Εγώ παντρεύτηκα κρητικοπούλα και καθόλου δεν το έχω μετανιώσει. Λυγερή, μαυριδερή, χορευταρού. Το καλύτερο είναι πως ζούμε μακριά από το νησί κι έτσι έχουν ατονήσει κάπως τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά με τα οποία εμεγάλωσε.
Για παράδειγμα, δε νοείται ο άνδρας να εμφανιστεί με σορτσάκι, χωρίς κάλτσες (χίλιες φορές προτιμότερο σανδάλι με κάλτσα παρά σανδάλι σκέτο), και να πει τη λέξη «γάιδαρος». Αυτό ειδικά με τον όνο ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Ρώτησα μια δυο φορές, απάντηση δεν πήρα παρά μόνο κάτι βλέμματα αποδοκιμασίας, οπότε εσταμάτησα κι εγώ να ρωτώ. Επίσης φροντίζω να κάνω πράξη μία μαντινάδα που μου ‘πε ο πεθερός μου: Εκεί που αγαπάς μην πολυπάς / κι αν πολυπάς μην πολυμιλάς. Κάποιες φορές όμως πηγαίνουμε, γιατί όσο να ‘ναι πρέπει να κρατάμε επαφές με τους ανθρώπους.
Την τελευταία φορά έγινε αυτό που γίνεται παραδοσιακά. Γύρα στα σπίτι συγγενών (πρωοδευτερότριτων βαθμών), καλωσορίσματα και τραπεζώματα. Το οφτό είναι το κρέας λεβέντικα ψημένο, μόνο με κρασί κι αλάτι. Λιτό, αυστηρό, ευθυτενές, όπως οι Κρητικοί. Ούτε φιοριτούρες, ούτε σάλτσες, ούτε μπαχάρια ούτε τίποτα. Γι’ αυτό είναι και εξαιρετικά νόστιμο. Από την τρίτη επίσκεψη και μετά όμως έχεις αρχίσει και βελάζεις αφού «όπου και να πας οφτό θα φας». Μετά από μία εβδομάδα οφτοφαγίας είχα έρθει στα όριά μου. Της λέω της δικιάς μου: «Ρε κουλούκι, καλά όλα, αλλά δε την παλεύω άλλο. Οφτό και μακαρονάδα μέσα στο λίπος κάθε μέρα (για βραδινό αυτό κάτι ελαφρύ ρε παιδί μου) πάω γκαραντί για στένωση αρτηρίας». «Υπερβολικός είσαι», μου λέει αλλά κι εκείνη δεν την πάλευε άλλο. «Μην ανησυχείς» μου λέει «αύριο θα πάμε σε ένα δευτεροξάδελφο που είναι μοντέρνος!» «Πού δουλεύει;» τη ρώτησα. «Στέλεχος Πολυεθνικής, αλωνίζει όλη την Κρήτη. Με αγγλικά, γαλλικά, γκατζετάκιας. Πάμε το βράδυ αύριο».
Το ηθικό μου αναπτερώθηκε -μαζί με τη χοληστερίνη μου-, κατέληξα να τρώω το βράδυ παγωμένο αρνί και να πίνω ρακές και να υπόσχομαι πως από την επόμενη ημέρα θα κόψω τα αμνοερίφια. Την επόμενη το βράδυ ο ξάδελφος μάς περίμενε με ανοιχτή την πόρτα και τις αγκάλες. «Καλώς τον πρωτευουσιάνο μας, καλώς το κορίτσι μας». Το ότι δεν είχε μουστάκι έκανε ακόμα χειρότερη τη βαριά του προφορά. Το χειρότερο ήταν ότι φόραγε θαλασσί πουκάμισο και γκρι πανταλόνι, τα ρούχα της δουλειάς όπως μας είπε – έτσι ντύνονται τα στελέχη παντού; Το αμέσως χειρότερο ήταν ότι τόσο σκρίνιο, σεμεδάκι και υφαντό δεν το ‘χα δει πουθενά μαζεμένο ίσα μ’ εκείνη τη στιγμή. Ίσως στο λαογραφικό Μουσείο στα Χανιά αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μου, θα έμοιαζα με καρικατούρα του Μποστ με τίτλο «Ο Λούλης της Πρωτευούσης και ο Μανωλιός».
Το τέλειο χτύπημα ήταν η οσμή οφτού που κυρίευε τα πάντα. Η δικιά μου χαζογέλαγε, μου έριχνε κλεφτές ματιές και με χάιδευε πότε στοργικά, πότε ερωτικά. «Άτιμο θηλυκό» είπα από μέσα μου, «άτιμη φάρα, πισώπλατο χτύπημα». Η γυναίκα του Μανωλιού, χαμηλοβλεπούσα, μ’ έναν σταυρό να, τσουπωτή και έμορφη είπε: «Να μπεράσομε να φάμε». «Μπεράσαμε» και το θηρίο πάνω στο αραχνοΰφαντο τραπεζομάντιλο μας περίμενε να το κανιβαλίσουμε. Το μίσησα τόσο αυτό το κρέας, με έναν τόσο ανώμαλο τρόπο! Έπεσα πάνω του, το ‘κοβα με τα χέρια, το τράβαγα, το δάγκωνα. «Σ’ αρέσει μπρε ξάδελφε;» ρώταγε ο Μανωλιός. «Μόνο;» απαντούσα και γέλαγα σαν τον Καλογήρου στους Φουρτουνάκηδες.
Όταν αποφάγαμε (εγώ είχα σκάσει ενώ η δικιά μου δεν τόλμησε να μου πει τίποτα), καθίσαμε σε ένα πράσινο λαδί καναπέ και απέναντί μας υπήρχε μία τεράστια τηλεόραση πλάσμα, με ηχεία, μόνιτορ και τα συναφή. Απάνω της σεμεδάκι. Αισθανόμουν σαν μέρος της διακόσμησης, σαν μπιμπελό του Βούδα. «Τώρα θα δείτε το βίντεο του γάμου μας!» είπε ο γκατζετάκιας Μανώλης, «εχω κάμει βίντεο εγώ, του ‘βαλα και μουσική. Και να δεις ξάδελφε και εφέ να σου φύγουν οι οφθαλμοί». Η Μαρία έλεγε «Άσ’ το Μανώλη, άσ’ τους ανθρώπους». Εκείνος πασπάτευε μπλιμπλίκια, κοντρόλ, πάταγε κουμπιά. «Μα ίντα λες Μαρία, θα βάλω και το χομ βίντεο. Σούπερ κάμερα με φακό εννιάρι, μου το ‘φερε ο Μανωλάκης από τη Βουλγαρία». Άσ’ το αυτή, τίποτα αυτός!
Εγώ είχα παραιτηθεί. Κοίταγα το μπλε της οθόνης, οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν φτάσει τους 96. Σαν κολασμένος, με τις τελευταίες μου δυνάμεις άρπαξα από τη φοντανιέρα ένα σοκολατάκι με μαστίχα μέσα. Η δικιά μου δεν άντεξε και απότομα είπε: «Ε φτάνει πια! Θα σκάσεις!» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Μανωλιός επάτησε το play! Ξάφνου η εξηντάρα οθόνη γέμισε με τσόντα επιπέδου. Μόνο που πρωταγωνιστές ήταν το ζευγάρι που μας είχε καλέσει σπίτι του… Τι φωνές, τι πάνω κάτω δεν περιγράφεται. Η Θεούσα με ένα μακρόσυρτο «ιιιιιιι» έφυγε τρέχοντας προς την κουζίνα, η δικιά μου από πίσω της φωνάζοντας: «Α ρε μαλάκα Μανώλη, σου λεγε άσ’ το». Ο Μανώλης να πατάει ότι να ‘ναι για να το σταματήσει.
Έγειρα στον καναπέ, με αναφιλητά, έκλαιγα από τα γέλια, οι σφυγμοί μου πια είχαν ξεπεράσει τους εκατό. Το οφτό χόρευε πεντοζάλι υπό τους ήχους κλαρίνου… Από μέσα μου έλεγα «πάει, πεθαίνω, αυτό ήταν». Φύγαμε κακήν κακώς αφού τους ηρέμησε η δικιά μου πως δεν τρέχει τίποτα. Χώνεψα μετά από δύο ημέρες. Δεν ξανάφαγα οφτό εκείνες τις ημέρες. Μόνο που όποτε φτιάχνει η δικιά μου στο σπίτι, γελώ σαν τον Καλογήρου και όλο νάζι λέω: «Βγήκε και το νούμερο δύο;»
Discussion about this post