Λένε πως μια μέρα ο Σεΐχης Μπαχαουντίν, μεγάλος δάσκαλος του Τάγματος των Δερβίσηδων Νακσμπαντί, περπατούσε στον δρόμο παρέα με μια χούφτα μαθητές του. Εκεί που πήγαινε και περπατούσε, η ματιά του έπεσε πάνω σε έναν άντρα ντυμένο με κουρέλια που ερχόταν προς το μέρος του. Η παρέα είδε τον άντρα να την πλησιάζει, την ώρα που βρισκόταν πια μέσα στη μεγάλη πλατεία της Μπουχάρας και στρέφεται στον δάσκαλο. Ήτανε λένε τούτος που συνάντησε φίλος κι αδερφός του. Τον ήξερε από παλιά.
Ο περαστικός ήταν ένας από κείνους τους δερβίσηδες τους μοναχικούς, που περιπλανιούνται πότε δω και πότε εκεί, από τόπο σε τόπο, ένας αδερφός από το Τάγμα των Δερβίσηδων Μαλαματί, που το έπιανες στο στόμα σου μονάχα για να το κατηγορήσεις, να του βρεις ένα και δυο στραβά — και όχι άδικα μήτε από κακία. Ο δάσκαλος Μπαχαουντίν ήταν περιτριγυρισμένος από τους μαθητές του. Τούτοι πάντα τον ακολουθούσαν τον Σεΐχη, για να ακούσουν λόγια της αλήθειας, από κείνα που φωτίζουνε τον δρόμο των ανθρώπων, αυτών που περπατούν κάτω απ’ τον ήλιο, μα ζούνε πάντα μέσα στα σκοτάδια.
Κοίταξε τον ταξιδιώτη και τον ρωτά με τον τρόπο που πάντοτε είχαν το συνήθειο οι Σούφηδες να μιλούν: «Από ποιον τόπο έρχεσαι, αδερφέ;» Ο άλλος, λένε, ο περαστικός άντρας που ήταν ντυμένος με κουρέλια, χαμογέλασε χωρίς νόημα, έτσι στα χαζά και στα χαμένα και δίχως να τον κοιτάξει του αποκρίνεται σηκώνοντας τους ώμους: «Ούτε που γνωρίζω να σου πω…».
Μερικοί μαθητές του Σεΐχη δασκάλου Μπαχαουντίν, που άκουσαν την απόκριση του περιπλανώμενου άντρα δερβίση, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και άρχισαν να μουρμουράνε με θυμό την αγανάκτησή τους για κείνο το φέρσιμο του ξένου, που ήταν πνιγμένο στην αγένεια.
Ο Σεΐχης Μπαχαουντίν τότε ξαναμιλά και τον ρωτάει: «Πού πηγαίνεις, αδερφέ, και για πού τραβάς;». Ο δερβίσης άντρας από το Τάγμα των Μαλαματί φώναξε με απόγνωση: «Δεν ξέρω…».
Την ώρα που οι δυο άντρες, αδέρφια δερβισάδες, μιλούσαν μέσα στη μεγάλη πλατεία της Μπουχάρας, κι ο ένας ρωτούσε κι ο άλλος μονάχα «δεν ξέρω» αποκρινόταν, ο κόσμος μαζευόταν γύρω τους, πλήθος τώρα μεγαλύτερο για ν’ ακούσει την κουβέντα τους. Τότε ήταν που μίλησε ξανά ο δάσκαλος Σούφι και ρωτάει τον περιπλανώμενο αδερφό του: «Τι είναι καλό;». Ο ταξιδιώτης τού έριξε μια ματιά κι ύστερα κοίταξε κάτω στο χώμα και του λέει: «Δε γνωρίζω…».
Ο Σεΐχης Μπαχαουντίν, δίχως να χάσει καιρό, ρωτά τώρα τον άντρα που στεκότανε μπροστά του: «Τι είναι κακό;». «Μήτε κι αυτό το ξέρω…», του απαντά ο άλλος, ο δερβίσης ταξιδιώτης, χωρίς ν’ αλλάξει τη φωνή του. Του λέει τότε ο δάσκαλος: «Ξέρεις εσύ του λόγου σου να μου πεις τι είναι δίκαιο και σωστό;». Ο δερβίσης ταξιδιώτης τότε του αποκρίνεται: «Δίκαιο και σωστό είναι αυτό που είναι για μένανε καλό…». «Τι είναι λάθος;» ρωτά ξανά κείνον τον άντρα που στεκότανε μπροστά του ο δάσκαλος Σούφι Σεΐχης Μπαχαουντίν. «Αυτό που με βλάφτει», απαντά ο άντρας περιπλανώμενος ταξιδιώτης κοφτά.
Το πλήθος των μαθητάδων του Σεΐχη Μπαχαουντίν, που άκουγε όλη τούτη την ώρα τις κουβέντες των δυο αντρών, άρχισε να βράζει από τις απαντήσεις του περιπλανώμενου δερβίση. Θυμώνει τότε και του βάζει τις φωνές: «Τι λόγια είναι τούτα που ξεστομίζεις, ανόητε! Δεν ντρέπεσαι, τρελέ, έτσι να μιλάς χωρίς περίσκεψη καμιά! Τράβα από δω, φύγε!», και τον διώχνει. Ο άντρας για μια στιγμή μαζεύτηκε κι ύστερα δίνει μια και φεύγει και χάνεται προς μια μεριά, που όλοι ήξεραν πως δεν έβγαζε πουθενά. Ο δάσκαλος Σούφι Μπαχαουντίν, γυρίζει τότε και φωνάζει σ’ αυτούς τους μαθητάδες του που είχαν γύρω μαζευτεί για ν’ ακούσουν τις κουβέντες της συζήτησης: «Ανόη-
τοι, τούτος εδώ ο άντρας, κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Για όση ώρα εσείς τον κακολογούσατε με ευκολία, λέγοντας για δαύτον τα χειρότερα που μπορούσατε να βρείτε, αυτός έδειχνε με μεγάλη προσοχή όσα εσείς κάνετε κάθε μέρα απερίσκεπτα, χωρίς να νοιάζεστε στη ζωή σας!»