Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο.
Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Τον Αύγουστο του 1850, η μικρή πλατεία της Καπνικαρέας στην Ερμαϊκή οδό βάφτηκε με το αίμα του υπουργού Παιδείας, που εκτελέστηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του, την ώρα που έδυε ο ήλιος και άναβαν οι λυχνίες («περί λυχνών αφάς»). Πρόκειται για τη μοναδική πολιτική δολοφονία κατά την οθωνική περίοδο.
Ο βυζαντινός ναός του 11ου αιώνα (με μέρος της αγιογράφησής του φιλοτεχνημένο από τον Φώτη Κόντογλου), που βρίσκεται περίπου στο μέσον του πεζοδρομημένου τμήματος της οδού Ερμού και έχει το παράξενο όνομα Καπνικαρέα (πιθανώς από τον ειδικό φόρο της βυζαντινής εποχής «καπνικόν», του οποίου ο εισπράκτορας ονομαζόταν «καπνικαρέας»), γλίτωσε την κατεδάφιση τέσσερις φορές: την περίοδο 1834-1835,
κατά τη διάνοιξη της οδού Ερμού (Ερμαϊκής οδού), λίγο αργότερα σε υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε, το 1850 από τους κατοίκους της περιοχής που ήθελαν να καταπατήσουν τον χώρο και το 1863 για λόγους διευκόλυνσης της κυκλοφορίας.
Εξαρχής, γύρω από την εκκλησία εγκαταστάθηκαν εύποροι αστοί, μεταξύ των οποίων και ο πολιτικός και αγωνιστής του 1821, Νικόλαος Κορφιωτάκης, από τον Μυστρά αλλά με κερκυραϊκές ρίζες («από τους Κορφούς»). Στις 11 Αυγούστου 1850, ο 58χρονος βουλευτής Λακεδαίμονος, ως υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών στην κυβέρνηση Κριεζή, υπέγραψε τον Συνοδικό Τόμο, με τον οποίο αναγνωριζόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας. Η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου εορτάστηκε την Κυριακή 20 Αυγούστου, με επίσημη τελετή στον (τότε, μητροπολιτικό) ναό της Αγίας Ειρήνης (οδός Αιόλου), με την παρουσία του Κορφιωτάκη, της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας αλλά και της βασίλισσας Αμαλίας, η οποία εκείνη την περίοδο ασκούσε καθήκοντα αντιβασιλείας — ο βασιλιάς Όθωνας βρισκόταν στο Μόναχο.
Μετά την τελετή, ο Κορφιωτάκης μετέβη με άμαξα στην –εξοχική τότε– περιοχή των Πατησίων, όπου πραγματοποιούνταν κυριακάτικες συναυλίες, για να επιστρέψει στο σπίτι του, που βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Καπνικαρέας «περί την ώραν 7 μ.μ. ή περί λύχνων αφάς», όπως σημείωνε στο φύλλο της 24ης Αυγούστου η εφημερίδα Αιών, συμπληρώνοντας: «Εν ω κατέβαινε […] ο Ν. Κορφιωτάκης […] πυροβολείται πλησίστατα δια πιστολίου εις την καρδίαν και μόνον προφέρων φωνήν γοεράν “ωχ!” πίπτει γονυκλιτήσας προ της θύρας της οικίας του.
[…] Ο δολοφόνος ετράπην εις φυγήν άμεσον […].
Ο Κορφιωτάκης, θανατηφόρον φέρων πληγήν, ανεβιβάσθη αιρόμενος επί της κλίνης του. Η επιστήμη συνέτρεξεν ευθύς, αλλά δεν ηδυνήθη να δώση ζωήν εις οργανισμόν κατεστραμμένον τέως. […] Εντός ωρών δύο εκπνέει, απαρηγόρητον εγκαταλείπων σύζυγον και τέσσαρα ορφανά παιδιά».
Η είδηση της δολοφονίας συντάραξε την Αθήνα και πλήθος κόσμου έσπευσε στο σπίτι του θύματος, όπου είχαν ήδη συγκεντρωθεί υπουργοί, αξιωματούχοι της Αυλής κ.ά., ενώ τη χήρα επισκέφθηκε και η Αμαλία. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η δολοφονία προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον και του Όθωνα, που πληροφορήθηκε το γεγονός με κάποια καθυστέρηση.
Τα ξημερώματα της 21ης Αυγούστου, σε σπίτι στην περιοχή των Στρατώνων (σημερινό Μεταξουργείο), συνελήφθησαν ο 21χρονος δράστης της δολοφονίας, Θωμάς Ζυγούρης, που κατηγορούταν και για άλλες δολοφονίες και ακόμα δύο άτομα, ενώ, λίγες μέρες μετά, ο 21χρονος ανθυπολοχαγός της οροφυλακής, Γιώργος Κοσσονάκος. Όλοι οι συλληφθέντες ήταν Μανιάτες, ενώ ειδικότερα ο Κοσσονάκος ήταν εγγονός (από την πλευρά της μητέρας του) της οικογένειας Μαυρομιχάλη.
Από τις (μακροχρόνιες) ανακρίσεις προέκυψε ότι επρόκειτο για πολιτική δολοφονία, που είχε οργανωθεί στη Μάνη από την οικογένεια Μαυρομιχάλη, εξαιτίας των πολιτικών διαφορών που είχαν από πολλών ετών με τον Κορφιωτάκη, χρησιμοποιώντας ως πληρωμένο εκτελεστή («όργανο επ’ αμοιβή», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής) τον Ζυγούρη. Στις 11 Μαΐου 1851, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθήνας εξέδωσε βούλευμα, με το οποίο παρέπεμπε σε δίκη πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών από τις 30 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου 1852 και οι ένορκοι έκριναν ως ένοχο μόνον τον Ζυγούρη, ο οποίος ακούγοντας την απόφαση διερωτήθηκε: «Εγώ ένοχος και οι άλλοι αθώοι;». Λίγη ώρα μετά, το δικαστήριο τον καταδίκασε «εις κεφαλικήν ποινήν».
Το πρωί του Σαββάτου 13 Σεπτεμβρίου 1852 εκτελέστηκε με καρατόμηση στην περιοχή του Θησείου, παρουσία «άπειρου πλήθους λαού» και υπό ιδιαίτερα «άγριες» συνθήκες: ο Ζυγούρης αντιστάθηκε στους δημίους του, με αποτέλεσμα αυτοί, προκειμένου να τον εξουδετερώσουν, να τον μαχαιρώσουν μέχρι θανάτου και κατόπιν να τοποθετήσουν στο ικρίωμα το πτώμα του, ώστε να ολοκληρωθεί το τυπικό της διαδικασίας!
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα Μυρίζει αίμα (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ Ληστές (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.