Τις γειτονιές για να τις γνωρίσεις, πρέπει να τις περπατήσεις. Και αν τις περπατήσεις, γράφεις και δυο λόγια για τις βόλτες σου. Γιʼ αυτό κι εμείς επιστρατεύσαμε τα πόδια μας και τα σημειωματάρια μας και ακολουθήσαμε δύο διαδρομές μέσα στην Κυψέλη, για να «απαθανατίσουμε» από τη δική μας οπτική γωνία τη ζωή στους δρόμους της γειτονιάς.
—
Η ΚΛΑΣΙΚΗ
Ημερομηνία: Τετάρτη 6 Οκτωβρίου | Ώρα: 8.46 π.μ. | Διάρκεια διαδρομής: 18 λεπτά | Θερμοκρασία: 19 °C
Πλατεία Πρωτομαγιάς. Πέντε σκυλάκια με τα ανθρωπάκια τους. Αρκετός κόσμος για την ώρα. Εμφανίζεται μία παρέα παιδιών, έξι-εφτά άτομα. Κοπάνα, σκέφτομαι στην αρχή. Μετά από λίγο άλλο ένα τσούρμο και καθηγητές. Όχι κοπάνα, περίπατος. Και χάρηκα για λίγο.
Κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει στο δασάκι που βλέπει στην Ευελπίδων. Όταν έμπαινα μέσα σε αυτό το κομμάτι, για λίγο χανόμουνα από τη βουή του δρόμου και τις ψηλές μπετονιένες υπάρξεις, τις πολυκατοικίες. Τώρα, έχουν κουτσουρέψει τόσο πολύ τα δέντρα που ο δρόμος σε βλέπει και τον βλέπεις. Νιώθω εκτεθειμένη.
Περνάω γρήγορα τα φανάρια της Ευελπίδων και μπαίνω στην Λευκάδος. Τα πράγματα τώρα παίρνουν τον δρόμο τους. Μπήκα στην ασφάλεια της Κυψέλης. Φούρνος στα δεξιά μου. Η μυρωδιά αυτή τα πρωινά είναι τόσο ισχυρή που σχεδόν χορταίνεις. Οι φούρνοι είναι οι βασιλιάδες των πρωινών ωρών.
Αυτό που μου αρέσει να κάνω πάντα, όταν περπατάω έναν μεγάλο δρόμο της Κυψέλης, είναι να βλέπω τις καθέτους που τον συναντάνε σε κάθε γωνία και να προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα ήταν να έρχομαι από εκείνη την κάθετο και να συναντάω από την άλλη πλευρά τον δρόμο αυτόν που περπατάω εκείνη τη στιγμή. Κερκύρας, Αιγίνης, Σπετσών. Με τοποθετώ σε όλες. Φτάνω στη γηραιά κυρία, την οδό Κυψέλης. Έχει πολύ αέρα σήμερα και αν κοιτάξεις ψηλά, η Κυψέλη, εκεί που προσπαθεί να φτάσει τον ουρανό, μοιάζει να είναι παλλόμενη· τέντες, φυτά, φύλλα και απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια εξασκούνται σε έναν δικό τους άγριο χορό των Ικάρων.
Από την Κυψέλης στην Ιθάκης. Εδώ εγκαινιάζεται ένα άλλο κομμάτι, η γλυκιά Κυψέλη. Αυτό το μικρό κομματάκι δρόμου μέχρι την πλατεία Αγίου Γεωργίου, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα καθαρό και περιποιημένο, εμένα μου βγάζει ζεστασιά. Μάλλον γιατί έχει τη δική του ζωή, μέσα από τα παλιά μαγαζάκια και τους ανθρώπους τους που στέκονται απ’ έξω και τα λένε. Μοιάζει να έχει παγώσει στον χρόνο. Εγώ το περνάω βέβαια, βγαίνοντας πάντα λίγο πιο ζεστή.
Χαίρομαι που βλέπω άδεια την πλατεία Αγίου Γεωργίου, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς τα τραπεζάκια και τους ανθρώπους που θα την κατακλύσουν όσο περνάει η ώρα, μέχρι να μπω στην Επτανήσου.
Ο δρόμος των νεραντζιών. Μου κάνουν παρέα σε όλη τη διαδρομή, δίπλα μου στο πεζοδρόμιο. Κάποιες φορές, σαν να μου πιάνουν και το χέρι. Τις μετράω μία-μία. 80 μέχρι τη Φωκίωνος Νέγρη και άλλες 94 μέχρι το τέλος της Επτανήσου. 174 στο σύνολο. Το μόνο σημείο στο οποίο εξαφανίζονται εντελώς τα δέντρα και δημιουργείται ένα κενό μέχρι να ξαναεμφανιστούν, είναι το τετράγωνο στο οποίο υπάρχει κατάστημα μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ.
—
Η ΚΡΥΦΗ
Ημερομηνία: Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021 | Ώρα: 18.01 μ.μ. Διάρκεια διαδρομής: 48 λεπτά | Θερμοκρασία: 19 °C
Η Κυριακή είναι μια μέρα που ενδείκνυται για βόλτα. Και η Κυψέλη μια περιοχή που, αν θέλεις να «χαθείς», μπορείς να το κάνεις. Όχι, δεν χάνεσαι από άποψη προσανατολισμού, αλλά χάνεσαι ανάμεσα στις διαφορετικές εικόνες, την αίσθηση της οικειότητας, τις ανηφοριές και τις κατηφοριές που εμφανίζονται από το πουθενά. Η «κρυφή βόλτα» στην Κυψέλη δεν είναι μία, είναι πολλές και μεταβάλλονται ανάλογα με τον χαρακτήρα αυτού που βολτάρει, το δικό του προσωπικό γούστο, την εποχή, ακόμη και τη διάθεση της μέρας. Γι’ αυτό, λοιπόν, εκείνη τη μουντή Κυριακή, διάλεξα μια βόλτα για λίγους. Μακρινή, με στόχο τη θέα από ψηλά.
Ξεκίνησα από την αρχή της Καυκάσου, εκεί που οι διαφορές κλίσεων στον δρόμο αλλάζουν ανά 50 μέτρα, αφού τα Τουρκοβούνια αρχίζουν να «ψηλώνουν» περίπου από αυτόν το δρόμο. Με κατεύθυνση προς την οδό Βελβενδούς, η διαδρομή με πήγε σ’ εκείνο το κομμάτι της Κυψέλης που οι πιλοτές των πολυκατοικιών θυμίζουν ένα επαρχιακό μέρος, το οποίο όμως βρίσκεται πολύ κοντά στην πόλη. Οικογένειες και παιδιά που έπαιζαν, έφηβοι που περπατούσαν με χαλαρότητα. Τα αυτοκίνητα ήταν πιο περιορισμένα, ίσως η συννεφιά της μέρας έκανε κάποιους να προτιμήσουν κουβέρτα και ζεστό καφεδάκι, παρά την ανισόπεδη γειτονιά. Οι πέτρινες εκκλησίες της Άνω Κυψέλης κλειστές, ο εσπερινός είχε τελειώσει κι ο αέρας κατέβαινε πιο παγωμένος απ’ τον λόφο. Λίγο πριν φτάσω στην οδό Βελβενδούς, παρατήρησα στο δεξί μου χέρι έναν δρόμο που λες και τον έβλεπα πρώτη φορά. Πεζοδρομημένος, με αρκετά δεντράκια, μεγάλες πολυκατοικίες, ακούει στο όνομα «Μετάνειρας».
Παρεκκλίνοντας, έστριψα δεξιά για να τον ανακαλύψω. Άλλη μια διαφορετική εικόνα. Η οδός Μετάνειρας δημιουργεί μια δική της γειτονιά, με τους κατοίκους να έχουν τα αμάξια τους κάτω από τις εισόδους, την παιδική χαρά να ξεχωρίζει και τα πετρόχτιστα σκαλοπάτια να θυμίζουν ένα ορεινό κρυμμένο διαμάντι, μακριά από τη βουή της πόλης. Μόλις κατάλαβα ότι οδηγεί ψηλά στην Οστρόβου, εκεί που αρχίζει ο περιφερειακός, γύρισα πίσω να ξαναπιάσω τον δρόμο για τον προορισμό μου.
Βγήκα στη Βελβενδούς και την κατέβηκα. Πέρασα από την πλατεία Κυψέλης να πάρω μια γερή δόση κόσμου και καθημερινότητας, γιατί μερικές φορές η Κυριακή γίνεται αβάσταχτη. Έπιασα γρήγορα την οδό Υακίνθου, έπειτα τη Δάφνιδος και έστριψα αριστερά στην Αίγλης. Όλα έγιναν λίγο πιο γρήγορα, γιατί ωραία η πόλη, ειδικά κοιτώντας ψηλά, αλλά είναι ακόμη πιο ωραία όταν την κοιτάς από ψηλά. Η Αλεπότρυπα άρχισε να φαίνεται από τη Μεγίστης. Ένας λόφος με την επίσημη ονομασία «Ελικώνος» που λίγοι τον ξέρουν ακόμη, με θέα καλύτερη κι απ’ τον Λυκαβηττό. Όταν φτάνεις ψηλά στους βράχους, είναι η ώρα που κάθεσαι για να ξεκουραστείς. Κι αν συγκεντρωθείς στον ήχο της πόλης, χιλιάδες ιστορίες παίρνουν σάρκα και οστά, εκεί στο τέρμα της Κυψέλης.