Αν δεν έχανα τη δουλειά μου τον Ιούνιο… Αν δεν βρισκόμουν αγκαλιά με όλους τους λογαριασμούς και να τους κάνω μια πελώρια βεντάλια, μια και η ΔΕΗ βάραγε κατακέφαλα και εγώ είχα μαλώσει μαζί της.
Αν ο καλός μου δεν είχε πάει στον ψυχολόγο του και να μου ανακοινώσει εκείνο το περίφημο: «Πάω διακοπές. Τέλος… Τα λέμε τον Σεπτέμβρη…»
Αν είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα αποφύγει να δω ότι μαζί με την ξεχωριστή επιμέλεια για τα μακό του μπλουζάκια, τα δάχτυλά του χάιδευαν με ξέφρενη χαρά το σακίδιό του από ανυπομονησία για την παραλία…
Αν είχα προλάβει να βουλώσω με κερί και τα δυο μου αυτιά, έτσι που να μην άκουγα το σκληρό χτύπημα της εξώπορτας τη στιγμή που έστρεφε την πλάτη του και έφευγε-κρότος stealth στην καρδιά μου η πόρτα…
Αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά δεν θα είχα γευτεί τις μαγικές μου μέρες στην οδό ΠΑΤΗΣΙΩΝ.
Αύγουστος… διακοπές στο δυάρι μου, σκαρφαλωμένο στην ταράτσα σε πολυκατοικία της Πατησίων 6ο διαμέρισμα Αθήνας. Με θέα στο βάθος την Ακρόπολη θολή και χαμένη από το λιοπύρι… το κατακαλόκαιρο βουβή σιωπηλή και κατερειπωμένη από εμάς τους ίδιους.
Το τοπίο του κέντρου της πόλης, μετατρέπεται σε κυκλική ορχήστρα θεάτρου. Ο αρχαίος ναός επικεφαλής των μουσικών, μαέστρος σε κλίμακα μι μινόρε, για αυτόν τον Αύγουστο αυτού του σκληρού καλοκαιριού. Στη ορχήστρα νοσταλγικά βιολιά, τα μισά σφραγισμένα καταστήματα, της οδού Πατησίων, με τα κατεβασμένα ρολά και τις κολλημένες αφίσες για αντίσταση. Στα άλλα μισά, τα «ανοικτά» καταστήματα, σε ρόλο πνευστών τα ασάλευτα μάτια των «ελεύθερων επαγγελματιών». Το τσέλο και το φλάουτο κρατούν στα χέρια τους γιατροί, φαρμακοποιοί και άλλοι που δεν λογαριάζουν στην ζωή τους άλλη χαρά, παρά μόνο τη χαρά του διπλανού τους.
Στο ρόλο του χορού τα κατεβασμένα πατζούρια των διαμερισμάτων σαν σφραγισμένες μπουκαπόρτες στα αποσυρμένα καράβια. Με εμάς, να τριγυρνάμε μόλις ο Μαΐστρος βαρούσε το ντέφι καταμεσής της λεωφόρου, να τρώμε πασατέμπους στα σκαλιά των ξεχαρβαλωμένων αρχοντικών, να ανακατευόμαστε στη βόλτα με τους ξένους που αν και από άλλο κόσμο έμπαιναν στο κλίμα της αυγουστιάτικης σιωπηλής μυσταγωγίας στην Πατησίων.
Πατησίων… κατακαλόκαιρο με το λιοπύρι να σου γλυκαίνει όλο το βάρος που κουβαλάς αυτά τα χρόνια, με τις λαβωμένες από το μεσοπόλεμο πολυκατοικίες, να σε ορμηνεύουν για αντοχή στην κακοκαιρία. Με τους ανθρώπους βουβούς με λιγοστές κουβέντες, να αγκαλιάζουν τη δική σου λέξη για να την πάνε παραπέρα.
Με το βραδάκι να αγκαλιάζει τους ταλαιπωρημένους μουσικούς που ήταν όμως πολλοί, γενναίοι, γελαστοί και σοφοί στο πυρπολημένο τοπίο.
Στην επιστροφή των πολλών η ορχήστρα αποτραβήχτηκε και σιώπησε. Βραδάκι, αυτόν τον Σεπτέμβρη, στην αγκαλιά της πόλης μου, στον δρόμο μου, στην Πατησίων… με μάτια θολά από την αλμύρα που κουβάλησαν οι παραθεριστές ως δώρο από την αδερφή μου τη θάλασσα.
Άλφα.