσουμε στους πρώτους πάγκους που σηματοδοτούνται από τη γνώριμη σουβλακιώτικη τσίκνα, χαιρετάμε ένα πανέμορφο, αδέσποτο σκυλί ράτσας σαρπέι.
Ο Θράσος, αφού ψωνίζει μερικά λαχανικά για το πικάντικο μπριάμ του, μού χαρίζει ένα ρόδι και τραγουδάμε μαζί το τραγούδι της Λίνας του που σημάδεψε για πάντα με την ερμηνεία του το «Τρίφωνο»: «Μακάρι να’ ναι η καρδιά σου ρόδι τυχερό, να στο χαρίσω, να στάζει αγάπη ένα σωρό, στα μαξιλάρια και στο χαλί…»
Οι ιχθυοπώλες γελούν κι από έναν πάγκο μας κερνά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων μισό τσαμπί σταφύλι. Το μοιραζόμαστε.
Μια παχιά γάτα έπαιζε πίσω από μια βιτρίνα ενός ακόμα κλειστού καταστήματος με πρωτότυπα ρούχα. Όλα μοιάζουν άρτια σκηνοθετημένα. Και δεν έχουμε δει ούτε τη μισή γειτονιά. Καλύτερα. Ευκαιρία για επανάληψη συνάντησης, βόλτας και κουβεντολογιού με τον υπέροχο Κύριο Καμινάκη. (Αν και ούτε χίλιες βόλτες δε φτάνουν για αυτή τη γειτονιά…)
«Άκου, Γεωργία, ο Κεραμεικός, και ειδικότερα το Μεταξουργείο είναι… κατάσταση. Ναι, μπορεί να παραλληλιστεί με άλλα μέρη και άλλες πόλεις. Βερολίνο, ίσως. Ή μια άλλη Μονμάρτη, με μικρά καμαράκια και μπαρ όπου οι άνθρωποι φλερτάρουν διαβάζοντας τα βιβλία τους και καπνίζοντας. Για μένα, όμως, χωρίς πολλά πολλά, πρόκειται για την πιο sui generis γειτονιά της Αθήνας. Κάτι μαγικό την περιτυλίγει και παραμένει ατόφια.»
Εγώ, πάντως, χρωστώ στο Μεταξουργείο την έναρξη μιας σχέσης με τον Θράσο Καμινάκη. Είναι δεν είναι η μετενσάρκωση της Πλαθ.
7. Προβλήματα; Υπάρχουν προβλήματα;
“Τώρα που πέρασε κάπως η μόδα και οι διαφημιστές έκαναν την δουλειά τους τι έμεινε;” μας λέει ο Νίκος που διατηρεί μαγαζί εστίασης. Από εδώ πέρασαν χιλιάδες άνθρωποι αλλά τους κρατήσαμε; Ή ήταν μια μόδα και τελείωσε; Και μήπως και εμείς δεν κάναμε σωστά την δουλειά μας;
“Το πρόβλημα με τα ναρκωτικά είναι μεγάλο. Και που δεν είναι όμως; Εδώ υπάρχουν στενάκια που το πάρε δώσε γίνεται μπροστά σε όλους και όλες τις ώρες της ημέρας. Αλλάζουν οι πιάτσες, πότε μεταφέρονται εδώ, πότε εκεί. Χρειάζεται να είσαι ψύχραιμος και μερικές φορές προσεκτικός. Αλλά είναι πρόβλημα” καταλήγει η Ελένη που μένει εδώ και χρόνια στην περιοχή.
“Γιατί δεν παίρνουν μπροστά τα αυτοκίνητα στο Μεταξουργείο;” με ρωτάει ο Γιώργος, κάτοικος και αυτός της περιοχής. Δεν μπορώ να καταλάβω… μου μοιάζει για ανέκδοτο. Αλλά δεν είναι παρά του ότι ο ίδιος γελάει. Υπάρχει μια σπείρα που κλέβει… τις μπαταρίες των αυτοκινήτων. Και μάλιστα μόλις την αντικαταστήσεις μετά από μερικές μέρες την ξανακλέβουν, προφανώς την πουλάνε σαν καινούρια. Και είναι!
Κείμενα: Αγαθή Κάτσια, Γεωργία Δρακάκη, Μαριάννα Παπαγεωργίου
Ευχαριστούμε πολύ τον Φώντα Λάδη για την βοήθειά του. Επίσης όλους όσους μας μίλησαν και στήριξαν αυτό το αφιέρωμα.
Discussion about this post