Μία γειτονιά μέσα στη γειτονιά της Καισαριανής. Ξαφνικά ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στην Αθήνα. Οι αισθήσεις σου αρχίζουν να εκπαιδεύονται ξανά σε στοιχεία που έχουμε ξεχάσει ότι υπάρχουν. Πολλά δέντρα, λιγοστά αυτοκίνητα στους δρόμους, αυλές, χαμηλά σπίτια, απουσία καταστημάτων, γλάστρες από τενεκέδες φέτας, τραπεζάκια και καρέκλες έξω από τα σπίτια. Κάτι διαφορετικό συμβαίνει στην Άνω Καισαριανή.
Ανηφορίζω προς τα σκαλιά της Σικελιανού για να συναντήσω την κυρία Φωτεινή Καραδημητρίου, η οποία ζει εδώ από το 1960. Τότε, δόθηκαν στους πρόσφυγες που ζούσαν στο ρέμα οικόπεδα στην Άνω Καισαριανή και δάνεια για να χτίσουν εκεί τα σπίτια τους. Έτσι έκανε και η οικογένεια της κυρίας Φωτεινής που απολαμβάνει μέχρι σήμερα ένα από τα ελάχιστα τέτοια σημεία που έχουνε μείνει στην Αθήνα.
Φτάνω στην κάτω άκρη των σκαλιών και δεν το πιστεύω ότι βρίσκομαι σε αυτό το «μικρό χωριό». Από τη μία μεριά, έχω το Αλεποβούνι ή λόφο του Αράπη, όπως τον λένε οι κάτοικοι, και από την άλλη, μια σειρά από χαμηλά σπιτάκια άλλης εποχής. Γάτες λιάζονται, γλείφονται και σουλατσάρουν ήρεμες και αγέρωχες στα διάφορα επίπεδα των σκαλοπατιών.
Ανεβαίνοντας, βλέπω την κυρία Φωτεινή που έχει βγάλει τραπεζάκι έξω από το σπίτι της, έχει στρώσει ένα τραπεζομάντηλο που απεικονίζει σταφύλια, ροδάκινα, φράουλες και αχλάδια με αποχρώσεις του κόκκινου και του πράσινου. Πάνω στο τραπέζι, ένα ξύλινο κουτί, το οποίο σίγουρα αναμετριέται σε παλαιότητα με τις αρχειακού πλέον τύπου φωτογραφίες που κλείνει μέσα του.
Με υποδέχεται με χαμόγελο, τυροπιτάκια και χυμό πορτοκάλι. Πλήρες πρωινό με θέα τον λόφο που θα ζήλευε και το καλύτερο πεντάστερο ξενοδοχείο του κόσμου.
Η κουβέντα μας ξεκινάει με πληροφορίες για το πώς ήτανε η Άνω Καισαριανή, όταν έφτασε εκεί με την οικογένεια της: «Τότε ήτανε εδώ μία παρέα όλοι. Μαζευόντουσαν στην κυρία Όλγα κάθε μέρα πάνω από δεκαπέντε γυναίκες και πίνανε καφέ. Σε μία αυλή, όλες μαζί, καθαρίζανε τα βύσσινα. Τη μια μέρα της μίας, την επόμενη της άλλης και πάει λέγοντας. Και τα χέρια τους κατακόκκινα από τα βύσσινα».
Λίγο παραπάνω από το σπίτι της κυρίας Φωτεινής υπάρχει μία παλιά αυλή, η οποία βρίσκεται εκεί απ’ όταν πήγαν οι πρώτοι πρόσφυγες. Σήμερα, την φροντίζουν ακόμη οι κάτοικοι και είναι ένα από τα πιο ατόφια και όμορφα δείγματα της παλιάς Αθήνας· τσιμεντόλιθοι, ασβεστωμένο τοιχάκι, μαρμάρινο βρυσάκι, χτιστά σκαλάκια, ελιές, τενεκεδένιες γλάστρες με βασιλικούς και πολλά ακόμη φυτά και δεντράκια.
Όταν το κουτί με τις φωτογραφίες άνοιξε, η παλιά Άνω Καισαριανή απέκτησε ασπρόμαυρη υπόσταση. Προσπάθησα να φανταστώ εκείνους τους «παλιούς» άγνωστους ανθρώπους που έβλεπα, να ζούνε μέσα στα δρομάκια αυτά που πατάω κι εγώ σήμερα. Να κλαίνε, να γλεντάνε, να δουλεύουν, να ονειρεύονται, να γελάνε.
Το κόκκινο είναι το χρώμα που με κάποιο περίεργο τρόπο σημάδεψε την επίσκεψή μου στη Σικελιανού. Το τραπεζομάντηλο, τα βύσσινα, τα νύχια και τα χείλια της κυρίας Φωτεινής που δεν σταμάτησαν να κινούνται και να βγάζουν θησαυρούς.
Το κοκκινόχωμα μέσα από τη φοβερή αφήγησή της:
«Όταν ήρθαμε εδώ, τα σκαλιά αυτά της Σικελιανού ήτανε ένας δρόμος όλο βράχια και κοκκινόχωμα. Το κοκκινόχωμα έτσι και έπεφτε πάνω σου γινόσουνα κατακόκκινος από τη σκόνη. Αφού να φανταστείς, όταν πήγαινα σχολείο, φρόντιζα και είχα μαζί μου άλλο ζευγάρι παπούτσια από αυτό που έφευγα από δω. Κάπου τα έκρυβα τα λερωμένα από το κοκκινόχωμα και συνέχιζα στην άσφαλτο και μέχρι να φτάσω στο σχολείο με άλλα παπούτσια.
Εντωμεταξύ, φαντάσου τώρα τις λευκές ελβιέλες πώς θα γινόντουσαν από το κοκκινόχωμα! Όταν έβρεχε, δε, τα σπίτια γεμίζανε κόκκινη σκόνη. Ρίχναμε νερά τότε για να καθαρίσει το κοκκινόχωμα. Μετά σιγά-σιγά βάλανε λεφτά οι κάτοικοι και φτιάξανε σκαλάκια στενά. Αργότερα ο δήμος ήρθε και μας ρώτησε «σκαλιά ή δρόμο θέλετε;», και οι κάτοικοι είπανε ότι θέλουνε σκαλιά. Κι έτσι φτιαχτήκανε αυτά τα πλατύσκαλα».
Στη συνέχεια της βόλτας μου και αφήνοντας πίσω μου χαμογελαστή την κυρία Φωτεινή, διαπιστώνω ότι η ησυχία με ακολουθεί σε όλους τους δρόμους της Άνω Καισαριανής. Υπάρχει μία ηρεμία που σε αναγκάζει να παρατηρείς με μεγάλη προσοχή τα λουλούδια στις αυλές των σπιτιών, τα δέντρα, τα στενά, τα πουλιά. Τα περισσότερα σπίτια δεν ξεπερνούν τους τρεις ορόφους κι έτσι ο ουρανός φαίνεται από παντού.
Επηρεασμένη καθώς ήμουν από τις ιστορίες της κυρίας Φωτεινής, άρχισα να φτιάχνω τις δικές μου εικόνες για το πώς ήτανε όλα αυτά τα σημεία την εποχή του ′50 και του ′60. Όταν η Αθήνα ήτανε πιο μικρή, η Καισαριανή ήτανε πιο μικρή, η κυρία Φωτεινή ήτανε πιο μικρή.
Υγ: Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην κυρία Φωτεινή Καραδημητρίου που μου άνοιξε την καρδιά της και στη Σοφία Τριανταφυλλοπούλοaυ που με έφερε σε επαφή μαζί της και με τις ομορφιές της Καισαριανής.