Τέτοια μέρα, ίσως και ώρα, ετοίμαζα τη βαλίτσα μου και βουρ για το χωριό. Δυο ρούχα… μη φανταστείς όπως κάποτε που νομίζαμε ότι θα πάμε στο νυφοπάζαρο. Όχι, τώρα είμαστε πρωτευουσιάνες, μην αφοδεύσω! Τώρα αναζητούμε την ομορφιά της φύσης, τα ζωύφια, το λιβάδι, τις γκάιντες,τα κλαρίνα, τις ποντιακές τις λύρες, τα λαδωμένα δάχτυλα που προηγουμένως τα έχεις βουτήξει σε πέντε πόντους λίπος, το ποτήρι της μπύρας με τις αμέτρητες δαχτυλιές, ενθύμιο τσιμπολογήματος εν μέσω σούβλας … σαν ένα διάλειμμα από τον αβάσταχτο αστικό καθωσπρεπισμό.
![Μια βλάχα* στο μπαλκόνι ακούει Πάσχα και θυμάται.... 105 aloga Μια βλάχα* στο μπαλκόνι ακούει Πάσχα και θυμάται....](https://ipolizei.gr/wp-content/uploads/2020/04/aloga-225x300.jpg)
Φτάνεις στο χωριό και τρέχεις στη φαμίλια. Εμείς που μένουμε μακριά και βρισκόμαστε τέτοιες μέρες είναι διπλή γιορτή. Διπλά και τα κιλά. Παίρνουμε σβάρνα τα σπίτια των θειάδων – ξαδερφάδων και σε όλα, τρώμε! Ε, βέβαια. Και να σου τα γλυκά του κουταλιού, τα πισία* και να σου οι σαρμάδες* και να και τα εφτά κιλά σε τρεις μερούλες.
Η βουκολική μου υπόσταση πέρσι τέτοιο καιρό το έζησε ως το κόκκαλο. Λίγες μέρες στο χωριό. Το πρωί με την δροσούλα -και τα κοκόρια- ξυπνούσα και έβλεπα ορίζοντα. (Πόση ομορφιά, Θεέ μου. Τα βουνά χιονισμένα, “Αχ να ‘φτανα αυτή την κορυφή”). Ύστερα, για καφέ στης γειτόνισσας. Καφές με καϊμάκι, ψημένος με αγάπη και φροντίδα… και πάντα μονός. Δεν είμαστε για παρόλες. Έχουμε να μαζέψουμε τα αυγά από τις κότες, να σφάξουμε καμία άμα λάχει, να φυτέψουμε κάνα μαϊνδανό και να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό μας. Στην μία. 13:00. Πώς είπατε;
Άντε να βάψουμε τα αυγά, να φτιάξουμε τσουρέκια και πίτες… να πάρουμε όλα τα απαραίτητα σε κρέας. Για καλή μου τύχη με θείο χασάπη, ξέρω ότι θα φάμε ό,τι καλύτερο. (Γι’ αυτό μειδιώ όταν λένε για ταβέρνες της πρωτεύουσας, “αχ τι ωραίο κρέας”). Εμείς, στο χωριό το τρώμε ζωντανό, φρέσκο, να σπαρταράει το σφαχτάρι. (Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι θα διάβαζε βίγκαν. Κλείσε, κλείσε γρήγορα. Ακατάλληλο δια φυτοφάγους)
Που είχαμε μείνει;
Στο κρεατάκι, το λουκούμι. Και να σου η κεφάλα! Έ, ρε ένα κεφαλάκι. Να μαλώνεις ποιος θα φάει το μυαλό. Κανείς για το ποιος θα βάλει. Μεγάλο Σάββατο. Μεσημεριανός ύπνος, προετοιμασία, ρούχα αστραφτερά και όλα στην εντέλεια, και λίγα δευτερόλεπτα πριν το “Χριστός Ανέστη” εκεί. Είμαι αγοροφοβικιά, η χωριάτισσα (για όλα υπάρχει το κατάλληλο ψέμα). Τσουγκρίζουμε τα αυγουλάκια μας, φιλιόμαστε και μέσα σε όλη αυτή τη γραφικότητα και την αίσθηση της επαναληψιμότητας (κάθε χρόνο τα ίδια) ξέρεις ότι μέσα σου φωλιάζει ένα μικρό ανθρωπάκι “Ευτυχία“. Το Χριστός Ανέστη μοιάζει τόσο ανακουφιστικό… όπως και η μαγειρίτσα που θα χλαπακιάσουμε μετά. Βέεεεβαια!
![Μια βλάχα* στο μπαλκόνι ακούει Πάσχα και θυμάται.... 106 χωριό](https://ipolizei.gr/wp-content/uploads/2020/04/IMG_20190430_122432-e1586959217763.jpg)
Εντεράκι, εντεράκι για τα σε καθάρισα. Ε, τι λέμε τώρα;
Παιδιά εδώ μοιράζονται τα καθήκοντα. Ο ένας στη σούβλα κι από το άγριο χάραμα στη φωτιά, ο άλλος στο κοκορέτσι, άλλος στις σαλάτες, άλλος στις μπύρες και -ως συνήθως- υπάρχει και ένας ακόμα άλλος στην υπόθεση: Ο “δεν κάνω τίποτα” κι απλά κουνάω το κεφάλι μου σε φάση, “καλά πάμε”. Έχει όμως κι αυτός το ρόλο του.
Όμως, το καλύτερο, το πιο απολαυστικό σημείο είναι όταν αποφασίσουμε να ανεβάσουμε την ένταση στη μουσική. Διότι ως εντελώς ανοργάνωτοι δεν έχουμε έτοιμα σιντι και αν έχουμε, γουστάρουμε τα κομμάτια ανά δύο. Άρα, κάποιος αναγκάζεται να κάνει το ντισκ τζόκει. Εκεί, να δεις! Ασ’ το. Όχι, ρε άλλαξε το. Βάλε φωνή (ένταση). Ο εγκέφαλος σου κιμάς για σαρμαδάκια, λέμε.
Κι όταν σκάνε μύτη από τους άλλους μαχαλάδες, έι κιτι*! Να δεις χαρές, φωνές, διαφωνίες, παιδάκια να παίζουν ανέμελα κι εσύ, όπως ανέμελα τα κοιτάς, να τρως τη μπάλα στο κεφάλι. Από το πουθενά στήνεται χορός και καταλήγουμε σχεδόν σουρωμένοι ο καθένας και σε ένα ντιβάνι.
Άντε και η ώρα του γλυκού (να έρθουμε στα ίσα μας) και του απογευματινού καφέ, και της μεταμεσημεριανής και προβραδινής λιγούρας και του τσιμπολογήματος. Πώς είναι και δεν το ξέρεις όταν είσαι ευτυχισμένος; Διακόπτεται η ευτυχία όταν ακουστεί αυτό:”Μαζεύουμε“. Εκεί είναι που θέλεις να βρεθείς σε ένα παράλληλο σύμπαν,να κάνεις τον ψόφιο κοριό, (τύπου: κοιμάται το πουλάκι μου), να αλλάξεις υπόσταση, να γίνεις πορτατίφ βρε αδερφέ! Δεν έχεις δικαίωμα; Γιοκ!
Τώρα κάθομαι στο μικρό μου μπαλκονάκι και κοιτώ το κενό -σαν τις γιαγιάδες, που η αντιπαροχή τους πήρε σπίτι και αυλή και τις έβαλε σε ένα συρτάρι- και σκέφτομαι όλα αυτά που σας περιέγραψα. Θέλω να τρέξω να χαθώ μέσα στις ελαιοκράμβες, τις στάνες, στα κοτέτσια και τα μελίσσια (παρότι αλλεργική στις μέλισσες). Να δω άλογα να βολτάρουν. Θέλω τη βουκολική, τη χωριάτικη αποσπασματική ζωή μου. Να φάω το αρνί ή το κατσίκι με την πέτσα, από τη σούβλα. Την τηγανιτή πατάτα που κολυμπά στο λάδι. Την παγωμένη μπύρα στο ποτήρι που κολλά λόγω γλίτσας. Ό,τι πίστευα ότι θα έχω πάντα και τελικά δεν ισχύει, θέλω… Να μην είμαι “Μια Βλάχα στο μπαλκόνι ακούει Πάσχα και θυμάται…”
*Πισία: Πιτάκια ποντιακά με τυρί ή πατάτα
*έι κιτι: πω πω (ποντιακή διάλεκτος)
*Βλάχα: Η λέξη βλάχα χρησιμοποιήθηκε με την ευρύτερη έννοια του όρου.