Ήταν μία μέρα αρκετά χρόνια πίσω, στην Πλατεία Συντάγματος. Απόγευμα με χιλιάδες κόσμου να πανηγυρίζουν.
Επί αγανακτισμένων και συγκεκριμένα η μέρα που ο Γιωργάκης είχε παραιτηθεί -κράτησε για λίγες ώρες μόνο-, τα Ματ είχαν αποκάμει αφού είχαν ρίξει ό,τι χημικά ληγμένα και μη μπορούσαν. Είχαν παρατήσει τις ασπίδες, κάθονταν κατάχαμα και ο κόσμος χόρευε δίπλα τους και τραγουδούσε. Λίγες ώρες πριν, η επιδρομή των αστυνομικών είχε βρει σθεναρή αντίσταση υπό τους ήχους μιας κρητικής λύρας, ένας κουζουλός εν μέσω δακρυγόνων έπαιζε πεντοζάλι και καμιά ήττα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτή ήρθε μετά, αλλά είναι άλλη ιστορία.
Θυμάμαι έναν Πόντιο με ένα τεράστιο νταούλι να δώνει ρυθμό (δώνει έλεγε, δώνει γράφω), έναν με πίπιζα να ακολουθεί και ένας τεράστιος κυκλικός χορός να θεριεύει όλο και περισσότερο. Θυμάμαι ακόμα έναν καθοδηγητή να είναι μουρτζούφλης γιατί ανησυχούσε για την διάδοχη κατάσταση… Του ‘ριξα ένα ξεγυρισμένο “άιντε βρε σαχλαμάρα” και ξαναμπερδεύτηκα στον κόσμο.
Όμως υπήρχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Με όλο το ποδοβολητό, η σκόνη από τα δακρυγόνα αιωρούνταν και η κατάσταση έγινε αποπνικτική. Δεν ξέρω πως και ποιος σκέφτηκε την λύση που θα σας περιγράψω. Δύο τεράστιες αράδες σχηματίστηκαν από εκατοντάδες διαδηλωτές. Ξεκινούσαν από το συντριβάνι και έφταναν μέχρι πάνω στα σκαλιά και μέχρι κάτω στην Φιλλελήνων. Με ένα μπουκαλάκι ο πρώτος γέμιζε από το συντριβάνι, το “δινε στον διπλανό του και από τα σκαλιά όπου έφτανε, το έχυναν προς στην Πλατεία. Μέσα σε λίγα λεπτά ένας χείμαρρος άρχιζε να ρέει και να καθαρίζει τα πλακάκια με την βοήθεια επαναστατών σκουποφόρων.
Έμεινα άναυδος από την εφευρητικότητα του κόσμου. Σκέφτηκα-γιατί και εγώ ψιλοκαθοδηγητής ήμουν και ως γνωστόν οι καθοδηγητές σκέφτονται πολύ- πως αν μας ανέθεταν να βρούμε λύση στο πρόβλημα θα τσακωνόμασταν ακόμα. Κάποιοι θα ήθελαν να απαλλοτριώσουμε καθαριστικό μηχάνημα, άλλοι θα έλεγαν να ζητήσουμε από το κράτος, άλλος να το νοικιάσουμε κλπ.
Μπήκα συνεπαρμένος στην αράδα. Δίπλα μου μία κυρία 55αρα με κότσο και ψιλοκαφέ φούστα-μπλούζα που θύμιζε την Λουκά-ίσως όχι τόσο αλέγκρο. Μου ‘δινε το μπουκαλάκι με χαμόγελο, έδινα το μπουκαλάκι σε έναν που μάλλον ήταν η μετενσάρκωση του Γκεβάρα. Είχαμε βρει έναν καταπληκτικό ρυθμό.
Ήμουν ένα απλό γρανάζι και μ’ άρεσε πολύ. Κάποια στιγμή στην θέση του Τσε βρέθηκε ένας ναρκομανής σε αρκετά άσχημη κατάσταση. Αργούσε, μπερδευόταν, του ‘πεφτε το μπουκαλάκι… Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Μετά από λίγο εκνευρίστηκα, χάλαγε την μαγεία της στιγμής. Γύρισα, κοίταξα τσαντισμένος την Λουκά δείχνοντας της την ενόχλησή μου για τον τύπο δεξιά μου.
Με κοίταξε και μου είπε:
“Νεαρέ μου, όλοι μαζί θα πάμε. Δεν πειράζει. Παλεύει…”
Συνέχισα.
Ντράπηκα.
Βούρκωσα.
Συνέχισα.
Ντράπηκα.
Βούρκωσα.