Το τσιμέντο αναδίδει μια καυτή αύρα την ώρα που ο ήλιος σκαρφαλώνει επιτέλους στο ζενίθ του. Η μπόρα που πέρασε το πρωί, δεν μπόρεσε να κάνει τη δροσιά να μείνει για λίγο ακόμα. Παρ’ όλα αυτά κόσμος κατέβηκε στους δρόμους για να εκμεταλλευτεί τη λιακάδα. Ποιος ξέρει πόσο θα διαρκέσει πάλι; Μαύρα μωβ και καφέ σύννεφα ήδη αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τον καιρό πια.
Μπαίνω στον υπόγειο διάδρομο, εκεί που ήταν κάποτε η Φωκίωνος Νέγρη. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα εδώ κάτω αναμιγνύεται με τις χημικές μυρωδιές των αρωματικών στον κλιματισμό. Οι μαγαζάτορες δεν φαίνεται να νοιάζονται, όπου δηλαδή υπάρχουν ακόμα μαγαζάτορες και όχι τα φιλικά ρομπότ-εξυπηρετητές. Περνάω να πάρω ένα μπουκάλι νερό.
Η ετικέτα του με ενημερώνει ευγενικά τι κλάσμα των φετινών αποθεμάτων νερού πρόκειται να καταναλώσω και με παροτρύνει να μη σπαταλήσω νερό δείχνοντας μου μια αποκρουστική εικόνα από ξεραμένο δάσος. Καταπνίγω τις ενοχές, πληρώνω με το κινητό και η οθόνη ανάβει με την απόδειξη και την ένδειξη του ποσοστού φόρου που καταβάλλω για την ρύθμιση της ευρωπαϊκής οικονομίας. O ευφημισμός “ευρωπαϊκής” πάντα με διασκεδάζει.
Φτάνω στη δουλειά, ανοίγω το λάπτοπ, με ειδοποιεί πόσες εργατοώρες έχω κάνει αυτόν τον μήνα, πόσες μένουν, πόσα χρόνια θέλω για τη σύνταξη (σκόπιμα δεν βγάζει ηλικία που θα βγω γιατί ξέρει ότι θα φρικάρω), τι ποσοστό του μισθού μου δικαιούμαι ήδη και ξανά για τους καταραμένους φόρους. Δήμου, νομαρχίας, κράτους, Ευρώπης και έναν παγκόσμιο για την οικολογία. Μετά την οικολογική κρίση του 45, χρεωθήκαμε και τα απόβλητα των πολυεθνικών. Με χαμόγελο. Για να μην καταστραφούμε, μας είπαν.
Τα δάκτυλα τρέχουν στην επιφάνεια αφής του πληκτρολογίου και ο λογισμός τρέχει αλλού. Σκέφτομαι την άδεια. Τις διακοπές. Μακριά από την πόλη. Όλοι προσπαθούν να φύγουν από την πόλη. Αν έχεις αρκετό απόθεμα πας κάπου εξωτικά. Κάπου που ο καιρός και η φύση δεν έχουν αλλάξει τα τελευταία 100 χρόνια και πολύ. Αλλιώς σε κανένα εγκαταλελειμμένο σπίτι από τα χρόνια των μνημονίων.
Αναρωτιέμαι πότε φτάσαμε εδώ.
Πότε κάναμε την πόλη τόσο ακατοίκητη. Πότε δεχτήκαμε να πουληθούμε για ένα πιο ομαλό μέλλον; Διάολε, ΟΜΑΛΟ; Πότε χωρίσαμε τις ζωές μας σε υποχρεωτική εργασία (βλέπε σκλαβιά) και λίγες ανάσες ξεκούρασης κάθε δυο τρεις μήνες; Πότε γίναμε προάστιο της ΕΕ με φθηνά εργατικά μυαλά; Άραγε ήταν η κατάρρευση των ΗΠΑ και το προσφυγικό το 51; Ή μήπως η Νέα Ευρωπαϊκή Συμμαχία που μας πήρε τις ελπίδες και μας χάρισε σταθερότητα;
Πάντα πιστεύαμε ότι κάτι καλύτερο ανοίγεται μπροστά μας. Ανταλλάσσαμε τα μικρά πράγματα με υπόσχεση για ανάπτυξη. Ήρθε η ανάπτυξη, μηδενική ανεργία, μηδενική ζωή επίσης. Λένε πως ο βάτραχος, αν τον βάλεις σε ένα καζάνι και τον βράσεις αργά αργά δεν το καταλαβαίνει και δεν πηδάει έξω να σωθεί. Νομίζω οικειοθελώς τα παρέδωσαν οι παππούδες.
Μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο τον χρόνο, σπιθαμή τη σπιθαμή, πλατεία την πλατεία, δικαίωμα το δικαίωμα. Νομίζω ακόμα τα παραδίδουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι έχουμε. Γιατί όλες αυτές οι εξονυχιστικές ενημερώσεις φόρων, μισθών και αποθεμάτων δεν είναι για να διαχειριστούμε καλύτερα τους πόρους όπως υπόσχονται οι λουστραρισμένες μορφές στα ιντερνετικά κανάλια. Είναι καρότα για να μη σταματήσουμε την κούρσα. Για να μην σκεφτόμαστε τι χάσαμε. Τι χάνουμε. Και προπαντός τι ΘΑ χάσουμε.
Πολύ το φιλοσόφησα όμως και η εργατοώρες περνάνε. Η οθόνη φωτίζεται υπενθυμίζοντας μου ότι είμαι ανενεργός εδώ και ώρα. Ένα μήνυμα εμφανίζεται και αναβοσβήνει ανήσυχα: “Κουάξ…”